Έτος:
2010 Για να διαβάσετε το έγγραφο σε πλήρη προβολή στην οθόνη σας, πατήστε παρακάτω το κουμπί “Fullscreen”
Embedded Scribd iPaper - Requires Javascript and Flash Player
∆ΙΚΗΓΟΡΙΚOΣ ΣYΛΛΟΓΟΣ ΑΘΗΝΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΝΕΑΣ ΓΕΝΙΑΣ
«Πρόγραµµα Νοµικής Βοήθειας για Nέους, ανάγκες και προοπτικές»
Εκδήλωση µε θέµα:
∆ευτέρα, 22 Φεβρουαρίου 2010 και ώρα 17.30
Αίθουσα Τελετών του ∆ικηγορικού Συλλόγου Αθηνών
2
Ευαγγελία Κογιαννάκη Νοµικός, Προϊσταµένη Τµήµατος ∆ικασίµων Υπηρεσίας Επιµελητών Ανηλίκων ∆ικαστηρίου Ανηλίκων Αθηνών Γεώργιος Τζανακάκης Αστυνοµικός ∆ιευθυντής, Προϊστάµενος Υποδιεύθυνσης Προστασίας Ανηλίκων
Οµιλητές: Ελένη Τραγουδάρα Πρόεδρος Πρωτοδικών, Πρόεδρος ∆ικαστηρίου Ανηλίκων Αθηνών
Γεώργιος Μόσχος Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη για τα δικαιώµατα του παιδιού ∆ήµητρα Σουλελέ ∆ικηγόρος, εκπρόσωπος του ∆ικτύου Συνεργασίας για την Υποστήριξη των Νέων Έλενα Γκλεγκλέ ∆ικηγόρος
Ευτυχία Κατσιγαράκη Εγκληµατολόγος Msc.PhD, Προϊσταµένη Τµήµατος Πρόληψης Εγκληµατικότητας και Κοινωνικής Ένταξης Νέων Υπουργείου ∆ικαιοσύνης
Πασχάλης Αγανίδης Επιστηµονικός Συνεργάτης του Γενικού Γραµµατέα Νέας Γενιάς Συντονισµός εκδήλωσης: Σοφία ∆ροσοπούλου Σύµβουλος του ∆ικηγορικού Συλλόγου Αθηνών
Χαιρετισµοί: Θεόδωρος Σχινάς Αντιπρόεδρος Α΄ του ∆ικηγορικού Συλλόγου Αθηνών
3
4
Το δίκαιο ανηλίκων είναι ένα ιδιαίτερο δίκαιο, καθώς ασχολείται µε µια ιδιαίτερη οµάδα µελών της κοινωνίας µας και οφείλει να την αντιµετωπίζει ανάλογα µε τη δράση της (θύµα-παραβάτης) µε ιδιαίτερο τρόπο, τόσο σε προνοιακό, όσο και σε δικαιικό επίπεδο. Μέχρι σήµερα έχουν συντελεστεί προσπάθειες και έχουν επιχειρηθεί διάφορες προσεγγίσεις προς αυτήν την κατεύθυνση , όχι µε τα προσδοκώµενα πάντοτε αποτελέσµατα. Παρά την ύπαρξη πολλών ειδικών µέτρων, που έχουν να κάνουν µε την ειδική αντιµετώπιση των άδικων πράξεων, που τελούνται από ανήλικους, η εφαρµογή τους δεν είναι πάντοτε εύκολη. Ο τρόπος που αντιµετωπίζει το δικαιικό µας προνοιακό κατ' αρχήν σύστηµα τους ανηλίκους παραβάτες πολλές φορές θίγει την προσωπικότητάς τους, και συχνά θίγονται ευθέως τα δικαιώµατα τους, κυρίως αυτό της απόλαυσης της ανηλικότητάς τους. Λόγοι, που οφείλονται στη δοµή της κοινωνίας, στην ανυπαρξία επαρκών προνοιακών δοµών, στην ελλιπή πολλές φορές κατάρτιση, όσων εµπλέκονται στην διαδικασία απονοµής δικαιοσύνης για τους ανήλικους παραβάτες, είναι κάποιοι από τους λόγους, που καταλήγει ο ανήλικος να µην τυγχάνει της µέγιστης προστασίας από το δικαιικό µας σύστηµα και από την κοινωνία των πολιτών. Ο ∆ικηγορικός Σύλλογος Αθηνών επί σειρά ετών βρίσκεται κοντά στους ανήλικους, αντιµετωπίζοντάς τους ως µία ιδιαίτερα ευαίσθητη και ευάλωτη κοινωνική οµάδα, της οποίας τα δικαιώµατα µε σεβασµό υπερασπίζεται. Καθηµερινά τα µέλη του έρχονται σε επαφή µε τις ελλείψεις του συστήµατος και τις καταστροφικές συνέπειες, που έχει αυτό πολλές φορές ακόµη και για την ίδια τη ζωή των ανηλίκων. Ο νοµικός παραστάτης των ανηλίκων δεν αρκείται µόνο στην ορθή εκπροσώπηση και υπεράσπιση τους. Οφείλει να έχει βαθιά γνώση της ιδιοσυγκρασίες των ανηλίκων, του κοινωνικού περι5
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
βάλλοντος, στο οποίο έχουν µεγαλώσει και από το οποίο έχουν επηρεαστεί, όπως επίσης και πολύ καλή γνώση και εµπειρία των πολιτικοκοινωνικών φαινοµένων, που συνδέονται µε τον ανήλικο και την παράνοµη πράξη, που του καταλογίζεται. Το πρόβληµα είναι υπαρκτό, προοδευτικά αυξανόµενο και οφείλουµε όλοι να συνεργαστούµε και να αντιµετωπίσουµε, όπως οφείλουµε ένα από τα πιο σηµαντικά ζητήµατα παγκοσµίως: Την προστασία του ανηλίκου, όπως το επιτάσσουν οι ∆ιεθνείς και εσωτερικοί κανόνες, το Σύνταγµα και πάνω από όλα η συνείδησή µας. Γιατί οι ανήλικοι είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας µας, που οι ενήλικοι µε τους δικούς τους κανόνες και επιταγές έχουν επιβάλλει. ∆ΗΜΗΤΡΙΟΣ Χ.ΠΑΞΙΝΟΣ Πρόεδρος ∆ικηγορικού Συλλόγου Αθηνών
6
Καλωσόρισµα από την κ. Σοφία ∆ροσοπούλου, Σύµβουλο του ∆.Σ.Α και συντονίστρια της εκδήλωσης Εκ µέρους του Προέδρου και του ∆.Σ. του ∆ικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, σας καλωσορίζουµε σ’ αυτή την ιδιαίτερης σηµασίας εκδήλωση για το «Πρόγραµµα Νοµικής Βοήθειας για Νέους, Ανάγκες και Προοπτικές» και είµαι σίγουρη ότι, µέσα από τις ενδιαφέρουσες εισηγήσεις και τη σφαιρική κάλυψη του θέµατος, θα εξαχθούν πολύ σηµαντικά συµπεράσµατα τα οποία θα λάβουµε υπόψη µας προκειµένου να προβούµε σε σειρά ενεργειών ενίσχυσης του θεσµού της Νοµικής Βοήθειας (τον οποίο ο ∆.Σ.Α. στηρίζει από το έτος 1997), ιδιαίτερα στους ανηλίκους, οι οποίοι ευρίσκονται σε µειονεκτική θέση και ως εκ τούτου απαιτείται η όσο το δυνατόν µεγαλύτερη προστασία τους. Ο Α΄ Αντιπρόεδρος του ∆.Σ.Α. κ. Σχινάς, θα απευθύνει χαιρετισµό:
7
Εκ µέρους του Προέδρου και του ∆.Σ. του ∆.Σ.Α. χαιρετίζουµε την σηµερινή συνδιοργάνωση. Είναι µια από τις καλές στιγµές του δικηγορικού σώµατος γιατί βρισκόµαστε µια περίοδο που µιλάµε όλοι για την οικονοµική κρίση, βοµβαρδιζόµαστε καθηµερινά από τα ΜΜΕ ότι σε λίγο βουλιάζουµε και ότι θα επιβληθούν σειρά σκληρών οικονοµικών µέτρων. Και δεν το λέω µίζερα γιατί όντως αντιµετωπίζουµε οικονοµική κρίση. Σε αυτή την περίοδο αποφασίστηκε η συνδιοργάνωση αυτής της ηµερίδας που αναδεικνύει τον κοινωνικό ρόλο του δικηγόρου - υπερασπιστή των δικαιωµάτων, τον λειτουργηµατικό χαρακτήρα του επαγγέλµατος και ιδιαίτερα ως υπερασπιστή δικαιωµάτων ευαίσθητων οµάδων. Γιατί όταν ξεκίνησε ο θεσµός της νοµικής βοήθειας το 1997 δεν υπήρχε καµία πρόβλεψη σε νοµοθέτηµα, ήταν µια πρωτοβουλία του ∆ικηγορικού Συλλόγου που είχε τα θετικά αποτελέσµατα. Ο θεσµός της νοµικής βοήθειας έγινε στη συνέχεια καθεστώς, ρυθµίστηκε στην εσωτερική έννοµη τάξη έστω και µε Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όµως συνεχίζουµε και τον υπερασπιζόµαστε γιατί υπερασπιζόµαστε και τους εαυτούς µας. Και εδώ η οµήγυρη τουλάχιστον, δείχνει αυτή την ευαισθησία και δεν είναι µόνο παρήγορο αλλά και αισιόδοξο ότι συνεχώς νέοι συνάδελφοι µπαίνουν σε αυτές τις διαδικασίες. Υπάρχει µια εξαιρετική οµάδα οµιλητών που θα αναλύσει τις ιδιαίτερες πλευρές. Ένα θα πω και θα κλείσω: ότι ο συνήγορος στο ακροατήριο είναι πραγµατικά υπερασπιστής και ότι οι ανήλικοι, αυτή η ευαίσθητη κοινωνική οµάδα, έχουν ανάγκη προστασίας και στο ακροατήριο και είµαστε σίγουροι ότι οι δικηγόροι, όχι µόνο της Αθήνας αλλά και της Ελλάδας θα ανταποκριθούν. Ευχαριστώ και καλή επιτυχία στις εργασίες.
Χαιρετισµός από τον κ. Θεόδωρο Σχινά, Αντιπρόεδρο Α΄ του ∆.Σ.Α.
8
Σοφία ∆ροσοπούλου: Ευχαριστούµε τον κ. Σχινά. Και τώρα θα απευθύνει έναν χαιρετισµό ο κ. Πασχάλης Αγανίδης, εκ µέρους του Γ.Γ. Νέας Γενιάς κ. Γιάννου Λιβανού και επιστηµονικός συνεργάτης αυτού. Πασχάλης Αγανίδης, Επιστηµονικός Συνεργάτης του Γενικού Γραµµατέα Νέας Γενιάς
Επιτρέψτε µου να µεταφέρω τη θερµή παράκληση του Γενικού Γραµµατέα Νέας Γενιάς κ. Γιάννου Λιβανού για το γεγονός ότι παρά την προγραµµατισµένη παρουσία του στη σηµερινή εκδήλωση-συζήτηση απουσιάζει λόγω έκτακτων ανειληµµένων υποχρεώσεών του στις Βρυξέλλες. Το πρόγραµµα «Νοµική βοήθεια για νέους ευπαθών κοινωνικών οµάδων» συνιστά µία από τις σηµαντικότερες πρωτοβουλίες υποστήριξης της Γ.Γ.Ν.Γ. σε συνεργασία µε τον ∆.Σ.Α και άλλους ∆ικηγορικούς Συλλόγους. Η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωµάτων των ανήλικων παραβατών και η νοµική εκπροσώπησή τους ενώπιον των δικαστηρίων, ειδικώς εκείνων που δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους, αποτελούν βασικές υποχρεώσεις ενός κράτους δικαίου αλλά και βασική συνιστώσα µίας ολοκληρωµένης πολιτικής νεολαίας για την άρση των κοινωνικών αποκλεισµών και την κοινωνική ενσωµάτωση των νέων. Οι νέοι ανήλικοι παραβάτες δικαιούνται την απαραίτητη νοµική προστασία και την ειδική νοµική συµβουλευτική ώστε να έχουν πλήρη πληροφόρηση για τα δικαιώµατά τους, αλλά και να αισθάνονται ότι τους προσφέρεται µε τον πιο αποτελεσµατικό τρόπο η δυνατότητα µίας δεύτερης ευκαιρίας στη ζωή τους. Οι αλλαγές στις κοινωνικές συµπεριφορές, ο τρόπος λειτουργίας και διαχείρισης των ζητηµάτων από τις αρµόδιες δηµόσιες υπηρεσίες (βλ. αντιµετώπιση-χειρισµός ανήλικων παραβατών
9
από τις αστυνοµικές υπηρεσίες), ο ρόλος και το έργο των ανεξάρτητων θεσµών (βλ. Συνήγορος του Παιδιού), οι συµπληρωµατικές πολιτικές και τα προγράµµατα κοινωνικής υποστήριξης ανηλίκων πρέπει διαρκώς να ελέγχονται και να αξιολογούνται. Ο εντοπισµός νέων αναγκών, πιθανών προβληµάτων και παραλείψεων αποτελεί τον ασφαλέστερο δρόµο για την βελτίωση των προγραµµάτων νοµικής βοήθειας στους νέους ώστε να επιτυγχάνεται κάθε φορά το µέγιστο δυνατό κοινωνικό αποτέλεσµα. Η σηµερινή εκδήλωση αποτελεί µία εξαιρετική ευκαιρία να συζητηθούν τα θέµατα αυτά, να διανοιχθούν νέες προοπτικές, να διατυπωθούν νέες ιδέες και προτάσεις ώστε το Πρόγραµµα Νοµικής Βοήθειας για Νέους να ανταποκριθεί στο µέγιστο βαθµό στις πραγµατικές κοινωνικές ανάγκες των νέων. Σας ευχαριστώ. Σοφία ∆ροσοπούλου: Ευχαριστούµε πολύ τον κ. Αγανίδη. Ευχόµαστε κι εµείς η σηµερινή συνάντηση να είναι εποικοδοµητική. Θα αρχίσουµε µε τους οµιλητές. Η κ. Ελένη Τραγουδάρα έχει τον λόγο. Ελένη Τραγουδάρα, Πρόεδρος Πρωτοδικών-Πρόεδρος ∆ικαστηρίου Ανηλίκων Αθηνών Εισήγηση: «Ο ρόλος του συνηγόρου στο ∆ικαστήριο Ανηλίκων»
Είναι πλέον γνωστό, ότι στην εποχή µας οι ανήλικοι δεν είναι απλές µικρογραφίες ενηλίκων, αλλά άνθρωποι µε ξεχωριστή αναπτυσσόµενη προσωπικότητα και µε ιδιαίτερες ανάγκες, προπάντων ως προς τον τρόπο διαπαιδαγώγησής τους, αλλά και ως
10
προς τον τρόπο µεταχείρισής τους, όταν τελούν αξιόποινες πράξεις. Τη συµπεριφορά των νέων και το γιατί υποκύπτουν σε παραβάσεις µπορούµε να τη δούµε σε ένα κλασικό κείµενο από τη Ρητορική του Αριστοτέλη. «Οι νέοι δεν έχουν κακές διαθέσεις. Είναι µάλλον καλοί, επειδή ακόµη δεν είδαν πολλά παραδείγµατα διεφθαρµένων ανθρώπων. Είναι ευκολόπιστοι, επειδή ακόµη δεν τους έχουν εξαπατήσει συχνά. Όλα τα σφάλµατά τους προέρχονται από την υπερβολή, επειδή οι νέοι δεν τηρούν τον λόγο του Χίλωνα -µηδέν άγαν-. Αλήθεια υπερβάλλουν σε όλα. Αγαπούν υπερβολικά, µισούν υπερβολικά και το ίδιο συµβαίνει και για όλες τις άλλες πράξεις τους. Πιστεύουν πως ξέρουν τα πάντα και ανακατεύονται στα πάντα και για αυτόν ακριβώς το λόγο είναι υπερβολικοί. Αν συµβεί και διαπράξουν κάποιο αδίκηµα αυτό οφείλεται στην αυθάδεια και όχι σε κακία». Επειδή λοιπόν ο χαρακτήρας και η προσωπικότητα των ανηλίκων διαφέρουν από τους ενήλικες, το δίκαιο ανηλίκων διαφοροποιείται από το κυρίως ποινικό δίκαιο, διότι ο στόχος του δικαίου των ανηλίκων αποβλέπει προπάντων στη διαπαιδαγώγησή τους και στην αποτροπή τέλεσης νέων αδικηµάτων και όχι στην τιµώρησή τους ή την ανταπόδοση του διαπραχθέντος αδίκου. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να κινείται και ο ρόλος του συνηγόρου του ανηλίκου. Συγκεκριµένα, ο συνήγορος του ανηλίκου πρέπει να έχει ως πρωταρχικό µέληµα, την αποκάλυψη στο ∆ικαστήριο της προσωπικότητας και των αναγκών του ανηλίκου. Με τη βοήθεια του συνηγόρου του θα πρέπει ο ανήλικος να καταλάβει τη σοβαρότητα της πράξεώς του και τον άδικο χαρακτήρα της. Θα µπορούσαµε να πούµε ότι ο Συνήγορος του ανηλίκου µαζί µε τους Επιµελητές των Ανηλίκων και το ∆ικαστήριο των Ανηλίκων, όλοι µαζί πρέπει να αποβλέπουν στη διαπαιδαγώγηση του ανηλίκου και να του καταστήσουν γνωστό σε περίπτωση που του επιβληθεί κάποιο αναµορφωτικό ή σωφρονιστικό µέτρο, ότι τούτο οφείλεται όχι στην εκδίκηση από µέρους της πολιτείας, αλλά στην διαπαιδαγώγησή του και στην αποτροπή τέλεσης από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων. Εξίσου σηµαντικός για την αποκάλυψη της
11
ουσιαστικής αλήθειας, αλλά και για την προστασία των συµφερόντων του θύµατος, είναι και ο ρόλος της πολιτικής αγωγής. ∆υνάµει ειδικής διάταξης του νόµου, οι ανήλικοι, ως πολιτικώς ενάγοντες παρίστανται µε τους νοµίµους αντιπροσώπους τους σύµφωνα µε τα άρθρα 128, 229-230 και 1510 επ.ΑΚ 82 παρ.2 ΚΠ∆. Στο σηµείο αυτό σηµαντικός είναι και πάλι ο ρόλος του συνηγόρου του ανηλίκου, ο οποίος θα πρέπει µε τη βοήθεια και των επιµελητών να φέρει σε επαφή τον ανήλικο κατηγορούµενο µε το θύµα για την έκφραση συγγνώµης και την εν γένει εξώδικη διευθέτηση της διαφοράς. Η συνδιαλλαγή αυτή θεωρείται ως διαδικασία που περιλαµβάνει τη διαµεσολάβηση, τη διαιτησία κλπ., και έχει ως αποτέλεσµα την αποζηµίωση, την αποκατάσταση της βλάβης και τη συµφιλίωση θύµατος και δράστη σύµφωνα µε το άρθρο 122 παρ.1 περ.στ.ΠΚ. Πέραν τούτων, ο συνήγορος του ανηλίκου πρέπει να είναι βοηθός και παραστάτης του για την εξασφάλιση ορισµένων βασικών δικονοµικών δικαιωµάτων του ανηλίκου κατηγορουµένου, όπως το τεκµήριο αθωότητας, η αρχή της ισότητας των όπλων, η αρχή της χωρίς καθυστέρησης διεξαγωγής της δίκης, η προστασία του ανηλίκου κατά παράνοµης έρευνας, σύλληψης, απόσπασης οµολογίας και προσωπικής κράτησης. Ζήτηµα δε είχε δηµιουργηθεί από το γεγονός ότι το ∆ικαστήριο Ανηλίκων δεν µπορούσε να διορίζει αυτεπαγγέλτως υπέρ του ανηλίκου συνήγορο, αφού ο διορισµός αυτός προβλέπεται µόνο για δίκες σε βαθµό κακουργήµατος κατά το άρθρο 340 παρ.1 ΚΠ∆ και ο ανήλικος θεωρείται κατά πλάσµα ότι διαπράττει µόνο πληµµελήµατα άρθρο 18 ΠΚ. Εξάλλου µε ειδική νοµοθετική παρέµβαση άρθρο 17 Ν. 2721/1999 προστέθηκε στο ΚΠ∆ ένα νέο άρθρο το 96Α δυνάµει του οποίου Συνήγορος διορίζεται όταν και ο κατηγορούµενος, κατά του οποίου είχε ασκηθεί ποινική δίωξη σε βαθµό πληµµελήµατος, δεν έχει την οικονοµική δυνατότητα να διορίσει συνήγορο. Τελικά µε το νόµο 3226/2004 ο νοµοθέτης επιχείρησε να ρυθµίσει τα συναφή θέµατα διεξοδικότερα, καταργώντας το άρθρο 96 Α ΚΠ∆ και θεσπίζοντας διατάξεις για παροχή νοµικής βοήθειας σε
12
πολίτες χαµηλού εισοδήµατος. Η ρύθµιση αυτή εφαρµόζεται πλέον αναλογικά και στους ανηλίκους. Σχετικά µε το υπό συζήτηση θέµα, ήτοι το Πρόγραµµα Νοµικής Βοήθειας για Νέους, η πεποίθηση του ∆ικαστηρίου Ανηλίκων είναι ότι το πρόγραµµα αυτό είναι σηµαντικό στο πλαίσιο τόσο της υπεράσπισης του ανηλίκου όσο και του παιδαγωγικού ρόλου του συνηγόρου του ανηλίκου. Σηµειώνεται µάλιστα ότι, εάν ο παραβάτης ανήλικος έχει ως υπερασπιστή του συνήγορο κοντά στην ηλικία του, τούτο του δηµιουργεί µεγαλύτερη ευθύνη για τις πράξεις του και ευαισθητοποιείται στο να αποφύγει παρόµοιες πράξεις στο µέλλον, καθόσον δηµιουργείται µεγαλύτερη σχέση εµπιστοσύνης µεταξύ τους. Αυτό προκύπτει και από το ότι όταν στη δεκαετία του ’70 άρχισαν να λειτουργούν στις ΗΠΑ ∆ικαστήρια Νέων, στο οποίο µόνο ο Πρόεδρος αυτού είναι ενήλικας, ενώ τα άλλα µέλη νέοι, εφηβικής και µετεφηβικής ηλικίας, τα δικαστήρια αυτά έχουν επιτύχει έκτοτε αξιοσηµείωτα αποτελέσµατα στην καταπολέµηση της παραβατικότητας και υποτροπής του ανηλίκου. Ως ∆ικαστήριο Ανηλίκων εκφράζουµε την ευχή τα µέλη του προγράµµατος αυτού να είναι νέοι δικηγόροι, οι οποίοι θα ενηµερωθούν και θα εκπαιδευθούν στο ∆ίκαιο των Ανηλίκων για την παροχή των υπηρεσιών τους στους ανηλίκους. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να τονισθεί ότι η νοµική συµπαράσταση προς τους ανηλίκους σε συνδυασµό µε την ενηµέρωσή τους για τις ποινικές κατηγορίες που τους αποδίδονται, είναι ένα δικαίωµα που προβλέπεται ρητά από σειρά κορυφαίων διεθνών συµβάσεων επικυρωµένων από τη χώρα µας, όπως η ∆ιεθνής Σύµβαση για τα ∆ικαιώµατα του Παιδιού (άρθρο 40 παρ.2 2β΄), το ∆ιεθνές Σύµφωνο για τα Ατοµικά και Πολιτικά ∆ικαιώµατα (άρθρο 14 παρ. 3 περ. α και β΄) και η Ευρωπαϊκή Σύµβαση για τα ∆ικαιώµατα του Ανθρώπου (άρθρο 6 παρ. 3 παρ. α και γ΄), όπου µάλιστα αναφέρεται ότι ο κατηγορούµενος πρέπει να µπορεί να αναθέτει την υπεράσπισή του σε συνήγορο της εκλογής του. Σας ευχαριστώ για την πρόσκλησή σας και θα ήθελα όλοι µαζί να είµαστε βοηθοί και αρωγοί, καθένας από την πλευρά του
