Στη σκιά ιδιαίτερα ανησυχητικών εξελίξεων στη διοικητική δικαιοσύνη, και συγκεκριμένα: - των πρόσφατων αποφάσεων 1639 & 1641/2024 της Ολομέλειας του ΣτΕ, με τις οποίες κρίθηκε ότι ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών στερείται εννόμου συμφέροντος για την προσβολή των αποφάσεων διορισμού μελών των Ανεξάρτητων Αρχών που έλαβαν χώρα κατά παράβαση του Συντάγματος·
- των καταδικαστικών για τη χώρα μας αποφάσεων του ΕΔΔΑ:
α) Τσιώλη κατά Ελλάδος της 19.11.2024, με την οποία κρίθηκε ότι η τυπολατρική ερμηνεία των προϋποθέσεων παραδεκτού της αναίρεσης και η απαίτηση προσκόμισης μη προσβάσιμης νομολογίας παραβιάζουν το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, και
β) Ζουμπουλίδη κατά Ελλάδος (Νο. 3) της 5.6.2024, όπου το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, καθώς το ΣτΕ δημιούργησε ανυπέρβλητο εμπόδιο στην πρόσβαση των πολιτών στη δικαιοσύνη, καθιστώντας αδύνατη την αποζημιωτική προστασία για ζημίες από πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας
-Της συγκρότησης νομοπαρασκευαστικής επιτροπής από το Υπουργείο Δικαιοσύνης (ΦΕΚ τ. Υ.Ο.Δ.Δ. 1330/29.11.2024, επισυνάπτεται) για τη σύνταξη σχεδίου νόμου περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, χωρίς τη συμμετοχή εκπροσώπων του Δικηγορικού σώματος, ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών πραγματοποίησε σήμερα σεμινάριο με θέμα "Η Νέα Δικονομία του Συμβουλίου της Επικρατείας (Οι Πρόσφατες Αλλαγές στο ΠΔ 18/1989)".
Εισαγωγική ομιλία απηύθυνε ο Πρόεδρος της Ολομέλειας και του ΔΣΑ, Δημήτρης Βερβεσός, ενώ εισηγητές του σεμιναρίου ήταν οι:
- Βασίλης Παπαγεωργίου, Δικηγόρος ΑΠ & ΣτΕ – DEA (Droit Public) Aix-Marseille III
- Αλέξανδρος Μαντζούτσος, Δικηγόρος – ΔΝ, Σύμβουλος, τ. Αντιπρόεδρος ΔΣΑ
- Βασίλης Τσιγαρίδας, Δικηγόρος – ΔΝ.
Ακολουθεί το κείμενο της ομιλίας του Προέδρου της Ολομέλειας και του ΔΣΑ, Δημήτρη Βερβεσού:
Με ιδιαίτερη τιμή και χαρά σας καλωσορίζω στον ΔΣΑ σε μια ημερίδα βαρύνουσας σημασίας, που πραγματοποιείται με αφορμή τη νέα δικονομία του ΣτΕ, δηλ. τις αλλαγές που επέφερε ο ν. 5119/2024 στο π.δ. 18/89, πλην όμως προσφέρει ταυτόχρονα την ευκαιρία να εξετάσουμε εκ του σύνεγγυς τη λειτουργία του δικαστηρίου και επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση του δικηγορικού σώματος με αυτό. Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω με μια κρίσιμη διαπίστωση, που αφορά την καρδιά του κράτους δικαίου:
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, μέσα από την πρόσφατη νομολογία του, έχει καταστήσει σαφές ότι η ερμηνεία και εφαρμογή των ισχυουσών δικονομικών διατάξεων από το ΣτΕ παραβιάζει την ευρωπαϊκή δικαιοταξία και χρήζει ριζικής αναθεώρησης.
Δύο αποφάσεις του Στρασβούργου αποτέλεσαν ηχηρό ράπισμα απέναντι στη ακαμψία του ΣτΕ. Στην απόφαση Τσιώλη κατά Ελλάδος της 19 Νοεμβρίου 2024 το Δικαστήριο του Στρασβούργου κατέδειξε με τον πλέον εμφαντικό τρόπο την βαθιά προβληματική φύση της τυπολατρικής ερμηνείας των προϋποθέσεων παραδεκτού της αναίρεσης από το ΣτΕ, όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά τον ν. 3900/2010 (ένα νομοθέτημα, που όπως και ο τωρινός ν. 5119/2024, συντάχθηκε εν πολλοίς στους κόλπους του δικαστηρίου).
