Ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, πιστός στην πάγια θέση του ότι η επαναφορά του αφορολογήτου ορίου για τους δικηγόρους και εν γένει τους ελεύθερους επαγγελματίες είναι συνταγματική επιταγή, άσκησε ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών παρέμβαση υπέρ προσφυγής φορολογούμενης νεαρής δικηγόρου με δηλωθέν εισόδημα 1.620 ευρώ και φόρο εισοδήματος 1.313 ευρώ.
Όπως υποστήριξε ο ΔΣΑ και η προσφεύγουσα (εκπροσωπηθείσα από τον συνάδελφο Χρήστο Κλειώση) η καθιέρωση ειδικής απαλλαγής φόρου (που ισοδυναμεί με αφορολόγητο) μόνο υπέρ των μισθωτών και συνταξιούχων, και όχι υπέρ ελευθέρων επαγγελματιών: α) άγει σε αυθαίρετη φορολογική μεταχείριση, καθώς η φορολογική ελάφρυνση του αδυνατούντος οικονομικά φορολογούμενου επιβάλλεται από το Σύνταγμα ομοίως τόσο στο πρόσωπο του μισθωτού όσο και στο πρόσωπο του ελεύθερου επαγγελματία (άρθρα 4 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος) και β) ο προσδιορισμός της φοροδοτικής ικανότητας για τους δικηγόρους χωρίς την αναγνώριση αφορολόγητου ποσού που να αντιστοιχεί στο ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης, προσβάλλει τις συνταγματικές και διεθνούς δικαίου διατάξεις, με τις οποίες θεσπίζεται η αρχή της φορολογικής ισότητας, της φορολόγησης εκάστου προσώπου με βάση την πραγματική φοροδοτική του ικανότητα, και με τρόπο που να μη θίγει την αξία του ανθρώπου και το ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης αυτού, καθώς και το δικαίωμα προστασίας της περιουσίας (Συντ. 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5, 17, άρθρο 1 ΠΠ ΕΣΔΑ).
Σε πρώτο βαθμό εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 6340/2019 απόφαση του Μον. Διοικ. Πρωτ. Αθηνών που απέρριψε την προσφυγή και την παρέμβαση με το επιχείρημα ότι: «(…) ο κοινός νομοθέτης έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια να καθορίζει το σύστημα φορολογίας του εισοδήματος με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε πηγής εισοδήματος, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να θεσπίζει ενιαίες ή ομοιόμορφες ρυθμίσεις για όλες τις πηγές, δεδομένου ότι οι ως άνω κατηγορίες φορολογουμένων δεν τελούν υπό τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες, που επιβάλλουν την ομοιόμορφη μεταχείρισή τους. Εξάλλου, το είδος της απασχόλησης και της πηγής του εισοδήματος συνιστά, αφ’ εαυτού, αντικειμενικό και θεμιτό κατά το Σύνταγμα κριτήριο φοροδοτικής ικανότητας, που δικαιολογεί την επίμαχη διαφοροποίηση, ως προς την μείωση του προκύπτοντος φόρου, μεταξύ των ανωτέρω κατηγοριών φορολογουμένων και δεν υπερακοντίζει τον ως άνω επιδιωκόμενο, με τις επίμαχες διατάξεις, σκοπό δημοσίου συμφέροντος. Άλλωστε η ελάφρυνση των εισοδημάτων μισθωτών και συνταξιούχων, δικαιολογείται από το γεγονός ότι η κατηγορία αυτή έχει επωμιστεί στο παρελθόν το μεγαλύτερο μέρος της φορολογικής επιβάρυνσης, λόγω αδυναμίας απόκρυψής τους, σε αντίθεση με τις λοιπές κατηγορίες εισοδήματος, όπου είναι δυσχερής η δυνατότητα φορολογικού ελέγχου. Σε κάθε δε περίπτωση η ρύθμιση αυτή που θεσπίζει απαλλαγή από ορισμένη φορολογία συγκεκριμένη κατηγορία φορολογούμενων κατά παρέκκλιση από την συνταγματική επιταγή της συνεισφοράς όλων στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνάμεις τους έχει εξαιρετικό χαρακτήρα και δεν είναι επιτρεπτό να επεκτείνεται κατ' επίκληση της αρχής της ισότητας σε άλλες περιπτώσεις, οι οποίες τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες και τις αντιμετώπισε κατ' άλλο τρόπο ο νομοθέτης. (…) Η προσφεύγουσα δεν προσκομίζει πρόσφορα αποδεικτικά στοιχεία (…) που να καταδεικνύουν τη δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει».
Η ως άνω απόφαση του μονομελούς πρωτοβάθμιου δικαστηρίου δεν κάμπτει την διεκδικητική προσπάθεια του Δικηγορικού Συλλόγου. Είναι αυτονόητο ότι θα επιδιωχθεί η ανατροπή της, μέσω των προβλεπόμενων ενδίκων μέσων.
Παράλληλα, ο Σύλλογος θα κλιμακώσει τον αγώνα για επαναφορά του αφορολογήτου ορίου για όλους δια της νομοθετικής οδού. Επί του ζητήματος αυτού θα πρέπει να τοποθετηθούν, ενόψει και των επικείμενων βουλευτικών εκλογών, όλα τα πολιτικά κόμματα του κοινοβουλευτικού τόξου, καθώς το εν λόγω αίτημα συναρτάται άρρηκτα με την συνταγματικά επιβεβλημένη καθολική εξασφάλιση του ορίου ελάχιστης αξιοπρεπούς διαβίωσης. Η συνταγματική αυτή επιταγή δεν είναι δεκτική εξαιρέσεων ή εκπτώσεων, ιδίως μάλιστα με την επίκληση αοριστόλογων, αναπόδεικτων και ισοπεδωτικών ισχυρισμών που πλήττουν βάναυσα το κύρος του δικηγορικού λειτουργήματος και το σύνολο των δικηγόρων, συλλειτουργών της Δικαιοσύνης.
Ο Πρόεδρος του ΔΣΑ
Δημήτρης Κ. Βερβεσός