13
για τους ανήλικους, οι οποίοι σήµερα πλήττονται από πολλούς παράγοντες που τους οδηγούν πολλές φορές άθελά τους στην παραβατικότητα. Σοφία ∆ροσοπούλου: Ευχαριστούµε την κ. Τραγουδάρα για τα σηµαντικά που µας είπε, όπως το ότι οι νέοι υπερβάλλουν και το ότι πρέπει να αντιµετωπίζονται ως παιδιά που υπερβάλλουν. Επίσης, αυτό που χρειάζεται δεν είναι η τιµωρία αλλά η διαπαιδαγώγηση. Πολύ σηµαντικό είναι αυτό που ανέφερε για το πώς συγκροτείται το ∆ικαστήριο Ανηλίκων στις ΗΠΑ - από νέους, εφηβικής και µετεφηβικής ηλικίας και µόνο ο Πρόεδρος είναι ενήλικας. Τα ∆ικαστήρια δε αυτά των Νέων επέτυχαν σηµαντικά αποτελέσµατα. Πριν προχωρήσουµε στον επόµενο οµιλητή, θέλω να αναφέρω ότι στην αίθουσα του ∆.Σ.Α παρευρίσκεται και η Σύµβουλος του ∆.Σ.Α κ. Μαρία Κουβέλη και ο Σύµβουλος κ. Παναγιώτης Γαλετσέλης. Η κ. Ευαγγελία Κογιαννάκη έχει τον λόγο. Ευαγγελία Κογιαννάκη, Νοµικός, Προϊσταµένη Τµήµατος ∆ικασίµων Υπηρεσίας Επιµελητών Ανηλίκων ∆ικαστηρίου Ανηλίκων Αθηνών
Εισήγηση: «Πρότυπα διαχείρισης του ανήλικου παραβάτη και ο ρόλος των Υπηρεσιών Επιµελητών Ανηλίκων (ΥΕΑ)»
Ξεκινώντας θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Πρόεδρο του ∆.Σ.Α. και τον Γεν. Γραµµατέα Νέας Γενιάς που είχαν την πρωτοβουλία αυτής της διοργάνωσης, και όλους εσάς που σήµερα βρίσκεστε εδώ προκειµένου ν’ ανταλλάξουµε την εµπειρία, και τον προβληµατισµό µας στην κοινή προσπάθεια για την αποτελεσµα14
τική αντιµετώπιση της ανήλικης παραβατικότητας, προς όφελος τόσο των ίδιων των νεαρών παραβατών, όσο και της κοινωνίας γενικότερα. ∆εδοµένου ότι πολλά είναι τα θέµατα που συναρτώνται µε την ποινική αντιµετώπιση του φαινοµένου της «νεανικής παραβατικότητας», ώστε να είναι αδύνατον να εξαντληθούν στον περιορισµένο χρόνο που έχουµε στη διάθεση µας, θα επιχειρήσουµε: 1. Μια σύντοµη αναδροµή στα πρότυπα-µοντέλα διαχείρισης του ανήλικου παραβάτη, µέσα από τα οποία διαγράφηκε και η ιστορική εξέλιξη του ∆ικαίου Ανηλίκων και 2. Συνοπτική παρουσίαση του ρόλου της ΥΕΑ και της θέσης της στο πλαίσιο του προτύπου που επικρατεί σήµερα. Έως τα τέλη του 19ου αι. στις περισσότερες προηγµένες χώρες αλλά και στην Ελλάδα η αντιµετώπιση των ανηλίκων παραβατών στηρίχθηκε στην καθολική αντίληψη εκείνης της εποχής, ότι κύρια αποστολή της ποινής και για τους ανήλικους παραβάτες είναι, αφ’ ενός η ανταποδοτική τιµώρηση του δράστη, και αφ’ ετέρου ο ψυχολογικός καταναγκασµός των υπολοίπων µελών της κοινωνίας (κλασική σχολή του Π∆). Το µοντέλο αυτό χαρακτηρίστηκε τιµωρητικό. Σύντοµα όµως έγινε φανερό ότι η θεώρηση αυτή οδηγεί σε αδιέξοδα και στην αύξηση της υποτροπής, ιδιαίτερα όταν η στάση αυτή απέναντι στον παραβάτη δεν συνοδεύεται από µία παράλληλη προσπάθεια της Πολιτείας για βελτίωσή του. Με την ανάπτυξη κατά τον 20ο αι. των επιστηµών συµπεριφοράς και ειδικότερα της εξελικτικής ψυχολογίας, εδραιώθηκε η πεποίθηση ότι οι ανήλικοι δεν είναι απλώς µικρογραφίες ενηλίκων, αλλά άνθρωποι µε ξεχωριστή αναπτυσσόµενη προσωπικότητα και ψυχοδιανοητικές ιδιαιτερότητες, και τούτο είχε αντίκτυπο κυρίως ως προς τον τρόπο διαπαιδαγώγησής τους, αλλά και ως προς τον τρόπο µεταχείρισής τους, όταν τελούν αξιόποινες πράξεις. Κατ’ αυτόν τον τρόπο άρχισε να διαµορφώνεται µιά νέα τάση στην άσκηση της αντεγκληµατικής πολιτικής, η οποία έθεσε ως
15
επίκεντρό της την προσωπικότητα του ανήλικου και τις δυνατότητες βελτίωσής της. Με αφετηρία αυτή την αντίληψη διαµορφώθηκε ένα νέο µοντέλο-πρότυπο διαχείρισης της νεανικής παραβατικότητας, το προνοιακό ή θεραπευτικό. Σύµφωνα µ’ αυτό η διάγνωση των αναγκών των ανηλίκων παραβατών και η θεραπευτική αντιµετώπισή τους επιδιώκονταν µε κοινωνικο-προνοιακές µεθόδους µε απώτερο στόχο την οµαλή επανένταξή τους στο κοινωνικό σύνολο. Ο κατά προτίµηση ειδικευµένος δικαστής, επικουρούµενος από εξειδικευµένους επαγγελµατίες, είχε ευρεία διακριτική ευχέρεια και ενεργούσε ωσάν γονέας για το καλό του ανηλίκου. ∆εν δεσµευόταν από ουσιαστικούς και δικονοµικούς κανόνες δικαίου και µε ευκολία αποφάσιζε την ιδρυµατική περίθαλψη του ανήλικου παραβάτη, όπου µε διάφορες µεθόδους επιχειρούνταν η ψυχοκοινωνική του προσαρµογή. Ωστόσο, παρά τις ευγενείς προθέσεις των εµπνευστών το προτύπου αυτού και κυρίως λόγω της κακής λειτουργίας των ιδρυµάτων αυτών και της έλλειψης προϋποθέσεων επανακοινωνικοποίησης µετά την απόλυση, η πολιτική αυτή αποδείχθηκε αναποτελεσµατική και οδήγησε στον αυθαίρετο περιορισµό των ανθρωπίνων δικαιωµάτων και ελευθεριών. Εξάλλου, φανερή ήταν και η εσωτερική αντίφαση του προτύπου, ότι δηλαδή αφού η ίδια η Πολιτεία φέρει µεγάλο µερίδιο ευθύνης στην εξάπλωση της παραβατικής συµπεριφοράς των νέων (αδυναµίες του εκπαιδευτικού συστήµατος, έλλειψη ίσων ευκαιριών, ανεργία κ.ά) πώς νοµιµοποιείται να παρεµβαίνει µε τόσο δραστικό τρόπο στη ζωή και την προσωπικότητα των παραβατών; Σε αντιδιαστολή λοιπόν του προτύπου αυτού αναπτύχθηκε το δικαιϊκό πρότυπο, που επικεντρώθηκε στην ίδια την παράβαση, και όχι στην προσωπικότητα του παραβάτη. Οι πράξεις του κατά την εφηβεία δεν αντιµετωπίζονταν µε κάθε κόστος ως αντικείµενο θεραπείας, καθόσον έγινε δεκτό ότι έχουν συµπτωµατικό και προσωρινό χαρακτήρα. Ως κύριος στόχος τέθηκε η επανένταξη του παραβάτη σε µια κοινωνία που σέβεται τα δικαιώµατά του ως πολίτη. Η άκαµπτη όµως εφαρµογή του δικαιϊκού προτύ16
που από τα νοµικά συστήµατα χωρών που το υιοθέτησαν, όπως η Αµερική και η Γερµανία, οδήγησε σε ακραίες απλουστεύσεις για περισσότερο «νόµο και τάξη» αγνοώντας το γεγονός, ότι λόγω των ψυχολογικών ιδιορρυθµιών των ανηλίκων και ιδίως λόγω του παροδικού και εύπλαστου χαρακτήρα της παραβατικότητάς τους, επιβάλλεται ιδιαίτερη σύνεση στη χάραξη και εφαρµογή της σχετικής αντεγκληµατικής πολιτικής. Οι σύγχρονες αντιλήψεις που προέκυψαν µετά από αξιολόγηση των παραπάνω προτύπων, αναγνώρισαν ότι η λύση βρίσκεται στη ρεαλιστική εξισορρόπηση τους, στο συγκερασµό δηλαδή µεταξύ πρόνοιας και δικαιοσύνης, προνοιακού και δικαιϊκού προτύπου. Σύµφωνα µε την αρχή αυτή το κύριο βάρος στην αντιµετώπιση των νεαρών παραβατών εξακολουθεί να εστιάζεται στην αποτελεσµατική διαπαιδαγώγησή τους, δεδοµένου ότι, ως προσωπικότητες υπό διαµόρφωση, η περαιτέρω εξέλιξή τους και η κατεύθυνση προς την παραβατικότητα ή την κοινωνικοποίηση, εξαρτάται από το είδος των επιδράσεων που θα τους ασκηθούν. Επιπρόσθετα όµως αναγνωρίζεται, ότι η διαπαιδαγώγηση αυτή θα πρέπει να επιχειρείται και µε τη δική τους προσωπική προσπάθεια και ενεργητική συµµετοχή, αλλά και µε σεβασµό από την Πολιτεία της προσωπικότητας, της ελευθερίας και της αξίας τους ως ανθρώπων παράλληλα δηλαδή µε τη διαφύλαξη των θεµελιωδών συνταγµατικά κατοχυρωµένων δικαιωµάτων τους (τεκµήριο αθωότητας, αρχή της χωρίς καθυστέρηση διεξαγωγής της δίκης, παρουσία συνηγόρου σε όλες τις φάσεις της διαδικασίας, πλήρης και ουσιαστική αιτιολόγηση των αποφάσεων που τον αφορούν κ.ά.). Κατά τη δεκαετία του 1980 η τάση αυτή θεωρήθηκε ως απαραίτητη προϋπόθεση για την ορθή απονοµή δικαιοσύνης στους νέους. ∆ιατυπώθηκε άλλωστε στα σηµαντικότερα διακρατικά κείµενα, µεταξύ των οποίων στους «Ελάχιστους ή Στοιχειώδεις Κανόνες για την Απονοµή της ∆ικαιοσύνης σε Ανηλίκους», στη «∆ιεθνή Σύµβαση για τα ∆ικαιώµατα του Παιδιού» που κυρώθηκε
17
από την Ελλάδα µε το Ν. 2101/1992 και αποτελεί νόµο του κράτους µε αυξηµένη τυπική ισχύ και στις συστάσεις της Επιτροπής Υπουργών του Συµβουλίου της Ευρώπης 20/87 και 20/2003 σχετικά µε τις κοινωνικές αντιδράσεις στη νεανική παραβατικότητα, τους νέους τρόπους µεταχείρισής της και το ρόλο της ∆ικαιοσύνης. Σηµαντική θέση, µεταξύ άλλων, κατέχει και η αναγνώριση από την επικρατούσα τάση του αναφαίρετου και ενισχυµένου δικαιώµατος του ανηλίκου στη νοµική υπεράσπιση από τα πρώτα κιόλας στάδια της ποινικής διαδικασίας. Όλα αυτά τα διεθνή κείµενα δεν φαίνεται να είχαν επιδράσει ουσιωδώς στην ελληνική έννοµη τάξη ως προς την αντιµετώπιση των ανηλίκων παραβατών, έως την ψήφιση του Ν. 3189/2003. Αντίθετα, σαφές προβάδισµα φαίνεται να είχε η προσήλωση στο προνοιακό πρότυπο που είχε καθιερωθεί και στην Ελλάδα από τη 2η δεκαετία του 20ου αι. Με τον παραπάνω νόµο ο Έλληνας νοµοθέτης, όχι µόνον εναρµόνισε το δίκαιο της χώρας µας µε τις σύγχρονες διεθνείς τάσεις για την εισαγωγή του δικαϊικού προτύπου, αλλά έθεσε στη διάθεση των εφαρµοστών του σειρά πρωτοποριακών ρυθµίσεων. Μ’ αυτές εµπλουτίζεται σηµαντικά η «γκάµα» των αναµορφωτικών και θεραπευτικών µέτρων, τα οποία µπορούν να εξατοµικεύσουν την εκάστοτε προσήκουσα ποινική µεταχείριση ενός ανηλίκου, και µάλιστα µε συγκεκριµένη διάρκεια, καθιερώνεται η δυνατότητα παράκαµψης της ποινικής διαδικασίας, διευρύνονται οι δυνατότητες άσκησης έφεσης από τον ανήλικο και γενικότερα ενισχύονται τα δικονοµικά του δικαιώµατα. Σε κάθε περίπτωση όµως διατηρείται η βασική αρχή της διαπαιδαγώγησης σύµφωνα µε την οποία, ο άξονας µεταχείρισης των παραβατικών ανηλίκων, είναι παιδευτικός και όχι τιµωρητικός και κατασταλτικός. Έτσι, η στέρηση της ελευθερίας του ανηλίκου θα πρέπει ν’ αποτελεί το έσχατο καταφύγιο της έννοµης τάξης, την τελευταία εναλλακτική λύση του εφαρµοστή του δικαίου καθόσον µάλιστα ουδόλως µπορεί να εγγυηθεί την βελτίωσή του. Αντίθετα, σύµφωνα µε τα πορίσµατα σχετικών επιστηµονικών
18
ερευνών τη µεγαλύτερη αποτελεσµατικότητα κυρίως ως προς τη µείωση της υποτροπής των παραβατικών ανηλίκων, φαίνεται να έχουν εξωιδρυµατικά µέτρα και προγράµµατα, που στοχεύουν να παράσχουν υποστήριξη στον ανήλικο και την οικογένειά του. Ο ρόλος, η λειτουργία και οι µέθοδοι των ΥΕΑ βρίσκονται από της δηµιουργίας τους στην καρδιά της διαπαιδαγωγικής αποστολής του συστήµατος ποινικής δικαιοσύνης για ανηλίκους. Ήδη από τη δεκαετία του 1930, κυρίως όµως µε τον Ν. 2793/54 µε τον οποίο προσδίδεται στην Υπηρεσία επιστηµονική αλλά και επαγγελµατική υπόσταση, η ΥΕΑ αποτελεί τον αποκλειστικό εξειδικευµένο και µόνιµο φορέα παροχής ψυχοκοινωνικών υπηρεσιών και συνδροµής στους ανηλίκους που διέρχονται από το σύστηµα ποινικής δικαιοσύνης. Ιδιαίτερα µε το Ν. 378/76 συστήνεται για πρώτη φορά κλάδος επιµελητών ανηλίκων και µάλιστα πολυσυλλεκτικός, δεδοµένου ότι στα απαιτούµενα για το διορισµό προσόντα προβλέπονται µιά σειρά από πτυχία κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστηµών αντανακλώντας µε τον τρόπο αυτό τη βούληση του νοµοθέτη για ολιστική µεταχείριση του ανήλικου παραβάτη. Η ΥΕΑ έχει διαµορφωθεί ως ειδική περιφερειακή υπηρεσία του Υπουργείου ∆ικαιοσύνης και υπάγεται στη «∆ιεύθυνση Πρόληψης Εγκληµατικότητας και Κοινωνικής Ένταξης Νέων» τα σχετικά δε µε την οργάνωση και λειτουργία της ρυθµίζονται στο Π.∆. 49/79, το οποίο ισχύει έως και σήµερα. Τα καθήκοντα των Επιµελητών όπως περιγράφονται στα παραπάνω νοµοθετήµατα διαρθρώνονται σε δύο άξονες: την κοινωνική έρευνα (έρευνα προσωπικότητας και έρευνα συνθηκών διαβίωσης/διαγνωστική φάση) και την κοινωνική διαπαιδαγώγηση (οιονεί θεραπευτική φάση). Κατά την διαγνωστική φάση οι Επιµελητές Ανηλίκων διενεργούν κοινωνική έρευνα, τόσο για τους ανηλίκους εναντίον των οποίων εκκρεµεί ποινική δίωξη (πεδίο καταστολής), όσο και για τους ανηλίκους που αντιµετωπίζουν δυσχέρειες κοινωνικής προσαρµογής (πεδίο πρόληψης). Με βάση τα στοιχεία που θα συλλεγούν κατά τη διενέργεια της, συντάσσουν εµπεριστατωµένη και τεκµηριωµένη έκθεση, στην οποία
19
οφείλουν να εκφράσουν την γνώµη τους σχετικά µε την κατάλληλη και µεστή νοήµατος µεταχείριση που θα πρέπει να επιβληθεί από το δικαστήριο. Οι εκθέσεις αυτές είναι απόρρητες και δεν µπορούν να επισυναφθούν στη δικογραφία, ούτε ν’ αναγνωσθούν στο ακροατήριο. Κατά τη δεύτερη φάση της δραστηριότητάς τους (οιονεί θεραπευτική), καθήκον τους αποτελεί η άσκηση του αναµορφωτικού µέτρου της επιµέλειας, εφόσον βέβαια έχει επιλεγεί ως το κατάλληλο από το ∆ικαστήριο· δηλαδή η καθοδήγηση, εποπτεία και η συµβουλευτική υποστήριξη του ανηλίκου και της οικογένειάς του, µε τελικό στόχο την οµαλή επανένταξή του στο κοινωνικό σύνολο. Παράλληλα στα καθήκοντά τους περιλαµβάνεται, πλην των άλλων, και η προστατευτική επίβλεψη-παρακολούθηση των λοιπών αναµορφωτικών µέτρων. ∆εδοµένου ότι, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, µε το Ν.3189/2003 τα αναµορφωτικά και θεραπευτικά µέτρα εµπλουτίζονται, ο ρόλος και το έργο των ΕΑ διευρύνεται. Λαµβανοµένων δε υπόψη και των ραγδαίων κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων των τελευταίων δεκαετιών, που µεταξύ των άλλων είχαν ως συνέπεια µεγάλο µέρος των ανηλίκων που προσάγονται στο ∆ικαστήριο να είναι αλλοδαποί, άτοµα µε διαφορετική γλώσσα, κουλτούρα και ανάγκες, είναι προφανές ότι ο ρόλος των επιµελητών προκύπτει απαιτητικότερος και πολυπλοκότερος. Προκειµένου λοιπόν οι Επιµελητές Ανηλίκων να µπορούν ν’ ανταποκριθούν στο νέο αυτό θεσµικό και κοινωνικό περιβάλλον, δεν αρκεί η τεχνογνωσία, η ευαισθησία, η υπευθυνότητα και η αφοσίωση στο έργο τους, χαρακτηριστικά άλλωστε που έχουν δοκιµασθεί και αναγνωρισθεί στην πράξη, αναγκαία είναι και η εκ µέρους της Πολιτείας δηµιουργία των απαραίτητων εκείνων υποδοµών και θεσµικών παρεµβάσεων, που θα επιτρέψουν τόσο την αξιοποίηση των καινοτόµων ρυθµίσεων του Ν. 3189/2003, όσο και την ανταπόκριση στα σύγχρονα κοινωνικά δεδοµένα. Ενδεικτικά αναφέρεται η ανάγκη για την εξασφάλιση των προϋποθέσεων εκείνων που θα επιτρέψουν την υλοποίηση των εναλλακτικών αναµορφωτικών µέτρων της αναδοχής, κοινωφελούς ερ20
γασίας, της εφαρµογής ψυχολογικών και κοινωνικών προγραµµάτων και η πρόβλεψη διαδικασιών επιµόρφωσης, όσων εµπλέκονται µε την ποινική δίκη του ανηλίκου. Με την εξασφάλιση των παραπάνω προϋποθέσεων είναι δυνατή η εφαρµογή των αρχών της ελάχιστης παρέµβασης και της επικουρικότητας των ιδρυµατικών κυρώσεων έναντι των εξωιδρυµατικών, όπως άλλωστε ορίζεται και στο άρθ. 40 της ∆ΣΠ, αλλά και σε όλα τα διεθνή διακρατικά κείµενα. Αξίζει να σηµειωθεί ότι για τα παραπάνω ζητήµατα η ΥΕΑ Αθήνας επανειληµµένως έχει αναφερθεί στην εκάστοτε πολιτική ηγεσία του Υπουργείου ∆ικαιοσύνης, χωρίς όµως έως και σήµερα να έχει λάβει συγκεκριµένες απαντήσεις. Στην κοινή αυτή προσπάθεια για την κατοχύρωση τόσο στο πεδίο των θεσµών, όσο και στο πεδίο των εφαρµογών του συγκερασµού του προνοιακού και δικαιϊκού προτύπου, η ΥΕΑ καλείται να παίξει έναν εξισορροπητικό ρόλο. Η κινητοποίηση του ανηλίκου και της οικογένειας προκειµένου να επιδιώκεται από τους ίδιους, οικεία βουλήσει, και κατά τρόπο ενεργητικό, µέσα από τη συνειδητοποίηση των ψυχοκοινωνικών τους αναγκών, η αυτοβελτίωσή τους προάγει τον σεβασµό της προσωπικότητας τού ανηλίκου, της ιδιωτικής ζωής και της οικογένειας. Από την άλλη, η αξιοποίηση όλων των φορέων της κοινότητας και η διασύνδεση του ανηλίκου και της οικογένειας, από τα πρώτα κιόλας στάδια, µε αυτούς εµπεριέχει την τάση για ελάχιστη παρέµβαση της ποινικής δικαιοσύνης και τον περιορισµό του στιγµατισµού τους. Τέλος η αγαστή συνεργασία των Υπηρεσιών µε όλους τους παράγοντες της ποινικής διαδικασίας για την διασφάλιση του σεβασµού των κατοχυρωµένων δικονοµικών δικαιωµάτων, της ανθρώπινης µεταχείρισης και της δίκαιης δίκης εµπεδώνει στους ανηλίκους και αυριανούς πολίτες το αίσθηµα δικαίου και την πεποίθηση για την πραγµάτωση της δηµοκρατίας που αποτελούν τις βάσεις για την κοινωνική τους επανένταξη. Έχουµε τη βεβαιότητα ότι η αρµονική και εντατική συνεργασία όλων µας είναι εφικτή, ώστε µε την επιβαλλόµενη ευαισθησία και συναίσθηση ευθύνης που προσήκει στα όργανα ενός κοινω21