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι το Συμβούλιο Επικρατείας παραβίασε το δικαίωμα του προσφεύγοντος σε δίκαιη δίκη, δια της απόρριψης της αίτησης αναίρεσης ως απαράδεκτης, ελλείψει τεκμηρίωσης της έλλειψης νομολογίας επί του κρίσιμου θέματος ή προσκόμισης (αντίθετης) νομολογίας εκ μέρους του αναιρεσείοντος
. Δεν νοείται το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο να απαιτεί την προσκόμιση νομολογίας εκ μέρους του αναιρεσείοντος όταν οι αποφάσεις των εθνικών διοικητικών δικαστηρίων δεν δημοσιεύονται στο σύνολό τους σε κανένα επίσημο έντυπο ή σε προσβάσιμη για τον διάδικο και το δικηγόρο του βάση δεδομένων.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι το ΣτΕ ερμηνεύοντας την επίμαχη απαίτηση για το παραδεκτό της αναίρεσης χωρίς να λάβει υπόψη τα πρακτικά εμπόδια που αντιμετώπισε ο αναιρεσείων όσον αφορά την πρόσβαση στην νομολογία, υιοθέτησε μια υπερβολικά τυπολατρική προσέγγιση, που δεν ήταν αναγκαία για την κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου ή την ορθή απονομής της δικαιοσύνης.
Με τον τρόπο αυτό προσβλήθηκε ο πυρήνας και η ουσία του θεμελιώδους δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο. Το ΕΔΔΑ χαρακτήρισε μάλιστα όχι μόνο ως δυσανάλογη, αλλά και ως παράλογη (unreasonable) την απαίτηση του ΣτΕ. Η απόφαση αυτή έχει εμβέλεια ευρύτερη του stricto sensu κριθέντος ζητήματος.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου κάνει απόλυτα σαφές ότι η τυπολατρία του ΣτΕ, και τα δυσανάλογα εμπόδια στην άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο, είναι εκ διαμέτρου αντίθετα με το δικαίωμα δικαστικής προστασίας και δίκαιης δίκης που κατοχυρώνει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ.
Υπό το φως αυτών των παραδοχών πρέπει να αξιολογηθούν και οι νέες δικονομικές διατάξεις που θέτουν όριο στο αριθμό των σελίδων των δικογράφων και στο χρόνο αγόρευσης ενώπιον του Δικαστηρίου για τους πληρεξούσιους δικηγόρους. Εξίσου αποκαλυπτική είναι η απόφαση Ζουμπουλίδη κατά Ελλάδος (Νο. 3) της 5.6.2024, που αποδοκιμάζει ευθέως την κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας όπως αυτή διατυπώθηκε στην ΣτΕ 800/2021.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, καθώς η απόφαση του ΣτΕ δημιούργησε ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο στην πρόσβαση των πολιτών στη δικαιοσύνη, καθιστώντας αδύνατη την αποζημιωτική προστασία για ζημίες από πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας. Αξίζει, δε, να σημειωθεί ότι η νεότερη θέση του ΣτΕ (της ΣτΕ 800/2021) συνιστά αδικαιολόγητη οπισθοδρόμηση από την προηγούμενη θέση του Δικαστηρίου, διατυπωθείσα προ 7ετίας (Ολ. ΣτΕ 1501/2014).
Το κρίσιμο στις αποφάσεις αυτές του ΕΔΔΑ είναι ότι το Στρασβούργο επικρίνει ευθέως τη δικαιδοτική κρίση του ΣτΕ, το οποίο αντί να λειτουργεί ως καταφύγιο του πολίτη για την προστασία των δικαιωμάτων του και ανάχωμα κατά των κρατικών αυθαιρεσιών, μετατρέπεται το ίδιο σε προκρούστεια κλίνη των ουσιαστικών και δικονομικών δικαιωμάτων των διαδίκων.
Δυστυχώς, το ΣτΕ επιδεικνύει μια εντυπωσιακή δικονομική εφευρετικότητα στην περιοριστική ερμηνεία των προϋποθέσεων του παραδεκτού με σκοπό την περιστολή του δικαιώματος δικαστικής προστασίας: με τις κατάπτυστες αποφάσεις 1639, 1641/2024 της Ολομέλειας του ΣτΕ, κρίθηκε (κατά πλειοψηφία) ότι στερείται εννόμου συμφέροντος ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών για την ακύρωση αποφάσεων του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό περί διορισμού μελών του ΕΣΡ και της ΑΠΔΠΧ, που ελήφθησαν χωρίς την απαιτούμενη από το Σύνταγμα πλειοψηφία.