νικού κράτους δικαίου απέναντι στη νέα γενιά, να µπορέσουµε να δράσουµε αποτελεσµατικά και ορθολογικά στην πρόληψη και τον περιορισµό της παραβατικότητας των νέων. Πρωτοβουλίες σαν τη σηµερινή κινούνται ασφαλώς σε αυτήν την κατεύθυνση. Σοφία ∆ροσοπούλου: Ευχαριστούµε πολύ την κ. Κογιαννάκη. Πραγµατικά µας ενηµέρωσε εκτενώς για το ρόλο των υπηρεσιών των Επιµελητών Ανηλίκων. Μας έδωσε να αντιληφθούµε ότι υπάρχει το νοµοθετικό πλαίσιο το οποίο είναι αρκετά καινοτόµο, αλλά χρειάζονται θεσµικές παρεµβάσεις και υποστήριξη των παιδιών, διαπαιδαγώγηση αυτών και λήψη εξωιδρυµατικών µέτρων. Στη συνέχεια το λόγο έχει ο κ. Γεώργιος Τζανακάκης. Γεώργιος Τζανακάκης, Αστυνοµικός ∆ιευθυντής-Προϊστάµενος Υποδιεύθυνσης Προστασίας Ανηλίκων
Εισήγηση: «Προστασία ανηλίκων θυµάτων και αντιµετώπιση -χειρισµός των ανηλίκων παραβατών από τις αστυνοµικές υπηρεσίες»
Με την προστασία ανήλικων θυµάτων αλλά και µε τον χειρισµό ανήλικων παραβατών από αστυνοµικής πλευράς ασχολούνται όλες οι υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνοµίας, ενώ στην Αττική και Θεσσαλονίκη λειτουργούν επιπλέον συγκεκριµένες και πιο εξειδικευµένες υπηρεσίες (Υποδ/νση Προστασίας Ανηλίκων Αττικής και Θεσσαλονίκης), που ασχολούνται µε τα θέµατα αυτά, χωρίς να σηµαίνει βέβαια ότι στις περιοχές αυτές οι λοιπές υπηρεσίες δεν επιλαµβάνονται επί τέτοιων θεµάτων και ανάλογα µε την καθ’ ύλη αρµοδιότητα τους. Η Υποδ/νση Προστασίας Ανηλίκων ιδρύθηκε το 1993 ως
22
υπηρεσία της ∆/νσης Ασφάλειας Αττικής. Προϋπήρχε βέβαια από το έτος 1986 το Τµήµα Προστασίας Ανηλίκων µε παρεµφερείς αρµοδιότητες το οποίο και εν συνεχεία αναβαθµίστηκε στην σχετική Υποδ/νση. Την αποτελούν δύο Τµήµατα και συγκεκριµένα: Το 1ο Τµήµα Προστασίας Ανηλίκων µε αντικείµενο την προστασία ανήλικων θυµάτων και συγκεκριµένα µε τα αδικήµατα που διαπράττονται σε βάρος των ανηλίκων (κακοποίηση –σεξουαλική, σωµατική, ψυχολογική–, πορνογραφία ανηλίκων –πλην αυτής µέσω διαδικτύου– σεξουαλική και οικονοµική εκµετάλλευση), αλλά και µε την προστατευτική φύλαξη ανηλίκων, την αποµάκρυνση τους από το οικογενειακό τους περιβάλλον όταν τούτο επιβάλλεται και κατόπιν εντολής της αρµόδιας εισαγγελικής αρχής καθώς και µε τις εξαφανίσεις ανηλίκων συνεπικουρώντας την αρµόδια υπηρεσία της ∆/νσης Ασφάλειας Αττικής. Το 2ο Τµήµα Ειδικής Μεταχείρισης Ανηλίκων µε αντικείµενο την παραβατικότητα των ανηλίκων και συγκεκριµένα σχηµατίζει τις δικογραφίες, λαµβάνει κατά κανόνα τις απολογίες των ανήλικων παραβατών ακόµα και αν δεν έχει επιληφθεί εξ αρχής της προανακρίσεως, κρατάει σε ειδικά κρατητήρια τους ανήλικους παραβάτες µέχρι την µεταγωγή τους στον αρµόδιο εισαγγελέα ή δικαστήριο εφόσον κρατείται ήδη σε καταστήµατα κράτησης ενώ κατά ένα µεγάλο ποσοστό µετάγει αυτούς στις αρµόδιες αρχές. Η παραβατικότητα των ανηλίκων από τα στατιστικά τουλάχιστον στοιχεία που τηρούνται στην υπηρεσία µας για τον νοµό Αττικής φαίνεται να περιορίζεται στις κλοπές (πορτοφολιών, ειδών ένδυσης και υπόδησης από καταστήµατα, τροχοφόρων κλπ.), διακίνηση ναρκωτικών ιδιαίτερα στο κέντρο της Αθήνας, ενώ οι λοιπές παραβάσεις του Π.Κ. κατέχουν σχετικά µικρό ποσοστό στην παραβατικότητα. Αξίζει να σηµειωθεί ότι από τις 2.500 περίπου συλλήψεις ή παραβάσεις ανηλίκων ετησίως ίσως είναι ένας αριθµός που τροµάζει, όµως το µεγαλύτερο ποσοστό (άνω του 50% είναι παραβάσεις του Κ.Ο.Κ., χωρίς αυτό βέβαια να σηµαίνει ότι οι συγκεκρι23
µένες παραβάσεις είναι ήσσονος σηµασίας αφού αφορά την ζωή των ανήλικων) και από το υπόλοιπο λίγες είναι παραβάσεις που έχουν να κάνουν µε σοβαρές µορφές παραβατικότητας (ληστείες, βιασµούς, όπλα, εµπρησµούς κλπ.). Το φαινόµενο των, από τα Μ.Μ.Ε. αποκαλούµενων, “συµµοριών ανηλίκων”, κατά την άποψη µας είναι ένα υπαρκτό θέµα όχι όµως στις διαστάσεις που του αποδίδονται. Πράγµατι υπάρχουν ειδικά σε ορισµένες περιοχές της Αττικής, “οµαδούλες” ή “παρεούλες” θα µπορούσαµε να τις αποκαλέσουµε, που όµως η δράση τους δεν έχει µόνιµο χαρακτήρα και περιορίζεται κατά κανόνα εντός της σχολικής κοινότητας ή της περιοχής διαµονής τους που συνήθως είναι κοινή, ενώ ο σκοπός τους είναι η αλληλοϋποστήριξη των “µελών” σε δεδοµένες καταστάσεις ή υποστήριξη τοπικιστικών “αντιλήψεων” τις οποίες “επιβουλεύονται” άλλες οµάδες τέτοιου είδους αλλά και η επίδειξη ισχύος έναντι των υπολοίπων. ∆εν έχουµε λοιπόν µια παραβατικότητα που να παρουσιάζει κάποια συστηµατικότητα, συλλογικότητα και συνέχεια µε διαµορφωµένους και οροθετηµένους ρόλους των µελών στα πρότυπα οργανωµένων συµµοριών. Σαφώς και δεν πρέπει να υποτιµούµε τέτοια φαινόµενα και η προσπάθεια τόσο της αστυνοµίας όσο και των λοιπών φορέων θα πρέπει να κατατείνει στον περιορισµό ή την εξάλειψη τέτοιων συµπεριφορών αφού τέτοιες δράσεις ενίοτε έχουν πολύ άσχηµα αποτελέσµατα. Το µεγαλύτερο όµως πρόβληµα δηµιουργείται όταν η δράση αυτών των “οµάδων” ξεφεύγει από τα παραπάνω και “αναβαθµίζεται” µε την διάπραξη σοβαρών αδικηµάτων ή ακραίων συµπεριφορών, όπως ληστείες σε συνοµήλικους τους µε την χρήση αυτοσχέδιων ή µη όπλων (µαχαίρια, σιδερογροθιές, αλυσίδες, ρόπαλα κλπ.), ξυλοδαρµούς για λόγους αντεκδίκησης, βιασµούς συνοµήλικων τους κλπ. Παρά το γεγονός ότι τέτοιες ακραίες συµπεριφορές είναι σχετικά λίγες ετησίως, τουλάχιστον όπως φαίνεται από τα στατιστικά στοιχεία, µε δεδοµένο ότι στις ηλικίες αυτές η µίµηση είναι ένα γε24
γονός αδιαµφισβήτητο, θα πρέπει να ληφθούν µέτρα από όλους τους φορείς να αποτρέπονται τέτοιες συµπεριφορές. Τα µέτρα αυτά θέλουµε να πιστεύουµε ότι δεν µπορεί να είναι µόνο αστυνοµικά ή µόνο κατασταλτικά αλλά πάνω απ’ όλα προληπτικά και κοινωνικά. Τόσο η υπηρεσία µας όσο και οι λοιπές υπηρεσίες της Αστυνοµίας που επιλαµβάνονται υποθέσεων µε παραβάτες ανήλικους έχουν ως πρώτιστο καθήκον και υποχρέωση να διασφαλίζουν µε κάθε τρόπο τα δικαιώµατα αυτών. Καθ’ ον µέρος αφορά την Υποδ/νση Προστασίας Ανηλίκων τούτο τηρείται κατ’ απόλυτο τρόπο. Προς τούτο αφενός µεν δίδονται συνεχώς σχετικές οδηγίες στο προσωπικό, η υλοποίηση των οποίων παρακολουθείται ανελλιπώς και αφετέρου µε µέριµνα του Αρχηγείου έχουν εκδοθεί έντυπα που αναφέρουν άπαντα τα δικαιώµατά τους σε διάφορες γλώσσες τα οποία τους παραδίδονται µε σχετικό αποδεικτικό το οποίο επισυνάπτεται στη δικογραφία, ενώ παράλληλα ενηµερώνεται και η πρεσβεία τους σε περίπτωση αλλοδαπών παραβατών. Μια από τις πιο βασικές προτεραιότητες των υπηρεσιών που διαχειρίζονται ανήλικους παραβάτες είναι η κατά το δυνατόν πιο σύντοµη και ανώδυνη διεκπεραίωση των υποθέσεων ούτως ώστε ο χρόνος παραµονής τους στις εκάστοτε αστυνοµικές υπηρεσίες να είναι ο απολύτως αναγκαίος και υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες αλλά και η άµεση, κατά το δυνατόν βέβαια, ενηµέρωση των γονέων ή κηδεµόνων τους προκειµένου να γνωρίζουν τους λόγους κράτησης τους για την άσκηση δικαιωµάτων υπέρ των ανήλικων στο στάδιο της προανακριτικής τους απολογίας η οποία βέβαια λαµβάνεται σε γλώσσα που ο ανήλικος κατανοεί µε την χρησιµοποίηση, όπου αυτό απαιτείται, διερµηνέων και επί παρουσία νοµικού παραστάτη εφόσον βέβαια υποβληθεί τέτοιο αίτηµα. Σε αντίθετη περίπτωση ο ανήλικος δεν εξετάζεται προανακριτικά και γίνεται σχετική µνεία προς τούτο στην υποβλητική µας αναφορά. Παρά το γεγονός ότι η διασφάλιση των δικαιωµάτων των ανήλικων παραβατών είναι δεδοµένη, ως υπηρεσία θεωρούµε το
25
Πρόγραµµα Νοµικής Βοήθειας για Νέους ιδιαίτερα σοβαρό και την επέκταση του αναγκαία, όχι µόνο για τους ανήλικους παραβάτες αλλά και για τα ανήλικα θύµατα. Ίσως βέβαια από πρακτικής απόψεως να είναι δύσκολο να εφαρµοστεί στην προανακριτική διαδικασία λόγω και του περιορισµένου χρόνου περαίωσης της προανάκρισης αλλά εκτιµούµε ότι θα πρέπει να δοκιµάσουµε, ιδιαίτερα σε σοβαρές περιπτώσεις, τ’ αντανακλαστικά όλων των εµπλεκόµενων και να παρέµβουµε διορθωτικά όπου και όταν χρειάζεται. Σοφία ∆ροσοπούλου: Ευχαριστούµε πολύ τον κ. Τζανακάκη. Πραγµατικά µας έθεσε πολλούς προβληµατισµούς γύρω από το θέµα της προστασίας των ανηλίκων θυµάτων και ανηλίκων παραβατών. Αυτό είναι ένα θέµα που πρέπει να το δούµε καλά και πρέπει να το εξετάσει και ο Συνήγορος του Παιδιού και όχι µόνο. Στη συνέχεια το λόγο έχει η κ. Ευτυχία Κατσιγαράκη. Ευτυχία Κατσιγαράκη, Εγκληµατολόγος Msc, PhD, Προϊσταµένη Τµήµατος Πρόληψης Εγκληµατικότητας και Κοινωνικής Ένταξης Νέων Υπουργείου ∆ικαιοσύνης
Πρώτα από όλα επιτρέψτε µου να κάνω µια σύντοµη αναφορά, στο σκοπό και στις αρµοδιότητες του Τµήµατος Πρόληψης Εγκληµατικότητας και Κοινωνικής Ένταξης Νέων καθώς και των εποπτευοµένων από αυτό Φορέων Πρόληψης της Νεανικής Παραβατικότητας.
26
Εισήγηση: «Προγράµµατα νοµικής και κοινωνικής υποστήριξης ανηλίκων στο πλαίσιο της ποινικής δικαιοσύνης»
Σκοπός των ανωτέρω είναι η δηµιουργική ένταξη τόσο των ανηλίκων που διαβιούν σε δυσλειτουργικό οικογενειακό περιβάλλον και κινδυνεύουν να αναπτύξουν αντικοινωνικού ή παραβατικού τύπου συµπεριφορά, όσο και η πρόληψη της υποτροπής ανηλίκων που έχουν εκδηλώσει παραβατικού τύπου συµπεριφορές. Αρµοδιότητες - Η συγκέντρωση και επεξεργασία στοιχείων για τις µορφές της παραβατικής συµπεριφοράς των νέων και η εκπόνηση σχεδίων δράσης επαγγελµατικής κατάρτισης, εκπαίδευσης και ψυχολογικής υποστήριξης για ανήλικους που βρίσκονται σε ηθικό κίνδυνο, τα οποία δύναται να χρηµατοδοτηθούν από αντίστοιχα προγράµµατα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Εθνικών και ∆ιεθνών οργανισµών και φορέων. - Η εφαρµογή των αναγκαίων διοικητικών δράσεων για τη θέση, παρακολούθηση και άρση της επιµέλειας των ανηλίκων που βρίσκονται σε ηθικό κίνδυνο κατ' εφαρµογή των κειµένων διατάξεων. - Η επιµέλεια οργάνωσης, λειτουργίας και εποπτείας, των Υπηρεσιών Επιµελητών Ανηλίκων. (Σε κάθε ∆ικαστήριο Ανηλίκων, λειτουργεί Υπηρεσία Επιµελητών Ανηλίκων η οποία, εκτός από την άσκηση δράσεων πρόληψης της νεανικής παραβατικότητας, συνεπικουρεί και το έργο των ∆ικαστών Ανηλίκων). - Η άσκηση εποπτείας στις Εταιρείες Προστασίας Ανηλίκων, οι οποίες λειτουργούν στην έδρα κάθε Πρωτοδικείου. Στο σηµείο αυτό θα πρέπει να σηµειωθεί, ότι οι περισσότερες από τις Ε.Π. διαθέτουν Κοινωνική Υπηρεσία, η οποία επιλαµβάνεται των περιστατικών των ανηλίκων, πραγµατοποιεί κοινωνική έρευνα, παρακολουθεί και στηρίζει τους ανήλικους για όσο χρονικό διάστηµα κριθεί σκόπιµο, φροντίζοντας παράλληλα για την κοινωνική τους ένταξη. Οι Εταιρείες που έχουν εξασφαλίσει τους αναγκαίους πόρους και προϋποθέσεις, ιδρύουν Στέγες Φιλοξενίας Ανηλίκων όπου µέσα σε οικογενειακές συνθήκες παρέχουν πολύπλευρη υποστή27
ριξη όπως: • ∆ικαστική συνδροµή και νοµική βοήθεια • Υλική και κοινωνική στήριξη. • Μέριµνα: α) για την επαγγελµατική τους κατάρτιση, εκπαίδευση και επιµόρφωση. β) για τη πολιτιστική τους επιµόρφωση & ψυχαγωγία. Τα περιστατικά ανηλίκων µε τα οποία ασχολούνται αφορούν ανήλικα άτοµα: α) στα οποία έχουν επιβληθεί αναµορφωτικά µέτρα (άρθρο 122 παρ. 1 περιπτώσεις α΄, β΄, γ΄ και παρ. 2), β) έχουν απολυθεί από Ίδρυµα Αγωγής Ανηλίκων ή από σωφρονιστικό κατάστηµα ανηλίκων, γ) εκκρεµεί δίωξη για τέλεση αξιόποινης πράξης. δ) αντιµετωπίζουν σηµαντικές δυσχέρειες οικογενειακής & κοινωνικής προσαρµογής. Στέγες πλήρους φιλοξενίας διαθέτουν οι Ε.Π.Α. : 1. Αθηνών, µε φιλοξενία 20 ανηλίκων 2. Πειραιά, µε φιλοξενία 35 ανηλίκων 3. Βόλου, µε φιλοξενία 15 ανηλίκων 4. Κοζάνης, µε φιλοξενία 6 ανηλίκων 5. Ηρακλείου, µε φιλοξενία 10 ανηλίκων
Στέγες ηµερήσιας φιλοξενίας διαθέτουν οι Ε.Π.Α.: 1. Καρδίτσας, µε φιλοξενία 15 ανηλίκων 2. Αλεξανδρούπολης, µε φιλοξενία 30 ανηλίκων εναλλασσόµενων µε συνολικό αριθµό 200 ανηλίκων µηνιαία. (Στις Στέγες Ηµερήσιας Φιλοξενίας παρέχεται στους ανηλίκους σίτιση, ιατροφαρµακευτική περίθαλψη, ενισχυτική διδασκαλία, ψυχολογική και κάθε άλλης µορφή υποστήριξη). Θα πρέπει βέβαια να τονιστεί, ότι σηµαντικός αριθµός παιδιών που έχουν φιλοξενηθεί στις Στέγες των Ε.Π.Α φοιτούν ήδη στην Τριτοβάθµια εκπαίδευση. Επί πλέον, σε περιπτώσεις όπου ανήλικοι έχουν ανάγκη φι28
λοξενίας σε ειδικά Ιδρύµατα (θεραπευτικά κ.λ.π. ) οι Ε.Π.Α., συνεργάζονται µε άλλους αρµόδιους φορείς για την φιλοξενία τους.
Ας δούµε όµως πώς στην πράξη υποβοηθείται το έργο των Ε.Π.Α. διαµέσου των προγραµµάτων, παίρνοντας, ως παράδειγµα τη Στέγη Φιλοξενίας Περισσού.
Στο πλαίσιο υποβοήθησης του έργου της υλοποιούνται τα ακόλουθα προγράµµατα: ► Πρόγραµµα-Νοµικής-Κοινωνικής Υποστήριξης των φιλοξενούµενων παιδιών . ► Πρόγραµµα της Ιατρικής Σχολής του Παιδοψυχιατρικού Τµήµατος του Αττικού Νοσοκοµείου. Το οποίο διαιρείται σε τρία στάδια: Πρώτο στάδιο: (∆ιάγνωση-Αξιολόγηση αναγκών του παιδιού) ∆εύτερο στάδιο: Θεραπευτική προσέγγιση. Τρίτο στάδιο: Αποθεραπεία. ► Θεατρικό παιχνίδι: Το πρόγραµµα υλοποιείται σε συνεργασία µε το ∆ήµο Νέας Ιωνίας. ► Οµαδική λειτουργική απασχόληση δυο ηλικιακών οµάδων µε το κέντρο «Ίριδα» του ∆ήµου Νέας Ιωνίας. (Κέντρο Πρόληψης Τοξικοεξάρτησης Εφήβων). ► Πρόγραµµα συµβουλευτικής και ψυχοκοινωνικής στήριξης (το οποίο χρηµατοδοτείται από ιδιώτη χορηγό). ► Πρόγραµµα ενισχυτικής διδασκαλίας το οποίο υποστηρίζεται : α) από εθελοντές καθηγητές της Πρωτοβάθµιας και ∆ευτεροβάθµιας εκπαίδευσης που υπηρετούν σε σχολεία του ∆ήµου Νέας Ιωνίας καθώς & β) από ιδιώτες χορηγούς. Επίσης σηµαντική είναι και η συµµετοχή εθελοντών του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού σε δραστηριότητες που αφορούν τη συµµετοχή ή και συνοδεία των φιλοξενούµενων παιδιών σε διά29
Μελλοντικές ∆ράσεις 2010-2011: Υποβολή προτάσεων στο πλαίσιο υλοποίησης των ακολούθων Ευρωπαϊκών Προγραµµάτων:
30
φορες πολιτιστικές, ψυχαγωγικές δραστηριότητες. Σκόπιµο θα ήταν να σηµειωθεί, ότι στο ίδιο µοτίβο κινούνται και οι υπόλοιπες Στέγες Φιλοξενίας, οι οποίες όµως έχουν ένα σηµαντικό πλεονέκτηµα. Έχουν εναγκαλιστεί σε υπέρτατο βαθµό, τόσο από την τοπική κοινωνία, όσο και από τους τοπικούς κοινωνικούς φορείς. Τώρα σε επίπεδο κεντρικότερου σχεδιασµού: ● Έχει εγκριθεί το ποσόν των 640.000 Ευρώ για την επιµόρφωση µεταξύ άλλων, τόσο του προσωπικού των ΕΠΑ, όσο και των Υπηρεσιών Επιµελητών Ανηλίκων, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Προγράµµατος για την Κοινωνική Ενσωµάτωση των Υπηκόων Τρίτων Χωρών, το οποίο υλοποιείται από το Υπουργείο Εσωτερικών και χρηµατοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Ταµείο Ένταξης. ● Στο ίδιο πρόγραµµα για το έτος 2010 στη «∆ράση 5 ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ» έχουν ενταχθεί οι Ε.Π.Α. όλης της χώρας στην Ενέργεια 5.3 «Πρόγραµµα ∆ραστηριοτήτων Επιµορφωτικού, Πολιτιστικού & Ψυχαγωγικού χαρακτήρα ανηλίκων µεταναστών». ● Επίσης στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ 2007-2013 και ειδικότερα στο «Ε.Π. ∆ιοικητική Μεταρρύθµιση» έχει εγκριθεί η υλοποίηση δράσης που αφορά τη διασύνδεση-δικτύωση τόσο των Υ.Ε.Α., όσο και των Ε.Π.Α. Τέλος σε συνεργασία µε το Ι∆ΕΚΕ αναµένεται η ίδρυση Σχολών Γονέων σε κάθε Στέγη Φιλοξενίας των Ε.Π.Α., προκειµένου να παρέχουν συµβουλευτική και ψυχοκοινωνική στήριξη στις οικογένειες των φιλοξενούµενων παιδιών µε βάση τόσο τις εξατοµικευµένες ανάγκες όσο και τα ιδιαίτερα προβλήµατα που, αυτές, παρουσιάζουν.