Η κρίση αυτή είναι ευθέως αντίθετη στο άρθρο 90 ΚωδΔικ το οποίο ορίζει ότι στις αρμοδιότητες των Δικηγορικών Συλλόγων ανήκει, μεταξύ άλλων, «η υπεράσπιση των αρχών και κανόνων του κράτους δικαίου» και «η άσκηση παρεμβάσεων ενώπιον δικαστηρίων […] για κάθε ζήτημα εθνικού, κοινωνικού, πολιτισμικού ή οικονομικού ενδιαφέροντος». Ενδεικτικό της έλλειψης δικαιοκρατικών αντανακλαστικών του ΣτΕ είναι ότι σε πλήρη αντίθεση με όσα υποστήριξε περί δήθεν «λαϊκής αγωγής», το αποτέλεσμα από την απόρριψη της αίτησης ακύρωσης είναι ακριβώς το αντίθετο: εφόσον δεν νομιμοποιείται να προσφύγει ο ΔΣΑ, οι αποφάσεις διορισμού των μελών των Ανεξαρτήτων Αρχών καθίστανται στην πράξη δικαστικά ανέλεγκτες.
Διότι όταν λήγει η θητεία του μέλους που αντικαθίσταται αυτός στερείται στην πράξη εννόμου συμφέροντος προσβολής της πράξης διορισμού του νέου μέλους.
Άρα το δικαστήριο -το οποίο σε άλλες περιπτώσεις έχει κατηγορηθεί για πραιτωριανή ερμηνεία των προϋποθέσεων του παραδεκτού προς το σκοπό διεύρυνσης του εννόμου συμφέροντος, π.χ. στις περιβαλλοντικές δίκες- περιστέλλει εδώ τις αντίστοιχες προϋποθέσεις και δημιουργεί ένα πεδίο που εκφεύγει του δικαστικού ελέγχου χωρίς κανέναν δικαιολογητικό προς τούτο λόγο.
Με δεδομένο ότι η στάση αυτή του δικαστηρίου είναι ευθέως αντίθετη, όχι μόνο στον ΚωδΔικ, αλλά και στο δικαίωμα δικαστικής προστασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 του Συντ. και 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, αποφασίσαμε την αποχή από τις δίκες που εκδικάζονται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου.
Αντί έστω την ύστατη ώρα τα δικαστικά όργανα να επιδείξουν ευαισθησία ανάλογη του ρόλου τους, ο πρόεδρος του ΣτΕ απάντησε (δι’ επιστολής) με μια ευθεία και θεσμικά ατυχή, αδόκιμη και ανεπίτρεπτη παρέμβαση στην αυτοτέλεια και την εσωτερική λειτουργία των θεσμικών οργάνων του δικηγορικού σώματος, καθόσον, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η αποχή «δεν νοείται (!) σε ένα Κράτος Δικαίου να συνδέεται με την αιτιολόγηση μιας δικανικής κρίσης […] αλλά το κυριότερο συντελεί στην αναποτελεσματικότητα απονομής της δικαιοσύνης».
Απαντούμε: οι αποφάσεις των οργάνων των Δικηγορικών Συλλόγων υπαγορεύονται από την ανάγκη εκπλήρωσης των σκοπών τους, όπως αυτοί καθορίζονται από το νόμο και η αποχή αποτελεί νόμιμο δικαίωμα και μέσο διεκδίκησης, που αποφασίζεται από τα αρμόδια όργανα και δεν τυγχάνει αξιολόγησης από μονοπρόσωπα όργανα της Διοίκησης της Δικαιοσύνης
. Είναι προφανές ότι η αντίδρασή μας στη σοβαρή δικαιοκρατική υποχώρηση εκ μέρους του ΣτΕ θα έχει συνέχεια. Όπως έχουμε διαμηνύσει προς κάθε κατεύθυνση:
Η νομολογία μπορεί να μεταβάλλεται· οι αξίες μας και οι αρχές μας ποτέ! Κι επειδή δεν έχω μάθει να μασάω τα λόγια μου, τα πραγματικά αίτια της οξείας αντίδρασης σε βάρος των δικηγόρων πρέπει να αναζητηθούν αλλού: - κάποιοι ίσως θέλουν να καμφθεί η υπεράσπιση του Κράτους Δικαιου, ιδίως όσον αφορά τη λειτουργία των Ανεξάρτητων Αρχών -που επιχειρήσαμε εμείς μόνοι μας σε ένα νωθρό και μόνο ρηματικό περιβάλλον αντίδρασης- και να μην υπάρχει η παραμικρή έμπρακτη αντίσταση στην απίσχνανση των θεσμικών αντίβαρων της εξουσίας - το ίδιο αν όχι περισσότερο ενοχλεί η βάσιμη κριτική μας για τις δραματικές καθυστερήσεις στο ΣτΕ.
Πράγματι, το ΣτΕ κατέχει «περίοπτη» αρνητική θέση στους ρυθμούς απονομής Δικαιοσύνης σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με 1239 ημέρες καθυστέρησης, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της πρόσφατα δημοσιευμένης έκθεσης του έτους 2024 της αρμόδιας Επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης (CEPEJ) τη στιγμή που η Διάμεση τιμή Συμβουλίου της Ευρώπης (για την επίλυση υποθέσεων στον ανώτατο βαθμό) είναι 234 ημέρες. Άρα το ΣτΕ είναι μάλλον δικαίως μπορεί να χαρακτηριστεί ως το βραδύτερο διοικητικό δικαστήριο της Ευρώπης.
Είναι αδιαμφησβήτητο ότι πρέπει να ληφθούν άμεσα μέτρα αντιμετώπισης του προβλήματος. Η λύση, ωστόσο, δεν βρίσκεται στην περιστολή των δικονομικών δικαιωμάτων των διαδίκων ή σε επιφανειακού χαρακτήρα ρυθμίσεις.
Ο περιορισμός των σελίδων των δικογράφων ή η επίρριψη στους διαδίκους του κόστους των επιδόσεων έχουν μηδαμινό αντίκτυπο στην επιτάχυνση της διοικητικής δικαιοσύνης.
Η ενεργοποίηση των (κατά βαθμό) Εισηγητών ως εισηγητών της υπόθεσης- η οποία είναι θετική ρύθμιση- δεν αρκεί.
Η επίλυση του ζητήματος της επιτάχυνσης, όπως επανειλημμένα έχουμε πει, συνδέεται πρώτα από όλα με την έγκαιρη έκδοση των αποφάσεων και την πλήρη ψηφιοποίηση των δικαστικών και διοικητικών υπηρεσιών, τον περιορισμό των οίκοθεν αναβολών, αλλά και τον περιορισμό των αλόγιστων ενδίκων μέσων από την πλευρά του δημοσίου, που πολλαπλασιάζουν αδικαιολόγητα τις διοικητικές διαφορές.
Προτού δώσω το βήμα στους εισηγητές, τους οποίους θερμά ευχαριστώ για την παρουσία και τη συνεισφορά τους, θα ήθελα να συγχαρώ και τον Αλέξανδρο Μαντσούτζο για την εκπόνηση των αναλυτικών συγκριτικών πινάκων που θα βοηθήσουν τους συναδέλφους να αντεπεξέλθουν στην πολυδαίδαλη πλέον διοικητική δικονομία των πολλών ταχυτήτων (άλλες διατάξεις για τις διαφορές ουσίας, άλλες για τα τδδ όταν κρίνουν ακυρωτικές διαφορές, άλλες για το ΣτΕ όταν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα ασκούνται μετά την 16.9.2024 και άλλες όταν είχαν ασκηθεί προηγουμένως).
Όπως μας διδάσκει η ιστορία, οι μεγάλες θεσμικές κατακτήσεις δεν ήρθαν ποτέ ως δώρο, αλλά ως αποτέλεσμα συλλογικών αγώνων και αταλάντευτης προσήλωσης στις αρχές του κράτους δικαίου. Καλούμαστε σήμερα να συνεχίσουμε αυτή την παράδοση, υπερασπιζόμενοι τη θεσμική αυτοτέλεια του δικηγορικού σώματος και το δικαίωμα των πολιτών σε ουσιαστική δικαστική προστασία.
Η μάχη για τη δικαιοσύνη συνεχίζεται. Και σε αυτή τη μάχη, εμείς, το δικηγορικό σώμα θα παραμείνουμε στην πρώτη γραμμή, με πλήρη επίγνωση της ιστορικής μας ευθύνης και ακλόνητη πίστη στις αρχές που ταχθήκαμε να υπηρετούμε.
Όπως έγραψα πρόσφατα με αφορμή τις παλινωδίες του ΣτΕ:
FLECTERE SI NEQUEO SUPEROS ACHERONTA MOVEBO
Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.