1. Στο πρόγραµµα ΕΠ.Αν.Α∆ του Υπουργείου Απασχόλησης. Ειδικότερα, στο Θεµατικό Άξονα Προτεραιότητας 4 µε τίτλο «Πλήρης ενσωµάτωση σε µια κοινωνία ίσων ευκαιριών». 2. Συµµετοχή στο Ε.Π. ∆ιοικητικής Μεταρρύθµισης 2007-2013. Στον Άξονα Προτεραιότητας 7. «Ενδυνάµωση των πολιτικών ισότητας σ’ όλο το εύρος της δηµόσιας δράσης» (υπό το πρίσµα της βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης των οικογενειών από τις οποίες προέρχονται τα φιλοξενούµενα παιδιά, µε απώτερο στόχο την οµαλή και ασφαλή, µελλοντική επανένταξη των παιδιών στο οικογενειακό τους περιβάλλον). Κλείνοντας την παρούσα εισήγηση, οφείλω να παρατηρήσω ότι το εγχείρηµα για την πρόληψη της νεανικής παραβατικότητας είναι αρκετά δύσκολο. Όµως αξίζει, όλοι µας να το προσπαθήσουµε. Σας ευχαριστώ. Σοφία ∆ροσοπούλου: Ευχαριστούµε πολύ την κ. Κατσιγαράκη για την λεπτοµερή ενηµέρωσή µας γύρω από τα προγράµµατα νοµικής και κοινωνικής υποστήριξης ανηλίκων στα πλαίσια της Ποινικής ∆ικαιοσύνης. Παρακαλούµε τον κ. Γεώργιο Μόσχο να λάβει τον λόγο. Γεώργιος Μόσχος, Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη για τα δικαιώµατα του παιδιού
Εισήγηση: «Ο Συνήγορος του παιδιού και το δικαίωµα των ανηλίκων στη νοµική υπεράσπιση»
31
Ο Συνήγορος του Πολίτη, στο πλαίσιο της αποστολής του ως
Συνήγορος του Παιδιού, σύµφωνα µε τις προβλέψεις του Ν.3094/03, έχει αρµοδιότητα να ενεργεί ως υπερασπιστής των ανηλίκων, τόσο στον δηµόσιο όσο και στον ιδιωτικό χώρο. ∆εν έχει όµως αρµοδιότητα παρέµβασης σε υποθέσεις που εκκρεµούν ενώπιον της ∆ικαιοσύνης και ως εκ τούτου δεν έχει άµεση εµπλοκή στο ζήτηµα της νοµικής υπεράσπισης ανηλίκων, από την στιγµή που ασκείται η ποινική δίωξη σε υποθέσεις, που αφορούν ανηλίκους ως θύτες ή θύµατα ή που επιλαµβάνεται δικαστική αρχή µε οποιοδήποτε τρόπο υποθέσεών τους. Ωστόσο στην αρµοδιότητα του Συνηγόρου του Παιδιού περιλαµβάνεται η ανάληψη πρωτοβουλιών για την παρακολούθηση της εφαρµογής της ισχύουσας νοµοθεσίας για ανηλίκους, ιδίως µάλιστα της ∆ιεθνούς Σύµβασης για τα ∆ικαιώµατα του Παιδιού (ν.2101/92), και για την διατύπωση νοµοθετικών και άλλων θεσµικών προτάσεων προς την Βουλή και τα αρµόδια Υπουργεία, σχετικά µε την εφαρµογή των δικαιωµάτων αυτών. Στο πλαίσιο της αποστολής του, ο Συνήγορος του Παιδιού, µέσα από την τακτική επικοινωνία που διατηρεί µε ανηλίκους, σε σχολεία, ιδρύµατα, χώρους κράτησης και φιλοξενίας, αλλά και µέσα από την συνεργασία του µε φορείς και επαγγελµατίες, που εργάζονται µε τα παιδιά, έχει διαµορφώσει µια εικόνα σχετικά µε τις ανάγκες και τις ελλείψεις στην νοµική υπεράσπιση των ανηλίκων, οι υποθέσεις των οποίων άγονται ενώπιον της ∆ικαιοσύνης. Στην σηµερινή µου εισήγηση θα παρουσιάσω γενικής φύσης παρατηρήσεις και προτάσεις της Ανεξάρτητης Αρχής, όσον αφορά την νοµική υπεράσπιση των ανηλίκων, στο πλαίσιο της υποχρέωσης της Πολιτείας να παρέχει εγγυήσεις για την εφαρµογή των δικαιωµάτων τους. Προσδοκία µου επίσης είναι σήµερα να ακούσω µε προσοχή τις απόψεις, που θα παρουσιαστούν στην εκδήλωση αυτή, προκειµένου να ληφθούν υπόψη, εν όψει εκπόνησης προτάσεων του Συνηγόρου προς τους αρµόδιους φορείς της Πολιτείας.
32
Α) Ανήλικος θύτης Η ∆ιεθνής Σύµβαση του ΟΗΕ για τα ∆ικαιώµατα του Παιδιού καθιερώνει µεταξύ άλλων το δικαίωµα των ανηλίκων υπόπτων, κατηγορουµένων ή καταδικασµένων στην νοµική υπεράσπιση. Ωστόσο η διατύπωση των διατάξεων της Σύµβασης (άρθρο 37 παρ. δ και άρθρο 40 παρ. 2.β.ΙΙ) δεν περιλαµβάνει την υποχρέωση στο Κράτος να παρέχει δωρεάν υπηρεσίες νοµικής βοήθειας, ενώ αντιθέτως ορίζεται ρητά η υποχρέωση για δωρεάν παροχή διερµηνέα. Συγκεκριµένα, στην Σύµβαση αναφέρονται τα παρακάτω:
«Άρθρο 40 …. 2. Για το σκοπό αυτόν, και λαµβάνοντας υπόψη τις σχετικές διατάξεις των διεθνών οργάνων, τα Συµβαλλόµενα Κράτη επαγρυπνούν ιδιαίτερα ώστε:….. β. Κάθε παιδί ύποπτο ή κατηγορούµενο για παράβαση του ποινικού νόµου να έχει τουλάχιστον δικαίωµα στις ακόλουθες εγγυήσεις: ι. Να θεωρείται αθώο µέχρι να αποδειχθεί νόµιµα η ενοχή του. ιι. Να ενηµερώνεται χωρίς καθυστέρηση και απευθείας για τις εναντίον του κατηγορίες ή, κατά περίπτωση, µέσω των γονέων του ή των νόµιµων εκπροσώπων του και να έχει νοµική ή οποιαδήποτε άλλη κατάλληλη συµπαράσταση για την προετοιµασία και την παρουσίαση της υπεράσπισής του.»
33
«Άρθρο 37 … δ. Τα παιδιά που στερούνται την ελευθερία τους να έχουν το δικαίωµα για ταχεία πρόσβαση σε νοµική ή σε άλλη κατάλληλη συµπαράσταση, καθώς και το δικαίωµα να αµφισβητούν τη νοµιµότητα της στέρησης της ελευθερίας τους ενώπιον ενός δικαστηρίου ή µιας άλλης αρµόδιας, ανεξάρτητης και αµερόληπτης αρχής, και για τη λήψη µιας ταχείας απόφασης πάνω σ' αυτό το ζήτηµα.»
Η Επιτροπή για τα ∆ικαιώµατα του Παιδιού του ΟΗΕ, εκδίδει ερµηνευτικά κείµενα σχετικά µε το περιεχόµενο της Σύµβασης, αποκαλούµενα «Γενικά Σχόλια (General Comments)». Στο Γενικό Σχόλιο υπ’ αριθµόν 10 (2007) για τα δικαιώµατα του Παιδιού στην ∆ικαιοσύνη, αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Στο παιδί θα πρέπει να παρέχεται εγγύηση νοµικής ή άλλης κατάλληλης βοήθειας (assistance) για την προετοιµασία και παρουσίαση της υπεράσπισής του. Η Σύµβαση δεν ορίζει ότι θα πρέπει να του παρέχεται βοήθεια που σε κάθε περίπτωση είναι νοµικής φύσης, αλλά πρέπει να είναι κατάλληλη. Επαφίεται στην διακριτική ευχέρεια των κρατών-µελών να ορίσουν το πώς θα παρέχεται αυτή η βοήθεια, αλλά θα πρέπει να είναι δωρεάν. Η Επιτροπή συνιστά στα Κράτη-µέλη να παρέχουν στο µέτρο του δυνατού επαρκή νοµική βοήθεια από ειδικούς νοµικούς ή συναφείς ειδικότητες επαγγελµατιών». Επίσης, στο Γενικό Σχόλιο υπ’ αριθµόν 6 (2006) που αφορά τους ασυνόδευτους ανηλίκους αναφέρεται µεταξύ άλλων: «Προκειµένου να εξασφαλισθούν αποτελεσµατικά τα δικαιώµατα που παρέχονται από το άρθρο 37 παρ.δ. της Σύµβασης, στους ασυνόδευτους ανηλίκους, που στερούνται την ελευθερία τους, θα πρέπει να παρέχεται κατάλληλη και ελεύθερη πρόσβαση σε νοµική ή άλλη κατάλληλη βοήθεια, περιλαµβανοµένου του διορισµού νοµικού εκπροσώπου». Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι σύµφωνα µε την Σύµβαση στους ανήλικους παραβάτες του νόµου θα πρέπει να παρέχεται δωρεάν υποστήριξη για την προετοιµασία της νοµικής τους υπεράσπισης, χωρίς όµως να δεσµεύονται απόλυτα τα κράτη - µέλη να παρέχουν δωρεάν δικηγόρους στους ανηλίκους υπόπτους, κατηγορούµενους ή καταδικασµένους, το οποίο απλώς αποτελεί σύσταση της Επιτροπής. Τι γίνεται στην χώρα µας: – Υφίσταται το δικαίωµα του αυτεπάγγελτου διορισµού συνηγόρου, όπως προβλέπεται στην Ποινική ∆ικονοµία, για τα
34
βαρύτερα αδικήµατα (κακουργήµατα). Ένα σοβαρό ζήτηµα βέβαια είναι το ότι όλα τα αδικήµατα των ανηλίκων, κατά πλάσµα δικαίου, εκδικάζονται ως πληµµελήµατα. Εποµένως, οι ανήλικοι κατ’ ουσίαν αποκλείονται από την άσκηση του δικαιώµατος αυτού στα δικαστήρια ανηλίκων. Επίσης, ο αυτεπάγγελτος διορισµός έχει την σοβαρή αδυναµία της έλλειψης χρόνου για την προετοιµασία της υπόθεσης και συχνά αναφέρεται ως άκρως προβληµατικός, καθώς οι δικηγόροι που καλούνται από τα δικαστήρια να υπερασπιστούν τους κατηγορούµενους, συχνά έχουν ελάχιστο χρόνο να µελετήσουν την δικογραφία τους και να προετοιµάσουν την υπεράσπισή τους. – Βάσει του ν.3226/04 υφίσταται το δικαίωµα της αίτησης για παροχή δωρεάν νοµικής βοήθειας για ποινικές, αστικές και εµπορικές υποθέσεις. Στην αίτηση, που για τις περιπτώσεις ανηλίκου κατατίθεται από τον ασκούντα την επιµέλειά του, «επισυνάπτονται τα αναγκαία δικαιολογητικά αποδεικτικά της οικονοµικής καταστάσεως (ιδίως αντίγραφο φορολογικής δήλωσης ή βεβαίωση του Εφόρου ότι δεν υποχρεούται σε υποβολή δήλωσης, αντίγραφο δήλωσης περιουσιακής καταστάσεως, εκκαθαριστικού σηµειώµατος, Α.Φ.Μ., βεβαιώσεις υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας, ένορκες βεβαιώσεις) και αποδεικτικά της κατά την πρώτη παράγραφο του άρθρου 1 κατοικίας ή διαµονής, εάν πρόκειται για πολίτη τρίτου κράτους.» Ας σηµειωθεί επίσης ότι δικαιούχοι νοµικής βοήθειας είναι «επίσης, οι χαµηλού εισοδήµατος πολίτες τρίτου κράτους και ανιθαγενείς, εφόσον έχουν, νοµίµως, κατοικία ή συνήθη διαµονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση». Εποµένως αποκλείονται αυτής οι παρανόµως εισερχόµενοι στην χώρα µετανάστες, εκτός από τις περιπτώσεις αίτησης αναίρεσης ή επανάληψης της διαδικασίας, που αφορά κακούργηµα, οπότε κατά ρητή πρόβλεψη του νόµου δεν απαιτείται να συντρέχουν οι όροι για νόµιµη κατοικία ή διαµονή. Μπορεί εύκολα να αντιληφθεί κανείς ότι η διαδικασία είναι αρκετά περίπλοκη, και ιδίως όταν πρόκειται για ανηλίκους µε σοβαρές προβληµατικές οικογενειακές καταστάσεις ή αλλοδαπούς γονείς, η τελική υλοποίηση του παραπάνω δι35
καιώµατος καθίσταται εξαιρετικά δύσκολη. – ∆υστυχώς στο νόµο για την δωρεάν νοµική βοήθεια, δεν περιλαµβάνεται πρόβλεψη για παροχής νοµικής βοήθειας σε διοικητικά δικαστήρια (στην αρµοδιότητα των οποίων περιλαµβάνονται και οι διαδικασίες που αφορούν την διοικητική κράτηση και απέλαση ανηλίκων). Προβλέπεται απλώς ότι οι αιτούντες άσυλο έχουν δικαίωµα δωρεάν νοµικής βοήθειας σε περίπτωση άσκησης αίτησης ακύρωσης ενώπιον του Συµβουλίου Επικρατείας (εφόσον κατά την κρίση του δικαστή η αίτηση ακύρωσης δεν είναι προδήλως απαράδεκτη (άρθρο 11 Π∆ 90/08). Ωστόσο, η ενεργοποίηση των σχετικών διατάξεων προϋποθέτει για τους ασυνόδευτους ανηλίκους ότι τους έχει διοριστεί µόνιµος επίτροπος, το οποίο στην πράξη τις περισσότερες φορές δεν συµβαίνει. – Τέλος, ιδιαίτερα διευκολυντικό αλλά και προβληµατικό ως προς την επάρκειά του είναι το πρόγραµµα νοµικής βοήθειας που αναπτύσσουν οι ∆ικηγορικοί Σύλλογοι, µε την χρηµατοδότηση της Γ. Γ. Νέας Γενιάς. Στα θετικά του προγράµµατος αυτού είναι ότι οι δικηγόροι των καταλόγων των ∆ικηγορικών Συλλόγων, που συµµετέχουν στο πρόγραµµα έρχονται εξ αρχής απ’ ευθείας σε επικοινωνία και συνεργασία µε τους ανηλίκους και νέους κατηγορούµενους ή καταδικασµένους και έτσι αποφεύγεται η γραφειοκρατία. Επίσης, πρόκειται ως επί το πλείστον για νέους δικηγόρους, που έχουν επιλέξει να συµµετέχουν στο πρόγραµµα αυτό, µε προσωπικό ενδιαφέρον για την υπεράσπιση των νεαρών παραβατών του νόµου. Στα αρνητικά του προγράµµατος περιλαµβάνονται αφενός ότι έχει περιορισµένο εύρος εφαρµογής –έτσι συχνά αναφέρεται ότι έχουν τελειώσει τα σχετικά κονδύλια και δεν είναι εφικτός ο διορισµός συνηγόρου– ενώ επίσης υπάρχουν και άλλα κενά στην εφαρµογή του, όπως για παράδειγµα ότι ο δικηγόρος κατά πάγια πρακτική ορίζεται µετά τον προσδιορισµό της δικασίµου, που σηµαίνει ότι ένας προσωρινά κρατούµενος ανήλικος δεν µπορεί να προσδοκά στην δωρεάν νοµική βοήθεια για να υποβάλλει αίτηµα άρσης της προσωρινής κράτησής του. Χαρακτηριστικά µπορώ να αναφερθώ στο παράδειγµα 15χρονου αλλο36
Β) Ανήλικο θύµα ∆ικαιούχοι νοµικής βοήθειας είναι και τα ανήλικα θύµατα των πράξεων που προβλέπονται από τα άρθρα 323Α παρ. 4, 324, 336, 338, 339, 342, 343, 345, 346, 347, 348, 348Α, 349, 351, 351Α του Ποινικού Κώδικα, ως προς τις τυχόν ποινικές και αστικές αξιώσεις τους (εµπορία ανθρώπων, και εγκλήµατα κατά της γενετήσιας ελευθερίας). Ο Εισαγγελέας, ο Ανακριτής µε διάταξη, το συµβούλιο και το δικαστήριο µε απόφαση, κατά περίπτωση, µπορούν, αν κριθεί αναγκαίο, να του διορίσουν συνήγορο αυτεπαγγέλτως από τον ειδικό πίνακα, που συντάσσεται στα πλαίσια αυτού του θεσµού. Ωστόσο, αυτό που γνωρίζουµε από την άµεση επικοινωνία µας µε ανηλίκους, που έχουν υποπέσει θύµατα των παραπάνω εγκληµάτων ή εγκληµάτων ενδοοικογενειακής βίας, ότι υπάρχει τεράστια ανασφάλεια και άγνοια των τρόπων µε τους οποίους θα µπορέσουν να διεκδικήσουν τόσο την νοµική τους αρωγή, όσο – κυρίως– την προστασία τους στο πλαίσιο της µαρτυρικής τους κατάθεσης στο δικαστήριο, που έχει πολλαπλές αρνητικές συνέπειες στον ψυχισµό τους. Σύµφωνα µε τις ρυθµίσεις των προσφάτων νόµων που αφορούν τα θέµατα αυτά, η κατάθεση του ανηλίκου στο δικαστήριο αποφεύγεται κατ’ αρχήν, εκτός αν είναι απαραίτητη για την τεκµηρίωση της δικαστικής κρίσης. Ωστόσο, γνωρίζουµε ότι στην πράξη συνηθέστατα οι ανήλικοι καλούνται να καταθέσουν και υποβάλλονται στην εξαιρετικά επώδυνη αυτή διαδικασία.
37
δαπού νεαρού κρατούµενου, που συνάντησα πρόσφατα στο Κατάστηµα Κράτησης Νέων Αυλώνα, ο οποίος κατηγορείτο –µαζί µε άλλους ενήλικες– για διακίνηση παράνοµων µεταναστών! Επειδή η δίκη του νεαρού αυτού δεν είχε προσδιοριστεί, δεν είχε γίνει καµία ενέργεια σχετικά µε την εξεύρεση νοµικού συµπαραστάτη (µέσω του προγράµµατος νοµικής βοήθειας) που θα µπορούσε να ενεργήσει για την άρση της προσωρινής του κράτησης και ο ανήλικος αυτός παρέµενε προσωρινά κρατούµενος.
Γ) Αστικές υποθέσεις Αν και ο ν. 3226/04 καθιερώνει δικαίωµα νοµικής βοήθειας και σε αστικές υποθέσεις, στην πράξη υφίσταται εξαιρετική δυσκολία στην αξιοποίηση του θεσµού για παιδιά, που έχουν εγκαταλειφθεί ή παραµεληθεί από τους γονείς τους. Τέτοιες είναι και οι περιπτώσεις παιδιών που διαµένουν σε ιδρύµατα παιδικής προστασίας, στα οποία δεν έχει ανατεθεί δικαστικά η επιµέλειά τους, ή παιδιών που έχουν τοποθετηθεί σε ανάδοχες οικογένειες, οπότε η αξιοποίηση του θεσµού της νοµικής αρωγής φαίνεται ότι είναι εξαιρετικά δύσκολη. Χαρακτηριστικό παράδειγµα µε το οποίο ασχολήθηκε ο Συνήγορος ήταν αυτό του ανάδοχου γονέα που επιθυµούσε να υποστηρίξει αγωγή του ανάδοχου τέκνου του κατά του φυσικού του γονέα, και καλείτο να προσκοµίσει στο δικαστήριο αποδεικτικά για την δική του οικονοµική κατάσταση. ∆) Ασυνόδευτοι ανήλικοι Σοβαρό ζήτηµα υπάρχει σχετικά µε την νοµική πληροφόρηση και συµπαράσταση των ασυνόδευτων ανηλίκων, τόσο όταν συλλαµβάνονται για πρώτη φορά στην παραµεθόριο όσο και γενικότερα όταν λαµβάνει χώρα η διοικητική κράτησή τους και λαµβάνεται απόφαση για την απέλασή τους. Οι ανήλικοι αυτοί συχνά αγνοούν πλήρως το νοµικό πλαίσιο βάσει του οποίου θα µπορούσαν να ασκήσουν τα δικαιώµατά τους, πολλώ δε µάλλον δεν διαθέτουν νοµικό εκπρόσωπο και συµπαραστάτη προκειµένου να ασκήσουν τα ένδικα µέσα τους. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον και ελπιδοφόρο ότι και για αυτό τον πληθυσµό έχουν υπάρξει εθελοντικές πρωτοβουλίες δικηγόρων προκειµένου να τους παρασχεθεί η στοιχειώδης ενηµέρωση και υποστήριξη για την άσκηση των δικαιωµάτων τους. Συνολικά θα µπορούσαµε να πούµε, µε βάση όσα γνωρίζουµε από την επαφή µας µε δικηγορικούς συλλόγους και πρωτοδικεία της χώρας, ότι ο µεν θεσµός της δωρεάν νοµικής βοήθειας βάσει του Ν. 3226/04 εφαρµόζεται σε περιορισµένο βαθµό, το δε πρόγραµµα νοµικής βοήθειας των δικηγορικών συλ38
λόγων παρουσιάζει µεν ιδιαίτερη ζήτηση, χωρίς όµως να µπορέσει να καλύψει όλο το εύρος των περιπτώσεων των ανηλίκων που έχουν ανάγκη νοµικής συµπαράστασης. Προτάσεις Ο Συνήγορος του Παιδιού θεωρεί ότι είναι απαραίτητο: Α. Να υπάρχει αναλυτική και συστηµατική ενηµέρωση όλων των ανηλίκων και µετεφήβων που έρχονται σε επαφή µε τα δικαστήρια ανηλίκων και που κρατούνται σε καταστήµατα κράτησης νέων και ιδρύµατα αγωγής ανηλίκων, αλλά και αυτών που έρχονται σε επαφή µε τις υπηρεσίες ως θύµατα εγκληµατικών πράξεων (εκµετάλλευσης, παιδικής πορνείας, ενδοοικογενειακής βίας κλπ.). Η έκδοση και διάθεση ενηµερωτικού φυλλαδίου σε 3 τουλάχιστον γλώσσες θα µπορούσε να συµβάλλει στην κάλυψη αυτού του κενού ενηµέρωσης. Β. Το πρόγραµµα Νοµικής Βοήθειας (Νέα Γενιά - ∆ικηγορικοί Σύλλογοι) θα πρέπει να παγιωθεί και ύστερα από µελέτη των στοιχείων της λειτουργίας του µέχρι σήµερα, να θεσµοθετηθεί ως υποχρέωση της ∆ιοίκησης, ώστε να µην εξαρτάται η διάθεση κονδυλίων από την παραπάνω Γραµµατεία και να καλύπτεται επαρκώς ο αριθµός των ανηλίκων που ενδέχεται να προσφεύγουν σε αυτό. Γ. Θα πρέπει να προβλεφθεί ο υποχρεωτικός διορισµός συνηγόρου στα ∆ικαστήρια Ανηλίκων, τουλάχιστον για αδικήµατα κακουργηµατικού χαρακτήρα. ∆. Θα πρέπει να επεκταθεί η νοµική βοήθεια και σε υποθέσεις αρµοδιότητας ∆ιοικητικών ∆ικαστηρίων. Οι ασυνόδευτοι ανήλικοι θα πρέπει επίσης να έχουν πρόσβαση σε δωρεάν νοµική βοήθεια και εκπροσώπηση από τα πρώτα στάδια στα οποία τους επιβάλλεται στέρηση της ελευθερίας, έστω και σε πλαίσιο διοικητικής κράτησης. Κλείνοντας θα ήθελα να σας αναφέρω ότι στην Τουρκία, την
39
οποία πρόσφατα επισκέφτηκα στο πλαίσιο της προσπάθειας θεσµοθέτησης Συνηγόρου του Παιδιού, ενηµερώθηκα ότι εφαρµόζεται το δικαίωµα των ανηλίκων σε όλη την χώρα να µπορούν να προσφύγουν σε ∆ικηγορικούς Συλλόγους για τον διορισµό δωρεάν νοµικού συµπαραστάτη. Άσχετα από το πώς εφαρµόζεται αυτό το δικαίωµα και την όποια ποιότητα των παρεχόµενων νοµικών υπηρεσιών, το θέµα είναι ότι σε αυτή την χώρα, που δεν φηµίζεται για τον σεβασµό των ανθρωπίνων δικαιωµάτων των πολιτών, έχει γίνει ένα σηµαντικό βήµα στο πεδίο της υλοποίησης του δικαιώµατος των ανηλίκων για δωρεάν νοµική συµπαράσταση. Ελπίζουµε, ότι σε συνέχεια της αποκτηθείσας µέχρι σήµερα εµπειρίας, τα βήµατα που θα ακολουθήσουν στην χώρα µας να είναι στην κατεύθυνση της ευρύτερης και πληρέστερης κάλυψης της δωρεάν νοµικής βοήθειας σε όλους τους ανηλίκους, που την έχουν ανάγκη. Σοφία ∆ροσοπούλου: Ευχαριστούµε πολύ τον κ. Μόσχο, Βοηθό του Συνηγόρου του Πολίτη, για τις επισηµάνσεις που µας έκανε, και πιστεύουµε ότι µπορεί πολλά να προσφέρει η Αρχή στην εν γένει πορεία του παιδιού και στην νοµική υπεράσπισή του. Όσον αφορά στο ζήτηµα της ενηµέρωσης, θα µπορούσε η Αρχή να προβεί στην έκδοση ενός φυλλαδίου, το οποίο µπορεί να διανέµεται και στα σχολεία και σε όλους τους µαζικούς χώρους όπου υπάρχουν παιδιά για να µαθαίνουν τα δικαιώµατά τους - διότι µέσα σε αυτά τα παιδιά υπάρχουν και αλλοδαπά παιδιά που δεν γνωρίζουν τίποτα. Ως προς το θέµα της αποτίµησης του έργου του ∆ικηγορικού Συλλόγου Αθηνών θα σας µιλήσει η κ. Μαντούβαλου, στο τέλος, η οποία είναι υπεύθυνη όλης αυτής της προσπάθειας. Ασφαλώς πιστεύουµε ότι οι ∆ικηγορικοί Σύλλογοι θα πρέπει να προΐστανται αυτών των προσπαθειών και άλλωστε προΐστανται, όπως ο ∆.Σ.Α, ο οποίος δίνει όλες του τις δυνάµεις
40
σε αυτή την κατεύθυνση, αλλά δεν αρκούν µόνο οι ∆ικηγορικοί Σύλλογοι. Τον λόγο έχει τώρα η κ. ∆ήµητρα Σουλελέ. ∆ήµητρα Σουλελέ, ∆ικηγόρος, εκπρόσωπος του ∆ικτύου Συνεργασίας για την Υποστήριξη των Νέων Εισήγηση: «Νοµική συµβουλευτική και συνδροµή σε ευπαθείς κοινωνικά οµάδες. Η εµπειρία του ∆ΙΣΥΝ»
Το ∆ίκτυο Συνεργασίας για την Υποστήριξη των Νέων (∆ΙΣΥΝ) είναι µια πρωτοβουλία δικτύωσης κρατικών φορέων και Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, βασισµένη σε συµφωνία συνεργασίας, µε κύριο σκοπό την στήριξη παιδιών και νέων που βρίσκονται σε κίνδυνο. Πρόκειται για ιδιαιτέρως ευάλωτες οµάδες, γι’ αυτό πρέπει εξ’ αρχής να ληφθεί υπόψη, ότι οι δυνατότητες παροχής υπηρεσιών νοµικής συµβουλευτικής και συνδροµής, οι αντίστοιχες δυνατότητες πρόσβασης των παιδιών και των νέων σε αυτές, αλλά πολύ περισσότερο η αποτελεσµατικότητά των νοµικών υπηρεσιών, είναι άρρηκτα συνδεδεµένες µε την ταυτόχρονη δυνατότητα για κάλυψη και άλλων βασικών αναγκών, όπως στέγαση, φιλοξενία, ιατρική και ψυχολογική στήριξη κλπ. Η νοµική συµβουλευτική παρέχεται καταρχήν σε ατοµικό επίπεδο, καθώς και σε οικογενειακό πλαίσιο, αναλόγως της περιπτώσεως. Τα αιτήµατα και οι ανάγκες για παροχή νοµικής συµβουλευτικής µπορεί να αφορούν απλή ενηµέρωση, συνδροµή σε διάφορες διαδικαστικές ενέργειες, συναλλαγή µε δηµόσιες υπηρεσίες, έκδοση εγγράφων, τακτοποίηση καθεστώτος διαµονής, πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, εκπαίδευσης, και γενικά κάθε εξωδικαστική ενέργεια. Περαιτέρω σηµαντικές ανάγκες, που
41
είναι εξαιρετικά δύσκολο να καλυφθούν λόγω περιορισµένων πόρων, προκύπτουν για δικαστικές ενέργειες στα πλαίσια εκουσίας δικαιοδοσίας, αλλά και για εκπροσώπηση ενώπιον ποινικών δικαστηρίων. Σε ότι αφορά δε υποθέσεις διοικητικής φύσης, η κατάσταση είναι δυσχερής, καθότι δεν υφίσταται σχετική νοµική πρόβλεψη κάλυψης τους στα πλαίσια του θεσµού νοµικής βοήθειας. Σηµειώνεται, όπως από τα παραπάνω προκύπτει, ότι η ανάγκη για παροχή νοµικής βοήθειας σε παιδιά και νέους, δεν αφορά µόνο σε ποινικές υποθέσεις και στα προβλήµατα που αντιµετωπίζουν οι παραβατικοί ανήλικοι, αλλά προκύπτουν σηµαντικά και σοβαρά αιτήµατα διαφορετικής φύσης, που κρίνεται απαραίτητο να καλυφθούν. Η ικανοποίηση των αιτηµάτων αυτών, εν πρώτοις, συνδέεται µε µια ευρύτερη προσπάθεια ώστε οι ευάλωτες αυτές οµάδες να είναι σε θέση να ενηµερώνονται επί των δικαιωµάτων τους, να περιοριστεί η θυµατοποίησή τους, αλλά και να αντιµετωπιστούν προβλήµατα που ενδεχόµενα θα µπορούσαν να τους οδηγήσουν σε παραβατική συµπεριφορά. Παρακάτω παρουσιάζονται τα βασικότερα αιτήµατα που δεχόµαστε προς παροχή νοµικής συµβουλευτικής και συνδροµής, σε συνδυασµό µε τα προβλήµατα που προκύπτουν κατά την αντιµετώπισή τους. Μια από τις βασικότερες ανάγκες είναι η τακτοποίηση της αστικής κατάστασης, κυρίως η έκδοση ληξιαρχικής πράξης και πιστοποιητικού γεννήσεως. Στην τακτοποίηση της αστικής κατάστασης, στηρίζεται η έκδοση όλων των επόµενων πράξεων της διοίκησης (έκδοση ταυτότητας και διαβατηρίου), ενώ αποκτά ιδιαίτερη σηµασία για την πρόσβαση στην εκπαίδευση. Γενικότερα διαπιστώνεται ότι το όλο ζήτηµα συνδέεται µε την δυνατότητα πραγµάτωσης κάθε θεσµοθετηµένου δικαιώµατος. Παράλληλα, η επίσηµη βεβαίωση της γέννησης του παιδιού, λειτουργεί προληπτικά, και ως ένα βαθµό αποτρεπτικά, για εγκληµατικά φαινόµενα εκµετάλλευσης των παιδιών, όπως η εµπορία, οι παράνοµες υιοθεσίες κλπ.
42
Τα σοβαρότερα προβλήµατα εντοπίζονται κυρίως στις κοινότητες των Ροµά, σε µετανάστες ή πρόσφυγες. Σε πολλές περιπτώσεις οι γονείς, δηλώνουν ψευδή στοιχεία ταυτότητας κατά την γέννηση του παιδιού, οπότε απαιτείται διόρθωση της πράξης µε δικαστική απόφαση. Εν προκειµένω, συναντώνται σοβαρές δυσκολίες ως προς την ταυτοποίηση της συγκεκριµένης ληξιαρχικής πράξης µε τη γέννηση του δικού τους τέκνου. Σε άλλες, λιγότερες περιπτώσεις, που το παιδί δεν έχει γεννηθεί σε νοσοκοµείο, κλινική ή άλλο ίδρυµα, και επιπλέον οι γονείς δεν διαθέτουν νοµιµοποιητικά έγγραφα παραµονής, η γέννησή του δεν µπορεί καν να δηλωθεί. Ένα πολύ σοβαρό και έως σήµερα ανεπίλυτο ζήτηµα, αφορά µεγάλο αριθµό παιδιών κυρίως αλβανικής καταγωγής, για τα οποία δεν δύναται να εκδοθεί πιστοποιητικό γεννήσεως λόγω ελλείψεως ονοµατοδοσίας. Το θέµα συνδέεται µε την άρνηση των αρµοδίων αρχών, ελληνικών και αλβανικών, να προβούν σε επικύρωση ληξιαρχικής πράξης γέννησης που δεν φέρει το όνοµα του παιδιού. Αρκετοί γονείς, προκειµένου να απεγκλωβιστούν από αυτήν την κατάσταση, παρόλο που δεν είναι ορθόδοξοι χριστιανοί, αναγκάζονται να βαπτίσουν τα παιδιά τους για να καταστεί δυνατή η δήλωση του ονόµατος του παιδιού από τον ανάδοχο, ο οποίος επιλέγεται µε βασικό κριτήριο να είναι Έλληνας ή νόµιµος αλλοδαπός, ή άλλως νόµιµα διαµένων συγγενής. Σε αρκετές επίσης περιπτώσεις, για τα παιδιά γεννηµένα εκτός γάµου, καθίσταται δυσχερής η αναγνώριση της πατρότητας. Είτε εξαιτίας πλήρους οικονοµικής αδυναµίας προς κάλυψη των σχετικών δικαστικών ή συµβολαιογραφικών εξόδων, αναλόγως, είτε για παράδειγµα, στην συχνή περίπτωση, κατά την οποία ο ένας εκ των γονέων δεν διαθέτει νόµιµη διαµονή, οπότε αν και το επιθυµεί, δεν δύναται να παραστεί ενώπιον συµβολαιογράφου για την πράξη της αναγνώρισης. Τα παραπάνω ζητήµατα, αποκτούν ιδιαίτερη σηµασία για την πρόσβαση στην εκπαίδευση, καθότι για την εγγραφή στο σχολείο απαιτείται τουλάχιστον η προσκόµιση ληξιαρχικής πράξης
43
γεννήσεως. Ειδικότερα, σε ότι αφορά το δικαίωµα στην εκπαίδευση, πρέπει εδώ να αναφερθεί ότι προκύπτει σοβαρό ζήτηµα σχετικά µε τους ασυνόδευτους ανηλίκους αιτούντες άσυλο και αναγνωρισµένους πρόσφυγες, ιδιαίτερα εκείνους που βρίσκονται εκτός κάποιας δοµής φιλοξενίας. Τα παιδιά αυτά αναγκάζονται να διακόψουν το σχολείο, αφού λόγω υπολειτουργίας του θεσµού περί επιτροπείας, δεν υφίσταται νόµιµος κηδεµόνας και πρόσωπο υπεύθυνο για αυτά. Επιπλέον, πρέπει να σηµειωθεί ότι το προστατευτικό πλαίσιο για τους ασυνόδευτους ανηλίκους εφαρµόζεται µόνο εφόσον υπαχθούν στην διαδικασία του ασύλου. Σε αντίθετη δε περίπτωση, δεν προβλέπεται πλαίσιο προστασίας. Στις περιπτώσεις αυτές, η συνδροµή των παιδιών καθίσταται δυσχερής και όχι ιδιαίτερα αποτελεσµατική, αφού πέραν των ίδιων, δεν υφίσταται κανένα επίσηµο πλαίσιο αναφοράς µε το οποίο θα µπορούσαµε να συνεργαστούµε για την προστασία τους. Ο µεγαλύτερος αριθµός από αυτά, φτάνει στην χώρα µέσω οργανωµένων κυκλωµάτων µεταφορέων, και συχνά είναι υποχρεωµένα να εργαστούν προς “αποπληρωµή του ταξιδιού”. Πολλά παιδιά καταλήγουν στα κρατητήρια ανηλίκων αλλοδαπών, αφού συλλαµβάνονται λόγω ελλείψεως νοµιµοποιητικών εγγράφων παραµονής. Κατά την συνήθη τακτική που ακολουθείται, τα παιδιά κρατούνται για ορισµένο διάστηµα και κατόπιν απόφασης απελάσεως, αφήνονται µετά υπηρεσιακού σηµειώµατος, όπου διατάσσεται η υποχρεωτική αποχώρησή τους από τη χώρα εντός 30 ηµερών, χωρίς να λαµβάνεται µέριµνα για την περαιτέρω πορεία τους. Σε ότι αφορά ειδικότερα τους ασυνόδευτους ανηλίκους αλβανικής καταγωγής, παρά την κυρωµένη διακρατική συµφωνία Ελλάδας - Αλβανίας, στις πλείονες περιπτώσεις, απελαύνονται εντός διαστήµατος 10 έως 15 ηµερών συνήθως, χωρίς να εφαρµόζονται ουσιαστικά στην πράξη οι προβλεπόµενες προστατευτικές διατάξεις. Σηµειώνουµε, όπως έχει διαπιστωθεί εκ της έως τώρα εµπει44
ρίας µας, ότι η παραπάνω τακτική είναι άµεση απόρροια της ελλείψεως προστατευτικού πλαισίου και της ανυπαρξίας επαρκών και κατάλληλων δοµών, στις οποίες θα µπορούσαν να παραπεµφθούν οι συγκεκριµένοι ανήλικοι µετά την κράτησή τους. Πρέπει επίσης να σηµειωθεί η περιορισµένη έως ανύπαρκτη δυνατότητα πρόσβασης των παραπάνω παιδιών σε νοµική ενηµέρωση, καθώς και η απουσία κατάλληλων υπηρεσιών διερµηνείας. Συνήθως ως διερµηνέας χρησιµοποιείται κάποιος συγκρατούµενος, επίσης ανήλικος. Αλλά ακόµα και για εκείνα τα λίγα παιδιά που θα λάβουν νοµική ενηµέρωση, οι δυνατότητες είναι περιορισµένες, καθότι για να προσφύγουν ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων (αντιρρήσεις κατά της κράτησης, προσφυγή κατά της απέλασης) είναι αναγκαία η εξασφάλιση ενός υψηλού χρηµατικού ποσού, που είναι αδύνατον να καλυφθεί. Για όσους δε, υπάγονται στην Σύµβαση της Γενεύης για τους Πρόσφυγες, και επιθυµούν να υποβάλουν αίτηµα ασύλου, αυτό µπορεί να σηµαίνει παράταση της κράτησής τους µέχρι την ολοκλήρωση της τυπικής διαδικασίας, ενώ παρά τις νοµικές προβλέψεις, πρακτικά δεν υφίσταται η δυνατότητα άµεσης παραποµπής σε ξενώνα φιλοξενίας. Πανελλαδικά η συνολική δυναµικότητα των εξειδικευµένων Ξενώνων Φιλοξενίας είναι µικρότερη των εκατό θέσεων, ενώ οι ανάγκες είναι εκατονταπλάσιες. Για τα κορίτσια δε, δεν υφίσταται καµιά εξειδικευµένη δοµή. Περαιτέρω ανακύπτουν σοβαρά ζητήµατα σχετικά µε την πραγµάτωση του δικαιώµατος των ασυνόδευτων ανηλίκων αιτούντων άσυλο προς νοµική συµπαράσταση και εκπροσώπηση, καθώς και σχετικά µε τον τρόπο εφαρµογής των προβλεπόµενων περί επιτροπείας διατάξεων. Κρίνεται απαραίτητο να αναφερθεί εδώ το θέµα της παροχής δωρεάν νοµικής βοήθειας ενώπιον του Συµβουλίου Επικρατείας, η οποία αναγνωρίζεται σε όλους τους αιτούντες. Επειδή λόγω της διατύπωσης της οικείας διάταξης (άρθρο 11 Π∆ 90/08) δηµιουργήθηκαν πολλές δυσχέρειες στην πράξη, σηµειώνεται ότι το ΣτΕ (∆΄ Τµήµα), έχει κάνει δεκτό αίτηµα προς παροχή δωρεάν
45
νοµικής βοήθειας, όχι µόνο κατόπιν, αλλά και ενόψει ασκήσεως αίτησης ακυρώσεως. Όπως και να έχει ωστόσο, ειδικά σε ότι αφορά τα ασυνόδευτα παιδιά, έχουν ανάγκη από κατάλληλη στήριξη και καθοδήγηση προκειµένου να υποβάλουν το αίτηµα προς νοµική βοήθεια, και αυτό συνήθως συµβαίνει µόνο εάν έχουν την τύχη να βρίσκονται σε δοµή φιλοξενίας ή εάν διαθέτουν δυνατότητα πρόσβασης σε κάποιο φορέα, ο οποίος όχι µόνο θα τα ενηµερώσει αλλά και θα τα συνδράµει. Τα περισσότερα ασυνόδευτα παιδιά, βρίσκονται συνήθως σε συνθήκες δρόµου και προκειµένου να καλύψουν τις απολύτως βασικές ανάγκες τους για τροφή και στέγη, καθώς και στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν τρόπο διαφυγής σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα, το πιθανότερο είναι να καταλήξουν θύµατα εκµετάλλευσης, κυρίως εργασιακής και σεξουαλικής, ή ακόµη και να χρησιµοποιηθούν εκ των ενηλίκων που τα εκµεταλλεύονται για την διευκόλυνση τέλεσης αξιόποινων πράξεων. Στην τελευταία δε περίπτωση, αντιµετωπίζονται ως ανήλικοι παραβάτες και παραβλέπεται η προηγούµενη θυµατοποίησή τους. Συχνά βρίσκονται κατηγορούµενα, και περαιτέρω κρατούµενα, για παράνοµη εκπόρνευση, παραβάσεις του νόµου κατά των ναρκωτικών, αλλά και πολύ συχνά, και για σοβαρές παραβάσεις του µεταναστευτικού νόµου (Ν.3386/05). Στην πράξη διαπιστώνεται ότι δεν υφίσταται πραγµατικά η δυνατότητα άµα της συλλήψεώς τους να εξασφαλίζεται η κατάλληλη νοµική τους ενηµέρωση και συµπαράσταση καθ’ όλη την διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, να καταδεικνύεται η θυµατοποίησή τους και να αναδεικνύεται η ανάγκη προστασίας τους. Η αδυναµία άµεσης πρόσβασης σε υπηρεσίες νοµικής βοήθειας, η έλλειψη µέριµνας για άµεσο διορισµό συνηγόρου των παιδιών, καθώς επίσης και η απουσία κατάλληλων υπηρεσιών διερµηνείας, όχι µόνο οδηγεί στην κατάφωρη παραβίαση δικονοµικών δικαιωµάτων, αλλά στην πράξη καθιστά ανενεργές όλες τις διατάξεις που έχουν θεσπιστεί για την προστασία των παιδιών θυµάτων.
46
Το παραπάνω, ίσως κατά ένα µέρος εξηγεί γιατί παρά τον σοβαρό αριθµό των “διακινούµενων” ανηλίκων στην χώρα µας, ο αριθµός των επίσηµα αναγνωρισµένων θυµάτων εµπορίας και εκµετάλλευσης είναι σχεδόν µηδαµινός. Λαµβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, ίσως θα µπορούσε να υποτεθεί, ότι σε πολλές περιπτώσεις τα παιδιά θύµατα εντοπίζονται, αλλά υφίσταται προβληµατισµός ως προς το πώς αντιµετωπίζονται. Προς πληρέστερη εξέταση του φαινοµένου, απαιτείται οργανωµένη και συστηµατική έρευνα σε εθνικό (όχι µόνο κεντρικό) επίπεδο, ώστε τελικά να διαπιστωθεί και να αξιολογηθεί ο αριθµός των συλλήψεων, των καταγγελιών, των σχετικών εισαγγελικών διατάξεων που εκδίδονται, αυτών που έπειτα ανακαλούνται, των υποθέσεων που τίθενται στο αρχείο κλπ. Συνήθως, το φαινόµενο της παράνοµης διακίνησης των παιδιών, εκλαµβάνεται σε άµεση σύνδεση µε την σεξουαλική εκµετάλλευση, και παραβλέπεται η εκµετάλλευση της παιδικής εργασίας. Ειδικότερα, σε ότι αφορά τα παιδιά που εργάζονται στο δρόµο, και είναι µικρότερης ηλικίας, υπάρχει τέτοια εξοικείωση µε το φαινόµενο, που συχνά να θεωρείται ως απλή επαιτεία. Το θέµα αυτό έχει πολλές όψεις και δεν είναι δυνατή η µονόπλευρη προσέγγισή του. Αξίζει εδώ να γίνει αναφορά σε µια συγκεκριµένη κατηγορία παιδιών, που εργάζονται στο δρόµο, και έχει διαπιστωθεί ότι εν προκειµένω το ρόλο του εκµεταλλευτή έχει η ίδια η οικογένεια. Πρόκειται για παιδιά που ανήκουν κυρίως σε φυλές Ροµά και προέρχονται συνήθως από την Αλβανία. Εν προκειµένω είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποδειχθούν τα στοιχεία της αντικειµενικής υπόστασης του εγκλήµατος της παράνοµης διακίνησης, δηλαδή ότι µια οικογένεια µεταναστεύει µε σκοπό την εκµετάλλευση των παιδιών. Οι περιπτώσεις αυτές όταν αντιµετωπίζονται ποινικά συνήθως κρίνονται βάσει των διατάξεων περί παραµέλησης αποτροπής από επαιτεία και παραµέλησης εποπτείας ανηλίκων. Λόγω δε χαµηλών ορίων επαπειλούµενης ποινής αποκλείεται η εφαρµογή των διατάξεων περί υποτροπής. Σε περίπτωση δε µετατροπής της ποινής, το ποσό που πρέπει να κα47
ταβληθεί συνήθως αντιστοιχεί σε µερικές µέρες εντατικής δουλειάς του παιδιού. Αυτό, όπως έχουµε διαπιστώσει δηµιουργεί αίσθηση ατιµωρησίας στους γονείς και συνέχιση εκµετάλλευσης των παιδιών. Εύκολα θα µπορούσε να υποδειχθεί η λύση περί κίνησης διαδικασιών αφαίρεσης επιµέλειας και εισαγωγής σε ίδρυµα παιδικής προστασίας, ωστόσο σηµειώνεται ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη η πληρότητα των σχετικών δοµών για παραποµπή των παιδιών· περαιτέρω δε, να ληφθεί υπόψη το ενδεχόµενο χωρισµού και οριστικής αποµάκρυνσης αδερφών. Το θέµα είναι ακανθώδες και δεν είναι δυνατόν να καλυφθεί πλήρως εδώ. Γενικά ωστόσο, µια και αναφέρθηκε, η ρύθµιση της επιµέλειας, το δικαίωµα του γονιού να επικοινωνεί µε το παιδί του, αλλά και το αντίστοιχο δικαίωµα του παιδιού να επικοινωνεί µε τον γονιό του, η διατήρηση ενότητας της οικογένειας, είναι µερικά από τα ζητήµατα, για τα οποία συχνά ζητείται νοµική συνδροµή. Τα σχετικά θέµατα αντιµετωπίζονται στα πλαίσια του οικογενειακού δικαίου (εκουσία δικαιοδοσία). Συνήθως, όταν γίνεται λόγος για παροχή νοµικής βοήθειας προς ανηλίκους, αυτόµατα εκλαµβάνουµε την στήριξη αυτή ως εκπροσώπηση σε ποινικές υποθέσεις, και ιδιαίτερα ενώπιον δικαστηρίου ανηλίκων. Εκ του νόµου 3226/04 προβλέπεται η δυνατότητα κάλυψης υποθέσεων οικογενειακού δικαίου καθώς και άλλων που έχουν άµεση σχέση µε την ρύθµιση της προσωπικής κατάστασης του παιδιού. Εδώ πλέον τίθεται το ζήτηµα πώς ο ίδιος ο ανήλικος –ιδιαίτερα αυτός που έχει συµπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας του– θα µπορούσε να έχει πρόσβαση σε νοµική συµβουλευτική και δωρεάν νοµική βοήθεια. Το θέµα συνδέεται µε την νοµική αντιµετώπιση και άλλων ζητηµάτων (δικαιοπρακτική ικανότητα, ικανότητα παράστασης κλπ) και δεν δύναται να αναλυθεί εδώ. Ωστόσο τίθεται προς περαιτέρω προβληµατισµό. Ιδιαιτέρως θα έπρεπε να αναφερθεί, –κυρίως λόγω των πολλών αιτηµάτων για νοµική στήριξη που προκύπτουν–, η περίπτωση των εξαρτηµένων µητέρων, οι οποίες έχουν ολοκληρώσει επιτυχώς τις φάσεις θεραπείας απεξάρτησης, και επιθυµούν να
48
διεκδικήσουν το δικαίωµα επικοινωνίας και περαιτέρω την επιµέλεια των παιδιών τους. Ωστόσο, η δυνατότητα παροχής υπηρεσιών νοµικής συµβουλευτικής είναι εξαιρετικά περιορισµένη, ενώ η πρόσβαση σε δικαστικές ενέργειες ακόµη δυσκολότερη λόγω αδυναµίας κάλυψης των σχετικών εξόδων. Ένα άλλο επίσης σοβαρό ζήτηµα που αντιµετωπίζεται, αφορά στους ανηλίκους, και κυρίως στους νεαρούς ενηλίκους, οι οποίοι επίσης έχουν ολοκληρώσει επιτυχώς τη θεραπεία απεξάρτησης. Οι περισσότεροι έχουν νοµικές εκκρεµότητες, εξαιτίας παραβάσεως της νοµοθεσίας περί ναρκωτικών και πιθανώς και άλλων αξιόποινων πράξεων που τελέστηκαν κατά την περίοδο της εξάρτησής τους, και αντιµετωπίζουν, ευρισκόµενοι πλέον σε φάση επανένταξης, το ενδεχόµενο επιβολής και έκτισης ποινής. Από όλα τα παραπάνω εκτεθέντα, προκύπτει ότι εντοπίζονται σοβαρά προβλήµατα και σε ότι αφορά την ενίσχυση των φορέων του ∆ικτύου προς παροχή επαρκών υπηρεσιών νοµικής συµβουλευτικής, αλλά και σε ότι αφορά τις πολλές ανάγκες για την κάλυψη δικαστικών ενεργειών. Μέσω του νοµικά κατοχυρωµένου θεσµού της νοµικής βοήθειας (Ν. 3226/04), επιδιώκεται η κάλυψη ορισµένων εξ’ αυτών. Ωστόσο είναι σαφές ότι οι προϋποθέσεις είναι αυστηρές (π.χ. απαιτούµενα δικαιολογητικά προς απόδειξη απορίας), οι καλυπτόµενες υποθέσεις περιορισµένες, και τα προβλεπόµενα κονδύλια δυσανάλογα µικρά σε σχέση µε τα αιτήµατα. Παράλληλα, δεν προβλέπεται ρητώς η συνεχής, αλλά αποσπασµατική παροχή νοµικής βοήθειας σε κάθε στάδιο. Συχνά δε παρατηρείται εκπροσώπηση κάθε φορά από διαφορετικό συνήγορο στα πλαίσια της ίδιας διαδικασίας. Συνήθως ο αιτών είτε δεν γνωρίζει το δικαίωµά του να αιτηθεί τον διορισµό του ίδιου συνηγόρου είτε άλλοτε, δεν υφίσταται η δυνατότητα διορισµού του (άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 3226). Η εκπροσώπηση από τον ίδιο συνήγορο σε όλα τα στάδια της διαδικασίας έχει ιδιαίτερη σηµασία στα πλαίσια υποθέσεων οικογενειακού δικαίου, και πολύ περισσότερο σε ποινικές υποθέσεις, λόγω κυρίως της ιδιαίτερης σχέσης εµπιστοσύνης του ανηλίκου και νεαρού ενηλίκου, µε τον συνήγορό του.
49
Σηµαντικό είναι, µε αφορµή τα προγράµµατα και τις πρωτοβουλίες συνεργασίας που έχουν αναληφθεί στον τοµέα αυτό (ειδικότερα Πρόγραµµα Γενικής Γραµµατείας Νέας Γενιάς), να προωθηθεί και ανάλογη νοµική θεσµοθέτηση ώστε να υπάρξει κάλυψη σε εθνικό επίπεδο. Συγχρόνως να βελτιωθεί το νοµικό πλαίσιο προκειµένου να καλύπτονται όλες οι υποθέσεις, και οι διοικητικές, µε παράλληλο εξορθολογισµό της συνολικής διαδικασίας, αλλά και ανάλογη σταθερή πρόβλεψη θεσµοθετηµένων πόρων. Να επισηµανθεί ότι οι παρούσες οικονοµικές δυσπραγίες ως προς την κάλυψη υποθέσεων ανηλίκων και νεαρών κρατουµένων µέσω του θεσµού νοµικής βοήθειας, αναγκαστικά οδηγούν σε αυτεπαγγέλτως διορισµό συνηγόρου (στα κακουργήµατα). Είναι γνωστόν ότι στις περιπτώσεις αυτές φαλκιδεύεται το δικαίωµα υπεράσπισης, ιδίως λόγω της αδυναµίας προετοιµασίας του συνηγόρου. Ο χρόνος που δίδεται συνήθως δεν ξεπερνά την µια ώρα, σε άλλες περιπτώσεις τα λίγα λεπτά. Για την αντιµετώπιση του θέµατος αυτού, πρώτον θα πρέπει, οι κρατούµενοι να ενηµερώνονται και να επικουρούνται ώστε, να ενεργοποιηθεί η διάταξη που προβλέπει την δυνατότητα διορισµού συνηγόρου τουλάχιστον τρεις ηµέρες πριν τη δικάσιµο (άρθρο 340 παρ. 1 ΚΠ∆), –και αν ακόµα και αυτό σε κάποιες περιπτώσεις δεν καταστεί εφικτό, να αναγνωριστεί ρητά το δικαίωµα υποβολής αιτήµατος– εκ του διορισθέντος επί της έδρας συνηγόρου - προς διακοπή της δίκης, τουλάχιστον επί τριηµέρου (αναλογικά πάλι), µε επίκληση διατάξεων υπερνοµοθετικής ισχύος (άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγµατος, άρθρο 6 παρ. 3 της ΕΣ∆Α, το άρθρο 14 παρ. 3 του ∆ιεθνούς Συµφώνου για τα Ατοµικά και Πολιτικά ∆ικαιώµατα, όπου προβλέπεται το δικαίωµα κάθε κατηγορούµενου, να διαθέτει επαρκή χρόνο και ευκολίες για την προετοιµασία της υπεράσπισής του και για την επικοινωνία µε τον δικηγόρο της επιλογής του). Λαµβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, καθώς και την υπερέχουσα σηµασία του δικαιώµατος υπεράσπισης έναντι ενός διαδικαστικού κωλύµατος, ουσιαστική θα ήταν η παρέµβαση του
50
∆ικηγορικού Συλλόγου, ειδικά ως προς το εάν θεωρείται δυνατός, (όπως προβλέπεται και στον Ν. 3226/04), κατ’ εξαίρεση και ενόψει της σοβαρότητας συγκεκριµένης υπόθεσης (ad hoc), ο διορισµός συνηγόρου που την έχει χειριστεί σε προηγούµενο στάδιο στα πλαίσια του θεσµού νοµικής βοήθειας, αν και τυχαίνει να µην είναι εγγεγραµµένος στην οικεία κατάσταση του δικαστηρίου (ή και στον πίνακα). Αντιλαµβανόµαστε την λεπτότητα του ζητήµατος και την ανάγκη για εξασφάλιση διαφάνειας κατά τον διορισµό, θεωρούµε όµως ότι υπερισχύει το δικαίωµα υπεράσπισης και το συµφέρον του κατηγορούµενου. Ίσως µε την τήρηση αυστηρών εγγυήσεων και ασφαλιστικών δικλείδων, κρίνοντας ad hoc το επείγον και την σοβαρότητα της κάθε περίπτωσης, πιθανόν θα µπορούσε το παραπάνω ζήτηµα να επιλυθεί. Σοφία ∆ροσοπούλου: Ευχαριστώ την κ. Σουλελέ. Σφαιρικά µας ανέδειξε όλα τα ζητήµατα που έχουν σχέση µε τις ευαίσθητες κοινωνικά οµάδες και την νοµική συµβουλευτική. Ο λόγος τώρα στην κ. Έλενα Γκλεγκλέ. Έλενα Γκλεγκλέ, ∆ικηγόρος
Θεωρώ, ότι είναι αυτονόητος ο ρόλος, που διαδραµατίζει ο συνήγορος στην ποινική διαδικασία, όπου ο ανήλικος φέρεται, ως δράστης. Το ισχύον πλέγµα διατάξεων και δικονοµικών κανόνων, όπως αυτοί εφαρµόζονται στη χώρα µας, ενισχύουν αυτή την αναγκαιότητα.
51
Εισήγηση: «Ο συνήγορος και η ενίσχυση της νοµικής θέσης του ανήλικου κατηγορουµένου»
Τα άρθρα 96 επ ΚΠ∆ θεµελιώνουν το γενικό πλέγµα των δικαιωµάτων του κατηγορούµενου, είτε πρόκειται για ανήλικο, είτε για ενήλικο παραβάτη. Σύµφωνα µε τις διατάξεις του γενικού δικονοµικού ποινικού δικαίου, ο συνήγορος εκπροσωπεί τον ανήλικο κατηγορούµενο και του συµπαρίσταται στην ποινική διαδικασία (α 96 ε ΚΠ∆). ∆ιατάξεις που προβλέπουν τη συµπαράσταση του συνηγόρου σε κάθε εξέταση του κατηγορουµένου και η επικοινωνία µαζί του κατά την προδικασία προβλέπονται ρητά και δεν µπορούν να απαγορευθούν (α. 100 §§1 και 4 105 ΚΠ∆). Ο ανακριτής ιδίως έχει την υποχρέωση να διορίσει αυτεπαγγέλτως συνήγορο, εφόσον το ζητήσει ρητά ο κατηγορούµενος (α 100 §3 ΚΠ∆ και α 200 §1 ΚΠ∆ και άρθρο 6§3 περ γ ΕΣ∆Α). Συνεπώς, όταν ενεργείται κύρια ανάκριση, ο ανήλικος κατηγορούµενος έχει δικαίωµα να ζητήσει από τον Ανακριτή το διορισµό συνηγόρου. Ο συνήγορος µπορεί να διοριστεί σε κάθε στάδιο της προδικασίας όπου ένα πρόσωπο –εν προκειµένω ο ανήλικος αποκτά την ιδιότητα του κατηγορουµένου σύµφωνα µε το άρθρο 72 ΚΠ∆. Στην κύρια διαδικασία στο ακροατήριο, ο κατηγορούµενος έχει δικαίωµα να διορίζει συνήγορο για την υπεράσπισή του. Γνωρίζουµε δε, ότι ειδικά στα κακουργήµατα, ο πρόεδρος του δικαστηρίου διορίζει υποχρεωτικά συνήγορο στον κατηγορούµενο, σε περίπτωση, που δεν έχει (340 1 εδ 2 ΚΠ∆). Ο διορισµός συνηγόρου από τον πρόεδρο είναι υποχρεωτικός, ακόµη και όταν ο κατηγορούµενος έχει αντίθετη γνώµη, καθώς η πολιτεία έχει υποχρέωση να εξασφαλίζει την ορθή και δίκαιη διεξαγωγή της δίκης, που κατά τεκµήριο εξυπηρετείται µε τη συµµετοχή δικηγόρου. Η αναφερόµενη ωστόσο στο άρθρο 340 περίπτωση του αυτεπάγγελτου και υποχρεωτικού διορισµού συνηγόρου υπεράσπισης καταλύεται στις περιπτώσεις των ανηλίκων παραβατών, καθώς οι πράξεις τους συλλήβδην εξοµοιώνονται µε πληµµελήµατα ανεξαρτήτως του χαρακτηρισµού αυτών από τον ποινικό νοµοθέτη (άρθ 18 ΠΚ). Για το λόγο αυτό, ο διορισµός δικηγόρου χάνει τον υποχρεωτικό του χαρακτήρα.
52
Ωστόσο, όπως έχει γίνει αντιληπτό, ο πληµµεληµατικός χαρακτήρας των πράξεων, που τελεί ο ανήλικος, έχει συχνά δυσµενέστερες συνέπειες και από κακουργήµατα, που τελούνται από ενήλικους (π.χ. στις περιπτώσεις, που αναγνωρίζονται ελαφρυντικά και επιβάλλεται ποινή ελαττωµένη έως και µετατρέψιµη σε χρηµατική, όπου η έφεση έχει αναστέλλουσα δύναµη). Στο ∆ικαστήριο Ανηλίκων εκδικάζονται πράξεις βιασµού, ναρκωτικών, ανθρωποκτονία, όπου ένας ενήλικας στην αντίστοιχη περίπτωση απολαµβάνει των υπηρεσιών ενός συνηγόρου υπεράσπισης, που υποχρεωτικά διορίζεται από το δικαστήρια. Και εδώ θέλω να θέσω υπόψιν σας το εξής. Ναι µεν η εµπλοκή του ανήλικου παραβάτη έχει πρωταρχικά παιδαγωγικό χαρακτήρα και το ∆ικαστήριο έχει έναν ειδικό προληπτικό κυρίως ρόλο µε στόχο την βελτίωση της προσωπικότητας του δράστη, ωστόσο παρατηρεί κανείς ήδη έναν υπερπληθυσµό στα δύο καταστήµατα κράτησης νέων, αρκετές πανελλαδικά αποφάσεις µε ιδρυµατικά αναµορφωτικά µέτρα. Αυτό θα µπορούσε να αποτελεί µια αφορµή για έρευνα σχετικά µε το σε πόσες αποφάσεις, που επιβλήθηκαν τα συγκεκριµένα µέτρα και ποινές παρέστη συνήγορος υπεράσπισης, ώστε να εξαχθεί ένα ασφαλές συµπέρασµα σχετικά µε το αν ο µη διορισµός συνηγόρου υπεράσπισης µπορεί να οδηγήσει σε µια αυστηρότερη µεταχείριση του κατηγορούµενου έφηβου - πράγµα, το οποίο σήµερα πιστεύω και υποστηρίζω, ότι ως γεγονός, αποτελεί προσβολή της δικαιοσύνης και σαφή παρέκκλιση από την θεµελιώδη αρχή της δίκαιης δίκης. Θέλω εδώ να επισηµάνω, ότι οι ανήλικοι, λόγω της ανεπαρκούς εµπειρίας τους στη ζωή, της απειρίας τους, όσον αφορά τον τρόπο επικοινωνίας µε τις κρατικές αρχές, της ελλιπούς ικανότητας προβολής και προάσπισης των συµφερόντων τους και γενικά της περιορισµένης εκφραστικής τους ικανότητας κωλύονται ιδιαιτέρως έντονα στην ικανότητα τους για υπεράσπιση σε σχέση µε τους ενήλικες που βρίσκονται σε παρόµοια θέση. Περαιτέρω και µετά δυσκολίας είναι σε θέση να επιχειρηµατολογήσουν ενώπιον του δικαστηρίου πάνω σε όλες εκείνες τις
53
δυνατότητες, που ο νοµοθέτης κατ’ αρχήν τους παρέχει, ώστε να αποφεύγεται η στέρηση ελευθερίας τους. (π.χ. το κατ’ αρχήν ακαταλόγιστο που καθιστά υποχρεωτική την επιβολή µόνο αναµορφωτικών µέτρων και όχι ποινών, ή η εύρεση του κατάλληλου αναµορφωτικού µέτρου µε σωστή ιεράρχηση από το πρώτο εξωιδρυµατικό µέτρο έως το 11ο, για να µη θέσω το θέµα της ορθής εκτίµησης σχετικά µε τις προϋποθέσεις επιβολής ιδρυµατικού µέτρου). Μπορώ να φανταστώ τις ενστάσεις επ’ αυτών. Ωστόσο η συµβολή της υπεράσπισης δεν µπορεί να αποκλειστεί µε την επίκληση της απλουστευµένης διαδικασίας για τους ανήλικους, στην οποία θεωρητικά υπερτερεί ο παιδαγωγικός χαρακτήρας. Κατεξοχήν ο ανήλικος χρειάζεται την συµπαράσταση δικηγόρου. ∆εν είναι θεµιτή σε ένα κράτος δικαίου η µειονεκτικότερη θέση του ανηλίκου σε θέµατα υπεράσπισης στο όνοµα του προστατευτισµού, κυρίως όταν δικάζεται για αξιόποινες πράξεις, οι οποίες υπάγονται στην καθ’ ύλη αρµοδιότητα των τριµελών δικαστηρίων ανηλίκων, όπου η ποινή περιορισµού σε σωφρονιστικό κατάστηµα, που µπορεί να επιβληθεί, είναι από πέντε έως είκοσι έτη. Είναι σεβαστός και αξιοθαύµαστος ο ρόλος των επιµελητών, που συχνά λόγω του, ότι έχει πλήρη την κοινωνική εικόνα του ανήλικου λειτουργεί ως υπερασπιστής, όχι όµως ως νοµικός παραστάτης και δεν µπορεί θεσµικά να επιτελεί τέτοιο ρόλο, καθώς η αποστολή του είναι διαφορετική. Ούτε βέβαια ο ∆ικαστής ή ο Εισαγγελέας, που συµµετέχουν, όσο κι αν συνειδητοποιούν την διαφορετικότητα του ρόλου τους σε σχέση µε την κρίση τους επί ενηλίκων παραβατών, πράγµα που δεν είναι πάντοτε εφικτό. Στο γενικό κλίµα ενίσχυσης η παιδαγωγική φύση των µέτρων του ∆ικαίου Ανηλίκων δεν αρκεί για να εγγυηθεί την προστασία των δικαιωµάτων και συνακόλουθα την υπεράσπιση του ανηλίκου. Το αίσθηµα του φόβου, η συναίσθηση της διάπραξης παράνοµης πράξης, η συνειδητοποίηση της θέσης του κατηγορούµενου, είναι καταστάσεις, που ακριβώς λόγω της ανηλικότητας, καθιστούν ιδιαιτέρως ευάλωτο τον ανήλικο, σε τέτοιο βαθµό, που
54
η µεγαλύτερη δυνατή προστασία εκ µέρους της πολιτείας, είναι επιβεβληµένη. Ο ανήλικος, στις περισσότερες περιπτώσεις, θεωρεί κάθε µορφή εξουσίας, απέναντί του και όχι δίπλα του. Την προνοιακή µορφή των κανόνων, που διέπουν το δίκαιο ανηλίκων, δεν είναι σε θέση ο ανήλικος κατηγορούµενος να αντιληφθεί τις περισσότερες φορές. Ενώ έχουν γίνει προσπάθειες, πριν την κύρια διαδικασία, µέσω κυρίως του Επιµελητή Ανηλίκων και του σπουδαίου έργου που επιτελεί, σχετικά µε τον ανήλικο, ο ανήλικος στο πρόσωπο του συνηγόρου υπεράσπισης, είναι πού θα βρει την διέξοδο, σε ψυχολογικό και εν τέλει και ουσιαστικό επίπεδο, ώστε και ο ίδιος να συναισθανθεί, ότι δεν αδικείται και ότι δεν υπάρχουν εχθροί, αλλά αντίθετα η κύρια διαδικασία είναι ένα µέσο, δικής του εν τέλει αρωγής. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, η ειδική εκπαίδευση σε όλα τα επίπεδα (νοµική-κοινωνική-ψυχολογική) του συνηγόρου υπεράσπισης, είναι ένα µεγάλο ζήτηµα και πρέπει να αποτελεί στόχο και προϋπόθεση όσων καλούνται να εκπροσωπήσουν τον ανήλικο παραβάτη. Ο τρόπος προσέγγισης, η αποτύπωση της αλήθειας µε επιχειρήµατα, η έλλειψη χρήσης µεθόδων εκφοβισµού ή και υπερβολικής επιείκειας προς τον ανήλικο, η επίγνωση της ιδιαίτερης ψυχολογικής κατάστασης του ανήλικου παραβάτη λόγω ακριβώς της ανηλικότητάς του, καθιστούν τον συνήγορο υπεράσπισης δίαυλο επικοινωνίας του παραβάτη µε τους λοιπούς παράγοντες της δίκης. Ο συνήγορος υπεράσπισης καλείται να συµµετάσχει στη γρήγορη και βίαιη διαδικασία ωρίµανσης του ανηλίκου, µέσα από την κύρια διαδικασία και τούτο είναι ένας άλλος λόγος, που απαιτείται ειδική εκπαίδευση και µε τη µορφή των ειδικών σεµιναρίων. Γι’ αυτό, όσο και αν η παιδαγωγική φύση των µέτρων του δικαίου ανηλίκων εγγυάται την προστασία των δικαιωµάτων τους, δεν αρκεί, ώστε κανείς να επιχειρηµατολογήσει για τον µη υποχρεωτικό διορισµό του συνηγόρου.
55
Και κατά την προδικασία, είναι επιβεβληµένος ο διορισµός συνηγόρου. Όπως είναι γνωστό, πολύ µεγάλος όγκος των δικογραφιών, που αφορούν στους ανήλικους, καταλήγουν στα ανακριτικά γραφεία, σχηµατισµένες από προανακριτικό υπάλληλο, και δη αστυνοµικό, µε διενέργεια αστυνοµικής προανάκρισης ή προκαταρκτικής εξέτασης. Στη διαδικασία αυτή, δεν προβλέπεται αυτεπάγγελτος διορισµός συνηγόρου. Το φαινόµενο αυτό είναι πολύ συχνό, οι συνθήκες κράτησης και ανάκρισης των ανηλίκων είναι θολές, κυρίως, όταν πραγµατοποιούνται από αστυνοµικούς, οι οποίοι δεν έχουν κατάλληλη εκπαίδευση. Υπάρχουν καταγγελίες, ότι σε αυτό το στάδιο ο ανήλικος αντιµετωπίζεται µε σκληρότητα και ιδιαίτερη αυστηρότητα, γίνεται χρήση µεθόδων απρόσφορων, ακόµη και για ενήλικες. Μέθοδοι ικανές να προκαλέσουν ψυχικά τραύµατα ακόµη και σε ενήλικες. Ας µην λησµονούµε, ότι οι συνθήκες κράτησης ενός ανηλίκου, αµέσως µετά την σύλληψή του σε κάποιο περιφερειακό αστυνοµικό τµήµα, πολλές φορές παραµένουν εντελώς άγνωστες. Περαιτέρω, ας µην ξεχνάµε, ότι η απολογία του ανήλικου σε προανακριτικό επίπεδο, αποτελεί πολλές φορές καταλύτη. Όταν, σύµφωνα µε τον Α.Κ, ένας ανήλικος, δεν µπορεί να διαθέσει ελεύθερα την περιουσία του και τίθενται όρια για διενέργεια των σχετικών πράξεων, πόσο µάλλον όταν δεν τίθενται όρια, όταν γίνεται λόγος για την προσωπική του ελευθερία, υπό την έννοια ότι παραµένει ανοχύρωτος, καθώς έρχεται αντιµέτωπος στο προανακριτικό στάδιο χωρίς νοµική προστασία. Έτσι λοιπόν, έπρεπε να καλύπτεται ο ανήλικος σε όλα τα στάδια, µε υποχρεωτική παράσταση ∆ικηγόρου. ∆εν µπορεί η πολιτεία να απαγορεύει στον ανήλικο να διαθέσει τα χρήµατά του, για να αγοράσει ποδήλατο, αλλά κάποιος να είναι σε θέση να τον ρωτά και να τον ανακρίνει επανειληµµένως αν σκότωσε τον συµµαθητή του ή αν έκλεψε ένα ποδήλατο. Θα µπορούσε να πει κανείς, ότι, εφόσον σε κάθε περίπτωση υπάρχει το δικαίωµα, τι εµποδίζει τον ανήλικο στο διορισµό συνηγόρου; Μια επίσκεψη στους διαδρόµους του ∆ικαστηρίου Ανηλί56
κων θα σας πείσει ότι η παραβατικότητα συνδέεται κατά κανόνα µε ακραία κοινωνικά φαινόµενα, φτώχιας, περιθωριοποίησης, κακής οικογενειακής συγκρότησης, που καθιστούν δυσχερή την άσκηση όλων αυτών των δικαιωµάτων και την ανάπτυξη πρωτοβουλιών σε ένα τέτοιο πεδίο. Εδώ χρειάζεται η πολιτεία να υποκαταστήσει τα κοινωνικά ελλείµµατα, για τα οποία τις περισσότερες φορές ευθύνεται άλλωστε. Γι’ αυτό στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης θεωρείται πλέον αναγκαία η συµµετοχή συνηγόρου στις ποινικές δίκες ανηλίκων – κατ’ ανάγκη και µε έξοδα της πολιτείας. Η ανάγκη για ενίσχυση της υπεράσπισης των ανηλίκων, η οποία µέχρι σήµερα αποτελεί ένα παραµεληµένο πεδίο νοµοθετικής δραστηριότητας είναι πλέον επιτακτική και µάλιστα σε ένα ευρύ φάσµα αδικηµάτων. Πρέπει πλέον να αποτελέσει έναν από τους βασικούς στόχους µιας ενδεχοµένης µεταρρύθµισης του ποινικού δικαίου των ανηλίκων. Η παροχή δωρεάν νοµικής βοήθειας σε ανήλικους παραβάτες µε οικονοµική αδυναµία να είναι υποχρεωτική. Ο δυνητικός της δε χαρακτήρας να προσδιορίζεται µε την υποχρεωτική ρητή και έγγραφη δήλωση του ανηλίκου για τον µη υποχρεωτικό διορισµό του συνηγόρου του. Πόσα διεθνή κείµενα πρέπει να επικαλεστεί κανείς για να πείσει τον Έλληνα νοµοθέτη, ότι η καθυστέρηση σε αυτή τη νοµοθετική µεταρρύθµιση είναι µεγάλη; Το 37 περ. δ του ∆Σ∆Π, όπου απαιτείται τα συµβαλλόµενα κράτη να επαγρυπνούν προκειµένου τα παιδιά, που στερούνται την ελευθερία τους να έχουν το δικαίωµα για ταχεία πρόσβαση σε νοµική ή άλλη κατάλληλη συµπαράσταση ή µήπως του άρθρ. 40 §2 όπου η υπόθεση του παιδιού θα πρέπει να κρίνεται από µια αρµόδια, ανεξάρτητη και αµερόληπτη αρχή ή δικαστικό σώµα, σύµφωνα µε µια δίκαιη κατά το νόµο διαδικασία, µε την παρουσία ενός νοµικού ή άλλου συµβούλου. Μπορεί δε οι Κανόνες του Πεκίνου ή οι κανόνες των Ηνωµένων Εθνών για την προστασία ανηλίκων στερηµένων της ελευθερίας τους, να µην έχουν υπερνοµοθετική ισχύ, οι κατευθύνσεις όµως που θέτουν καθιερώνουν έναν εξελιγµένο και προσαρµοσµένο στις σύγ57
χρονες κοινωνικές ανάγκες νοµικό πολιτισµό που έχει γίνει σεβαστός από την πλειονότητα των δικαιϊκών συστηµάτων και δηµοκρατικών πολιτευµάτων. Κατά την άποψή µου, δεν αρκεί µόνο η µεταρρύθµιση αλλά ο νέος θεσµικός ρόλος του συνηγόρου να γίνεται σεβαστός και από τους άλλους παράγοντες της δίκης. Η µακροχρόνια αποδυναµωµένη θέση του ανήλικου παραβάτη, µε την υποβολή του σε δίκη χωρίς νοµικό συµπαραστάτη και µε την εσωστρέφεια µιας δίκης κεκλεισµένων των θυρών ενδεχοµένως να έχει επηρεάσει τον τρόπο προστασίας των ανήλικων παραβατών. Κατά την άποψή µου, θα έπρεπε ο συνήγορος υπεράσπισης των παραβατών να έχει λάβει την κατάλληλη εκπαίδευση και κατάρτιση, έστω και µέσω σεµιναρίων, όπως εξάλλου και ο ∆ικαστής Ανηλίκων, ώστε ακόµη και χωρίς να επιδιώκονται, εν τέλει να αποφεύγεται η ενδεχοµένως άνιση µεταχείριση των ανηλίκων, µέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου αλλά και έξω από αυτό. Κανείς δεν µπορεί να αρνηθεί µετά ταύτα, ότι ο ανήλικος παραβάτης είναι από τις πιο παραµεληµένες οµάδες στο δικονοµικό σύστηµα της χώρας µας. ∆εν είναι τυχαίο που είµαστε σήµερα εδώ και συζητάµε όλα αυτά. Σηµαντικό θα ήταν να γίνουν, τουλάχιστον µέρος αυτών, πραγµατικότητα. Είναι καθήκον όλων µας, ο ανήλικος να εξέρχεται της αίθουσας του δικαστηρίου ενισχυµένος µε το αίσθηµα της δικαιοσύνης και µε την βεβαιότητα, ότι το νοµικό σύστηµα όχι µόνο τον έχει βοηθήσει, αλλά του έχει δώσει κάθε δυνατή βοήθεια, όπως εξ’ άλλου τη δικαιούται. Σοφία ∆ροσοπούλου: Ευχαριστούµε την κ. Γκλεγκλέ. Ήταν πραγµατικά χείµαρρος και στις επισηµάνσεις της και στον τρόπο που µας µετέφερε την δική της πραγµατικότητα και φυσικά το κράτος θα πρέπει να παρέµβει και να προασπίσει τα δικαιώµατα των παιδιών ιδιαίτερα ως προς το θέµα της υπεράσπισης των ανηλίκων και φυσικά η νοµική βοήθεια θα πρέπει να επεκταθεί και στα
58
διοικητικά δικαστήρια και όχι µόνο. Στο σηµείο αυτό θα ήθελα να λάβει το λόγο η κ. Μαντούβαλου και να αναφερθεί στην αποτίµηση του έργου που έχουµε κάνει ως ∆ικηγορικός Σύλλογος Αθηνών. Μαίρη Μαντούβαλου, ∆ικηγόρος, Υπεύθυνη για θέµατα Νοµικής Βοήθειας του ∆.Σ.Α.
Επί της ουσίας οι οµιλητές τα είπαν όλα και έθιξαν πάρα πολλά προβλήµατα, ο καθένας από τη σκοπιά του. Ο κ. Μόσχος έθεσε πάρα πολύ ωραία και ανάγλυφα το θέµα της νοµικής βοήθειας και τις ελλείψεις που έχει ο νόµος 3226/2004 ο οποίος έχει αφαιρέσει τη δυνατότητα από τους ∆ικηγορικούς Συλλόγους, διορισµού συνηγόρου υπεράσπισης και την έχει µεταφέρει στα δικαστήρια, ο δε τρόπος µε τον οποίο εφαρµόζεται είναι γνωστός δυστυχώς σε όλους µας. Συνωστισµός στα ακροατήρια του Εφετείου και αµοιβή µετά από δυο χρόνια. Ο νόµος, όντως εξαιρεί τις διοικητικές διαφορές, και χρειάζονται να ενεργοποιηθούν Προεδρικά ∆ιατάγµατα προκειµένου να περιληφθούν και οι διοικητικές διαφορές. Ίσως εκείνοι που συνέταξαν το νόµο έµπλεξαν το «φτωχό» µε το «πτωχό» και έτσι υπάγονται στο νόµο εµπορικές διαφορές και δεν υπάγονται οι διοικητικές διαφορές οι οποίες είναι πολλές και αφορούν ευάλωτες οµάδες πληθυσµού (ανήλικοι, τσιγγάνοι κ.α.). Στο θέµα που έθεσε η κ. Σουλελέ, ο νόµος είναι περιοριστικός. ∆εν µπορεί να διοριστεί δικηγόρος σε κάποιον εάν δεν είναι εγγεγραµµένος στις καταστάσεις (και ευτυχώς που υπάρχει και αυτό γιατί είναι µια ασφαλιστική δικλείδα για τον τρόπο µε τον οποίο διορίζονται οι δικηγόροι). Αυτό που κάνουµε εµείς δεν είναι νοµική βοήθεια, αλλά κάτι σαν το «100», σαν άµεση νοµική βοήθεια. Καλούµε τους δικηγόρους, οι οποίοι επισκέπτονται τους κρατούµενους στις φυλακές, συζητούν µε τους αρµόδιους από τις κοινωνικές υπηρεσίες και
59
τους υπερασπίζονται ενώπιον των δικαστηρίων. Έχουµε µια εξαιρετική συνεργασία µε τις κοινωνικές υπηρεσίες των φυλακών ανηλίκων. Τη σηµερινή µας εκδήλωση τιµούν µε την παρουσία τους και τις ευχαριστώ πολύ η κ. Απειρανθίτου, από το Ειδικό Κατάστηµα Κράτησης Αυλώνα, και η κ. Ψαράκη, από το Κατάστηµα Κράτησης Γυναικών Ελαιώνα Θηβών. Έχουµε µια πάρα πολύ καλή συνεργασία µε το αρµόδιο τµήµα της Γενικής Γραµµατέας Νέας Γενιάς. Επίσης είναι εδώ η κ. Τσιαρπισνού που µας βοηθάει πάρα πολύ όλα αυτά τα χρόνια. Ό,τι κάνουµε το κάνουµε µε περίσκεψη και φειδώ και έτσι προχωράει αυτό το πρόγραµµα εδώ και 13 χρόνια. Θέλω να ελπίζω ότι δεν θα συµπεριληφθούµε στις περικοπές - µακάρι η σηµερινή εκδήλωση να µην γίνει το «κύκνειο άσµα». Από τον Σεπτέµβριο του 2009 µέχρι σήµερα έχει δοθεί νοµική συνδροµή σε 56 ποινικές υποθέσεις ανηλίκων και νέων, 12 αστικές, 4 διοικητικές και 9 περιπτώσεις παροχής νοµικών συµβουλών. Από το σύνολο των ποινικών υποθέσεων η πλειοψηφία αφορούσε ανήλικους. Σε κανέναν από τους κατηγορούµενους δεν χορηγήθηκε ανασταλτικό αποτέλεσµα. Οι αστικές υποθέσεις ήταν οικογενειακού δικαίου και αφορούσαν διατροφές. Ας προσπαθήσουµε επίσης να βγάλουµε και τα πορίσµατα όσων ειπώθηκαν και να τα προωθήσουµε στο Υπουργείο ∆ικαιοσύνης. Ο ∆.Σ.Α έχει όλη την καλή διάθεση να συνεργαστεί µε όλους τους φορείς (∆ικαστές, Συνήγορο του Παιδιού, οργανώσεις, Επιµελητές Ανηλίκων, την Αστυνοµία). Σας ευχαριστώ πολύ, και ιδιαίτερα τους συναδέλφους, που µας βοηθάνε όλα αυτά τα χρόνια. Ο Πρόεδρος κ. ∆ηµήτρης Παξινός, είπε ότι θα εκδοθεί ένα µικρό βιβλίο ώστε να προχωρήσει ο προβληµατισµός µας στην κοινωνία και στους ενδιαφερόµενους φορείς. Θα προσπαθήσουµε να υλοποιήσουµε αυτό που είπε και ο κ. Μόσχος: σε συνεργασία µαζί τους να φθάσουµε να διανέµονται, όπου υπάρχουν ανήλικοι και υπηρεσίες, φυλλάδια µεταφρασµένα αγγλικά, αραβικά για να µάθουν οι ανήλικοι που δεν µιλούν άλλη γλώσσα, τα δικαιώµατά
60
τους. Τους το οφείλουµε. Σας ευχαριστώ πολύ για όλα. Σοφία ∆ροσοπούλου: Ευχαριστούµε πολύ όλους για την παρουσία σας στη σηµερινή εκδήλωση και ιδιαίτερα τους εισηγητές, οι οποίοι µας ενηµέρωσαν τόσο για το υπάρχον θεσµικό πλαίσιο, όσο και για τις αδυναµίες και τα κενά αυτού κατά την εφαρµογή του στην κοινωνικά ευάλωτη κατηγορία των ανηλίκων, δίνοντας παράλληλα να αντιληφθούµε το διακριτό και σηµαντικό ρόλο που διαδραµατίζουν ο Συνήγορος του Παιδιού, οι Υποδιευθύνσεις Προστασίας Ανηλίκων της Αστυνοµίας, το ∆ικαστήριο Ανηλίκων, οι Επιµελητές Ανηλίκων, ο Εισαγγελέας Ανηλίκων αλλά και ο υπερασπιστής των δικαιωµάτων αυτού, ο Συνήγορος Υπεράσπισης.
61
∆ΙΚΗΓΟΡΙΚOΣ ΣYΛΛΟΓΟΣ ΑΘΗΝΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΝΕΑΣ ΓΕΝΙΑΣ
«Πρόγραµµα Νοµικής Βοήθειας για Nέους, ανάγκες και προοπτικές»
Εκδήλωση µε θέµα:
∆ευτέρα, 22 Φεβρουαρίου 2010 και ώρα 17.30
Αίθουσα Τελετών του ∆ικηγορικού Συλλόγου Αθηνών
2
Ευαγγελία Κογιαννάκη Νοµικός, Προϊσταµένη Τµήµατος ∆ικασίµων Υπηρεσίας Επιµελητών Ανηλίκων ∆ικαστηρίου Ανηλίκων Αθηνών Γεώργιος Τζανακάκης Αστυνοµικός ∆ιευθυντής, Προϊστάµενος Υποδιεύθυνσης Προστασίας Ανηλίκων
Οµιλητές: Ελένη Τραγουδάρα Πρόεδρος Πρωτοδικών, Πρόεδρος ∆ικαστηρίου Ανηλίκων Αθηνών
Γεώργιος Μόσχος Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη για τα δικαιώµατα του παιδιού ∆ήµητρα Σουλελέ ∆ικηγόρος, εκπρόσωπος του ∆ικτύου Συνεργασίας για την Υποστήριξη των Νέων Έλενα Γκλεγκλέ ∆ικηγόρος
Ευτυχία Κατσιγαράκη Εγκληµατολόγος Msc.PhD, Προϊσταµένη Τµήµατος Πρόληψης Εγκληµατικότητας και Κοινωνικής Ένταξης Νέων Υπουργείου ∆ικαιοσύνης
Πασχάλης Αγανίδης Επιστηµονικός Συνεργάτης του Γενικού Γραµµατέα Νέας Γενιάς Συντονισµός εκδήλωσης: Σοφία ∆ροσοπούλου Σύµβουλος του ∆ικηγορικού Συλλόγου Αθηνών
Χαιρετισµοί: Θεόδωρος Σχινάς Αντιπρόεδρος Α΄ του ∆ικηγορικού Συλλόγου Αθηνών
3
4
Το δίκαιο ανηλίκων είναι ένα ιδιαίτερο δίκαιο, καθώς ασχολείται µε µια ιδιαίτερη οµάδα µελών της κοινωνίας µας και οφείλει να την αντιµετωπίζει ανάλογα µε τη δράση της (θύµα-παραβάτης) µε ιδιαίτερο τρόπο, τόσο σε προνοιακό, όσο και σε δικαιικό επίπεδο. Μέχρι σήµερα έχουν συντελεστεί προσπάθειες και έχουν επιχειρηθεί διάφορες προσεγγίσεις προς αυτήν την κατεύθυνση , όχι µε τα προσδοκώµενα πάντοτε αποτελέσµατα. Παρά την ύπαρξη πολλών ειδικών µέτρων, που έχουν να κάνουν µε την ειδική αντιµετώπιση των άδικων πράξεων, που τελούνται από ανήλικους, η εφαρµογή τους δεν είναι πάντοτε εύκολη. Ο τρόπος που αντιµετωπίζει το δικαιικό µας προνοιακό κατ' αρχήν σύστηµα τους ανηλίκους παραβάτες πολλές φορές θίγει την προσωπικότητάς τους, και συχνά θίγονται ευθέως τα δικαιώµατα τους, κυρίως αυτό της απόλαυσης της ανηλικότητάς τους. Λόγοι, που οφείλονται στη δοµή της κοινωνίας, στην ανυπαρξία επαρκών προνοιακών δοµών, στην ελλιπή πολλές φορές κατάρτιση, όσων εµπλέκονται στην διαδικασία απονοµής δικαιοσύνης για τους ανήλικους παραβάτες, είναι κάποιοι από τους λόγους, που καταλήγει ο ανήλικος να µην τυγχάνει της µέγιστης προστασίας από το δικαιικό µας σύστηµα και από την κοινωνία των πολιτών. Ο ∆ικηγορικός Σύλλογος Αθηνών επί σειρά ετών βρίσκεται κοντά στους ανήλικους, αντιµετωπίζοντάς τους ως µία ιδιαίτερα ευαίσθητη και ευάλωτη κοινωνική οµάδα, της οποίας τα δικαιώµατα µε σεβασµό υπερασπίζεται. Καθηµερινά τα µέλη του έρχονται σε επαφή µε τις ελλείψεις του συστήµατος και τις καταστροφικές συνέπειες, που έχει αυτό πολλές φορές ακόµη και για την ίδια τη ζωή των ανηλίκων. Ο νοµικός παραστάτης των ανηλίκων δεν αρκείται µόνο στην ορθή εκπροσώπηση και υπεράσπιση τους. Οφείλει να έχει βαθιά γνώση της ιδιοσυγκρασίες των ανηλίκων, του κοινωνικού περι5
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
βάλλοντος, στο οποίο έχουν µεγαλώσει και από το οποίο έχουν επηρεαστεί, όπως επίσης και πολύ καλή γνώση και εµπειρία των πολιτικοκοινωνικών φαινοµένων, που συνδέονται µε τον ανήλικο και την παράνοµη πράξη, που του καταλογίζεται. Το πρόβληµα είναι υπαρκτό, προοδευτικά αυξανόµενο και οφείλουµε όλοι να συνεργαστούµε και να αντιµετωπίσουµε, όπως οφείλουµε ένα από τα πιο σηµαντικά ζητήµατα παγκοσµίως: Την προστασία του ανηλίκου, όπως το επιτάσσουν οι ∆ιεθνείς και εσωτερικοί κανόνες, το Σύνταγµα και πάνω από όλα η συνείδησή µας. Γιατί οι ανήλικοι είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας µας, που οι ενήλικοι µε τους δικούς τους κανόνες και επιταγές έχουν επιβάλλει. ∆ΗΜΗΤΡΙΟΣ Χ.ΠΑΞΙΝΟΣ Πρόεδρος ∆ικηγορικού Συλλόγου Αθηνών
6
Καλωσόρισµα από την κ. Σοφία ∆ροσοπούλου, Σύµβουλο του ∆.Σ.Α και συντονίστρια της εκδήλωσης Εκ µέρους του Προέδρου και του ∆.Σ. του ∆ικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, σας καλωσορίζουµε σ’ αυτή την ιδιαίτερης σηµασίας εκδήλωση για το «Πρόγραµµα Νοµικής Βοήθειας για Νέους, Ανάγκες και Προοπτικές» και είµαι σίγουρη ότι, µέσα από τις ενδιαφέρουσες εισηγήσεις και τη σφαιρική κάλυψη του θέµατος, θα εξαχθούν πολύ σηµαντικά συµπεράσµατα τα οποία θα λάβουµε υπόψη µας προκειµένου να προβούµε σε σειρά ενεργειών ενίσχυσης του θεσµού της Νοµικής Βοήθειας (τον οποίο ο ∆.Σ.Α. στηρίζει από το έτος 1997), ιδιαίτερα στους ανηλίκους, οι οποίοι ευρίσκονται σε µειονεκτική θέση και ως εκ τούτου απαιτείται η όσο το δυνατόν µεγαλύτερη προστασία τους. Ο Α΄ Αντιπρόεδρος του ∆.Σ.Α. κ. Σχινάς, θα απευθύνει χαιρετισµό:
7
Εκ µέρους του Προέδρου και του ∆.Σ. του ∆.Σ.Α. χαιρετίζουµε την σηµερινή συνδιοργάνωση. Είναι µια από τις καλές στιγµές του δικηγορικού σώµατος γιατί βρισκόµαστε µια περίοδο που µιλάµε όλοι για την οικονοµική κρίση, βοµβαρδιζόµαστε καθηµερινά από τα ΜΜΕ ότι σε λίγο βουλιάζουµε και ότι θα επιβληθούν σειρά σκληρών οικονοµικών µέτρων. Και δεν το λέω µίζερα γιατί όντως αντιµετωπίζουµε οικονοµική κρίση. Σε αυτή την περίοδο αποφασίστηκε η συνδιοργάνωση αυτής της ηµερίδας που αναδεικνύει τον κοινωνικό ρόλο του δικηγόρου - υπερασπιστή των δικαιωµάτων, τον λειτουργηµατικό χαρακτήρα του επαγγέλµατος και ιδιαίτερα ως υπερασπιστή δικαιωµάτων ευαίσθητων οµάδων. Γιατί όταν ξεκίνησε ο θεσµός της νοµικής βοήθειας το 1997 δεν υπήρχε καµία πρόβλεψη σε νοµοθέτηµα, ήταν µια πρωτοβουλία του ∆ικηγορικού Συλλόγου που είχε τα θετικά αποτελέσµατα. Ο θεσµός της νοµικής βοήθειας έγινε στη συνέχεια καθεστώς, ρυθµίστηκε στην εσωτερική έννοµη τάξη έστω και µε Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όµως συνεχίζουµε και τον υπερασπιζόµαστε γιατί υπερασπιζόµαστε και τους εαυτούς µας. Και εδώ η οµήγυρη τουλάχιστον, δείχνει αυτή την ευαισθησία και δεν είναι µόνο παρήγορο αλλά και αισιόδοξο ότι συνεχώς νέοι συνάδελφοι µπαίνουν σε αυτές τις διαδικασίες. Υπάρχει µια εξαιρετική οµάδα οµιλητών που θα αναλύσει τις ιδιαίτερες πλευρές. Ένα θα πω και θα κλείσω: ότι ο συνήγορος στο ακροατήριο είναι πραγµατικά υπερασπιστής και ότι οι ανήλικοι, αυτή η ευαίσθητη κοινωνική οµάδα, έχουν ανάγκη προστασίας και στο ακροατήριο και είµαστε σίγουροι ότι οι δικηγόροι, όχι µόνο της Αθήνας αλλά και της Ελλάδας θα ανταποκριθούν. Ευχαριστώ και καλή επιτυχία στις εργασίες.
Χαιρετισµός από τον κ. Θεόδωρο Σχινά, Αντιπρόεδρο Α΄ του ∆.Σ.Α.
8
Σοφία ∆ροσοπούλου: Ευχαριστούµε τον κ. Σχινά. Και τώρα θα απευθύνει έναν χαιρετισµό ο κ. Πασχάλης Αγανίδης, εκ µέρους του Γ.Γ. Νέας Γενιάς κ. Γιάννου Λιβανού και επιστηµονικός συνεργάτης αυτού. Πασχάλης Αγανίδης, Επιστηµονικός Συνεργάτης του Γενικού Γραµµατέα Νέας Γενιάς
Επιτρέψτε µου να µεταφέρω τη θερµή παράκληση του Γενικού Γραµµατέα Νέας Γενιάς κ. Γιάννου Λιβανού για το γεγονός ότι παρά την προγραµµατισµένη παρουσία του στη σηµερινή εκδήλωση-συζήτηση απουσιάζει λόγω έκτακτων ανειληµµένων υποχρεώσεών του στις Βρυξέλλες. Το πρόγραµµα «Νοµική βοήθεια για νέους ευπαθών κοινωνικών οµάδων» συνιστά µία από τις σηµαντικότερες πρωτοβουλίες υποστήριξης της Γ.Γ.Ν.Γ. σε συνεργασία µε τον ∆.Σ.Α και άλλους ∆ικηγορικούς Συλλόγους. Η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωµάτων των ανήλικων παραβατών και η νοµική εκπροσώπησή τους ενώπιον των δικαστηρίων, ειδικώς εκείνων που δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους, αποτελούν βασικές υποχρεώσεις ενός κράτους δικαίου αλλά και βασική συνιστώσα µίας ολοκληρωµένης πολιτικής νεολαίας για την άρση των κοινωνικών αποκλεισµών και την κοινωνική ενσωµάτωση των νέων. Οι νέοι ανήλικοι παραβάτες δικαιούνται την απαραίτητη νοµική προστασία και την ειδική νοµική συµβουλευτική ώστε να έχουν πλήρη πληροφόρηση για τα δικαιώµατά τους, αλλά και να αισθάνονται ότι τους προσφέρεται µε τον πιο αποτελεσµατικό τρόπο η δυνατότητα µίας δεύτερης ευκαιρίας στη ζωή τους. Οι αλλαγές στις κοινωνικές συµπεριφορές, ο τρόπος λειτουργίας και διαχείρισης των ζητηµάτων από τις αρµόδιες δηµόσιες υπηρεσίες (βλ. αντιµετώπιση-χειρισµός ανήλικων παραβατών
9
από τις αστυνοµικές υπηρεσίες), ο ρόλος και το έργο των ανεξάρτητων θεσµών (βλ. Συνήγορος του Παιδιού), οι συµπληρωµατικές πολιτικές και τα προγράµµατα κοινωνικής υποστήριξης ανηλίκων πρέπει διαρκώς να ελέγχονται και να αξιολογούνται. Ο εντοπισµός νέων αναγκών, πιθανών προβληµάτων και παραλείψεων αποτελεί τον ασφαλέστερο δρόµο για την βελτίωση των προγραµµάτων νοµικής βοήθειας στους νέους ώστε να επιτυγχάνεται κάθε φορά το µέγιστο δυνατό κοινωνικό αποτέλεσµα. Η σηµερινή εκδήλωση αποτελεί µία εξαιρετική ευκαιρία να συζητηθούν τα θέµατα αυτά, να διανοιχθούν νέες προοπτικές, να διατυπωθούν νέες ιδέες και προτάσεις ώστε το Πρόγραµµα Νοµικής Βοήθειας για Νέους να ανταποκριθεί στο µέγιστο βαθµό στις πραγµατικές κοινωνικές ανάγκες των νέων. Σας ευχαριστώ. Σοφία ∆ροσοπούλου: Ευχαριστούµε πολύ τον κ. Αγανίδη. Ευχόµαστε κι εµείς η σηµερινή συνάντηση να είναι εποικοδοµητική. Θα αρχίσουµε µε τους οµιλητές. Η κ. Ελένη Τραγουδάρα έχει τον λόγο. Ελένη Τραγουδάρα, Πρόεδρος Πρωτοδικών-Πρόεδρος ∆ικαστηρίου Ανηλίκων Αθηνών Εισήγηση: «Ο ρόλος του συνηγόρου στο ∆ικαστήριο Ανηλίκων»
Είναι πλέον γνωστό, ότι στην εποχή µας οι ανήλικοι δεν είναι απλές µικρογραφίες ενηλίκων, αλλά άνθρωποι µε ξεχωριστή αναπτυσσόµενη προσωπικότητα και µε ιδιαίτερες ανάγκες, προπάντων ως προς τον τρόπο διαπαιδαγώγησής τους, αλλά και ως
10
προς τον τρόπο µεταχείρισής τους, όταν τελούν αξιόποινες πράξεις. Τη συµπεριφορά των νέων και το γιατί υποκύπτουν σε παραβάσεις µπορούµε να τη δούµε σε ένα κλασικό κείµενο από τη Ρητορική του Αριστοτέλη. «Οι νέοι δεν έχουν κακές διαθέσεις. Είναι µάλλον καλοί, επειδή ακόµη δεν είδαν πολλά παραδείγµατα διεφθαρµένων ανθρώπων. Είναι ευκολόπιστοι, επειδή ακόµη δεν τους έχουν εξαπατήσει συχνά. Όλα τα σφάλµατά τους προέρχονται από την υπερβολή, επειδή οι νέοι δεν τηρούν τον λόγο του Χίλωνα -µηδέν άγαν-. Αλήθεια υπερβάλλουν σε όλα. Αγαπούν υπερβολικά, µισούν υπερβολικά και το ίδιο συµβαίνει και για όλες τις άλλες πράξεις τους. Πιστεύουν πως ξέρουν τα πάντα και ανακατεύονται στα πάντα και για αυτόν ακριβώς το λόγο είναι υπερβολικοί. Αν συµβεί και διαπράξουν κάποιο αδίκηµα αυτό οφείλεται στην αυθάδεια και όχι σε κακία». Επειδή λοιπόν ο χαρακτήρας και η προσωπικότητα των ανηλίκων διαφέρουν από τους ενήλικες, το δίκαιο ανηλίκων διαφοροποιείται από το κυρίως ποινικό δίκαιο, διότι ο στόχος του δικαίου των ανηλίκων αποβλέπει προπάντων στη διαπαιδαγώγησή τους και στην αποτροπή τέλεσης νέων αδικηµάτων και όχι στην τιµώρησή τους ή την ανταπόδοση του διαπραχθέντος αδίκου. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να κινείται και ο ρόλος του συνηγόρου του ανηλίκου. Συγκεκριµένα, ο συνήγορος του ανηλίκου πρέπει να έχει ως πρωταρχικό µέληµα, την αποκάλυψη στο ∆ικαστήριο της προσωπικότητας και των αναγκών του ανηλίκου. Με τη βοήθεια του συνηγόρου του θα πρέπει ο ανήλικος να καταλάβει τη σοβαρότητα της πράξεώς του και τον άδικο χαρακτήρα της. Θα µπορούσαµε να πούµε ότι ο Συνήγορος του ανηλίκου µαζί µε τους Επιµελητές των Ανηλίκων και το ∆ικαστήριο των Ανηλίκων, όλοι µαζί πρέπει να αποβλέπουν στη διαπαιδαγώγηση του ανηλίκου και να του καταστήσουν γνωστό σε περίπτωση που του επιβληθεί κάποιο αναµορφωτικό ή σωφρονιστικό µέτρο, ότι τούτο οφείλεται όχι στην εκδίκηση από µέρους της πολιτείας, αλλά στην διαπαιδαγώγησή του και στην αποτροπή τέλεσης από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων. Εξίσου σηµαντικός για την αποκάλυψη της
11
ουσιαστικής αλήθειας, αλλά και για την προστασία των συµφερόντων του θύµατος, είναι και ο ρόλος της πολιτικής αγωγής. ∆υνάµει ειδικής διάταξης του νόµου, οι ανήλικοι, ως πολιτικώς ενάγοντες παρίστανται µε τους νοµίµους αντιπροσώπους τους σύµφωνα µε τα άρθρα 128, 229-230 και 1510 επ.ΑΚ 82 παρ.2 ΚΠ∆. Στο σηµείο αυτό σηµαντικός είναι και πάλι ο ρόλος του συνηγόρου του ανηλίκου, ο οποίος θα πρέπει µε τη βοήθεια και των επιµελητών να φέρει σε επαφή τον ανήλικο κατηγορούµενο µε το θύµα για την έκφραση συγγνώµης και την εν γένει εξώδικη διευθέτηση της διαφοράς. Η συνδιαλλαγή αυτή θεωρείται ως διαδικασία που περιλαµβάνει τη διαµεσολάβηση, τη διαιτησία κλπ., και έχει ως αποτέλεσµα την αποζηµίωση, την αποκατάσταση της βλάβης και τη συµφιλίωση θύµατος και δράστη σύµφωνα µε το άρθρο 122 παρ.1 περ.στ.ΠΚ. Πέραν τούτων, ο συνήγορος του ανηλίκου πρέπει να είναι βοηθός και παραστάτης του για την εξασφάλιση ορισµένων βασικών δικονοµικών δικαιωµάτων του ανηλίκου κατηγορουµένου, όπως το τεκµήριο αθωότητας, η αρχή της ισότητας των όπλων, η αρχή της χωρίς καθυστέρησης διεξαγωγής της δίκης, η προστασία του ανηλίκου κατά παράνοµης έρευνας, σύλληψης, απόσπασης οµολογίας και προσωπικής κράτησης. Ζήτηµα δε είχε δηµιουργηθεί από το γεγονός ότι το ∆ικαστήριο Ανηλίκων δεν µπορούσε να διορίζει αυτεπαγγέλτως υπέρ του ανηλίκου συνήγορο, αφού ο διορισµός αυτός προβλέπεται µόνο για δίκες σε βαθµό κακουργήµατος κατά το άρθρο 340 παρ.1 ΚΠ∆ και ο ανήλικος θεωρείται κατά πλάσµα ότι διαπράττει µόνο πληµµελήµατα άρθρο 18 ΠΚ. Εξάλλου µε ειδική νοµοθετική παρέµβαση άρθρο 17 Ν. 2721/1999 προστέθηκε στο ΚΠ∆ ένα νέο άρθρο το 96Α δυνάµει του οποίου Συνήγορος διορίζεται όταν και ο κατηγορούµενος, κατά του οποίου είχε ασκηθεί ποινική δίωξη σε βαθµό πληµµελήµατος, δεν έχει την οικονοµική δυνατότητα να διορίσει συνήγορο. Τελικά µε το νόµο 3226/2004 ο νοµοθέτης επιχείρησε να ρυθµίσει τα συναφή θέµατα διεξοδικότερα, καταργώντας το άρθρο 96 Α ΚΠ∆ και θεσπίζοντας διατάξεις για παροχή νοµικής βοήθειας σε
12
πολίτες χαµηλού εισοδήµατος. Η ρύθµιση αυτή εφαρµόζεται πλέον αναλογικά και στους ανηλίκους. Σχετικά µε το υπό συζήτηση θέµα, ήτοι το Πρόγραµµα Νοµικής Βοήθειας για Νέους, η πεποίθηση του ∆ικαστηρίου Ανηλίκων είναι ότι το πρόγραµµα αυτό είναι σηµαντικό στο πλαίσιο τόσο της υπεράσπισης του ανηλίκου όσο και του παιδαγωγικού ρόλου του συνηγόρου του ανηλίκου. Σηµειώνεται µάλιστα ότι, εάν ο παραβάτης ανήλικος έχει ως υπερασπιστή του συνήγορο κοντά στην ηλικία του, τούτο του δηµιουργεί µεγαλύτερη ευθύνη για τις πράξεις του και ευαισθητοποιείται στο να αποφύγει παρόµοιες πράξεις στο µέλλον, καθόσον δηµιουργείται µεγαλύτερη σχέση εµπιστοσύνης µεταξύ τους. Αυτό προκύπτει και από το ότι όταν στη δεκαετία του ’70 άρχισαν να λειτουργούν στις ΗΠΑ ∆ικαστήρια Νέων, στο οποίο µόνο ο Πρόεδρος αυτού είναι ενήλικας, ενώ τα άλλα µέλη νέοι, εφηβικής και µετεφηβικής ηλικίας, τα δικαστήρια αυτά έχουν επιτύχει έκτοτε αξιοσηµείωτα αποτελέσµατα στην καταπολέµηση της παραβατικότητας και υποτροπής του ανηλίκου. Ως ∆ικαστήριο Ανηλίκων εκφράζουµε την ευχή τα µέλη του προγράµµατος αυτού να είναι νέοι δικηγόροι, οι οποίοι θα ενηµερωθούν και θα εκπαιδευθούν στο ∆ίκαιο των Ανηλίκων για την παροχή των υπηρεσιών τους στους ανηλίκους. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να τονισθεί ότι η νοµική συµπαράσταση προς τους ανηλίκους σε συνδυασµό µε την ενηµέρωσή τους για τις ποινικές κατηγορίες που τους αποδίδονται, είναι ένα δικαίωµα που προβλέπεται ρητά από σειρά κορυφαίων διεθνών συµβάσεων επικυρωµένων από τη χώρα µας, όπως η ∆ιεθνής Σύµβαση για τα ∆ικαιώµατα του Παιδιού (άρθρο 40 παρ.2 2β΄), το ∆ιεθνές Σύµφωνο για τα Ατοµικά και Πολιτικά ∆ικαιώµατα (άρθρο 14 παρ. 3 περ. α και β΄) και η Ευρωπαϊκή Σύµβαση για τα ∆ικαιώµατα του Ανθρώπου (άρθρο 6 παρ. 3 παρ. α και γ΄), όπου µάλιστα αναφέρεται ότι ο κατηγορούµενος πρέπει να µπορεί να αναθέτει την υπεράσπισή του σε συνήγορο της εκλογής του. Σας ευχαριστώ για την πρόσκλησή σας και θα ήθελα όλοι µαζί να είµαστε βοηθοί και αρωγοί, καθένας από την πλευρά του
13
για τους ανήλικους, οι οποίοι σήµερα πλήττονται από πολλούς παράγοντες που τους οδηγούν πολλές φορές άθελά τους στην παραβατικότητα. Σοφία ∆ροσοπούλου: Ευχαριστούµε την κ. Τραγουδάρα για τα σηµαντικά που µας είπε, όπως το ότι οι νέοι υπερβάλλουν και το ότι πρέπει να αντιµετωπίζονται ως παιδιά που υπερβάλλουν. Επίσης, αυτό που χρειάζεται δεν είναι η τιµωρία αλλά η διαπαιδαγώγηση. Πολύ σηµαντικό είναι αυτό που ανέφερε για το πώς συγκροτείται το ∆ικαστήριο Ανηλίκων στις ΗΠΑ - από νέους, εφηβικής και µετεφηβικής ηλικίας και µόνο ο Πρόεδρος είναι ενήλικας. Τα ∆ικαστήρια δε αυτά των Νέων επέτυχαν σηµαντικά αποτελέσµατα. Πριν προχωρήσουµε στον επόµενο οµιλητή, θέλω να αναφέρω ότι στην αίθουσα του ∆.Σ.Α παρευρίσκεται και η Σύµβουλος του ∆.Σ.Α κ. Μαρία Κουβέλη και ο Σύµβουλος κ. Παναγιώτης Γαλετσέλης. Η κ. Ευαγγελία Κογιαννάκη έχει τον λόγο. Ευαγγελία Κογιαννάκη, Νοµικός, Προϊσταµένη Τµήµατος ∆ικασίµων Υπηρεσίας Επιµελητών Ανηλίκων ∆ικαστηρίου Ανηλίκων Αθηνών
Εισήγηση: «Πρότυπα διαχείρισης του ανήλικου παραβάτη και ο ρόλος των Υπηρεσιών Επιµελητών Ανηλίκων (ΥΕΑ)»
Ξεκινώντας θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Πρόεδρο του ∆.Σ.Α. και τον Γεν. Γραµµατέα Νέας Γενιάς που είχαν την πρωτοβουλία αυτής της διοργάνωσης, και όλους εσάς που σήµερα βρίσκεστε εδώ προκειµένου ν’ ανταλλάξουµε την εµπειρία, και τον προβληµατισµό µας στην κοινή προσπάθεια για την αποτελεσµα14
τική αντιµετώπιση της ανήλικης παραβατικότητας, προς όφελος τόσο των ίδιων των νεαρών παραβατών, όσο και της κοινωνίας γενικότερα. ∆εδοµένου ότι πολλά είναι τα θέµατα που συναρτώνται µε την ποινική αντιµετώπιση του φαινοµένου της «νεανικής παραβατικότητας», ώστε να είναι αδύνατον να εξαντληθούν στον περιορισµένο χρόνο που έχουµε στη διάθεση µας, θα επιχειρήσουµε: 1. Μια σύντοµη αναδροµή στα πρότυπα-µοντέλα διαχείρισης του ανήλικου παραβάτη, µέσα από τα οποία διαγράφηκε και η ιστορική εξέλιξη του ∆ικαίου Ανηλίκων και 2. Συνοπτική παρουσίαση του ρόλου της ΥΕΑ και της θέσης της στο πλαίσιο του προτύπου που επικρατεί σήµερα. Έως τα τέλη του 19ου αι. στις περισσότερες προηγµένες χώρες αλλά και στην Ελλάδα η αντιµετώπιση των ανηλίκων παραβατών στηρίχθηκε στην καθολική αντίληψη εκείνης της εποχής, ότι κύρια αποστολή της ποινής και για τους ανήλικους παραβάτες είναι, αφ’ ενός η ανταποδοτική τιµώρηση του δράστη, και αφ’ ετέρου ο ψυχολογικός καταναγκασµός των υπολοίπων µελών της κοινωνίας (κλασική σχολή του Π∆). Το µοντέλο αυτό χαρακτηρίστηκε τιµωρητικό. Σύντοµα όµως έγινε φανερό ότι η θεώρηση αυτή οδηγεί σε αδιέξοδα και στην αύξηση της υποτροπής, ιδιαίτερα όταν η στάση αυτή απέναντι στον παραβάτη δεν συνοδεύεται από µία παράλληλη προσπάθεια της Πολιτείας για βελτίωσή του. Με την ανάπτυξη κατά τον 20ο αι. των επιστηµών συµπεριφοράς και ειδικότερα της εξελικτικής ψυχολογίας, εδραιώθηκε η πεποίθηση ότι οι ανήλικοι δεν είναι απλώς µικρογραφίες ενηλίκων, αλλά άνθρωποι µε ξεχωριστή αναπτυσσόµενη προσωπικότητα και ψυχοδιανοητικές ιδιαιτερότητες, και τούτο είχε αντίκτυπο κυρίως ως προς τον τρόπο διαπαιδαγώγησής τους, αλλά και ως προς τον τρόπο µεταχείρισής τους, όταν τελούν αξιόποινες πράξεις. Κατ’ αυτόν τον τρόπο άρχισε να διαµορφώνεται µιά νέα τάση στην άσκηση της αντεγκληµατικής πολιτικής, η οποία έθεσε ως
15
επίκεντρό της την προσωπικότητα του ανήλικου και τις δυνατότητες βελτίωσής της. Με αφετηρία αυτή την αντίληψη διαµορφώθηκε ένα νέο µοντέλο-πρότυπο διαχείρισης της νεανικής παραβατικότητας, το προνοιακό ή θεραπευτικό. Σύµφωνα µ’ αυτό η διάγνωση των αναγκών των ανηλίκων παραβατών και η θεραπευτική αντιµετώπισή τους επιδιώκονταν µε κοινωνικο-προνοιακές µεθόδους µε απώτερο στόχο την οµαλή επανένταξή τους στο κοινωνικό σύνολο. Ο κατά προτίµηση ειδικευµένος δικαστής, επικουρούµενος από εξειδικευµένους επαγγελµατίες, είχε ευρεία διακριτική ευχέρεια και ενεργούσε ωσάν γονέας για το καλό του ανηλίκου. ∆εν δεσµευόταν από ουσιαστικούς και δικονοµικούς κανόνες δικαίου και µε ευκολία αποφάσιζε την ιδρυµατική περίθαλψη του ανήλικου παραβάτη, όπου µε διάφορες µεθόδους επιχειρούνταν η ψυχοκοινωνική του προσαρµογή. Ωστόσο, παρά τις ευγενείς προθέσεις των εµπνευστών το προτύπου αυτού και κυρίως λόγω της κακής λειτουργίας των ιδρυµάτων αυτών και της έλλειψης προϋποθέσεων επανακοινωνικοποίησης µετά την απόλυση, η πολιτική αυτή αποδείχθηκε αναποτελεσµατική και οδήγησε στον αυθαίρετο περιορισµό των ανθρωπίνων δικαιωµάτων και ελευθεριών. Εξάλλου, φανερή ήταν και η εσωτερική αντίφαση του προτύπου, ότι δηλαδή αφού η ίδια η Πολιτεία φέρει µεγάλο µερίδιο ευθύνης στην εξάπλωση της παραβατικής συµπεριφοράς των νέων (αδυναµίες του εκπαιδευτικού συστήµατος, έλλειψη ίσων ευκαιριών, ανεργία κ.ά) πώς νοµιµοποιείται να παρεµβαίνει µε τόσο δραστικό τρόπο στη ζωή και την προσωπικότητα των παραβατών; Σε αντιδιαστολή λοιπόν του προτύπου αυτού αναπτύχθηκε το δικαιϊκό πρότυπο, που επικεντρώθηκε στην ίδια την παράβαση, και όχι στην προσωπικότητα του παραβάτη. Οι πράξεις του κατά την εφηβεία δεν αντιµετωπίζονταν µε κάθε κόστος ως αντικείµενο θεραπείας, καθόσον έγινε δεκτό ότι έχουν συµπτωµατικό και προσωρινό χαρακτήρα. Ως κύριος στόχος τέθηκε η επανένταξη του παραβάτη σε µια κοινωνία που σέβεται τα δικαιώµατά του ως πολίτη. Η άκαµπτη όµως εφαρµογή του δικαιϊκού προτύ16
που από τα νοµικά συστήµατα χωρών που το υιοθέτησαν, όπως η Αµερική και η Γερµανία, οδήγησε σε ακραίες απλουστεύσεις για περισσότερο «νόµο και τάξη» αγνοώντας το γεγονός, ότι λόγω των ψυχολογικών ιδιορρυθµιών των ανηλίκων και ιδίως λόγω του παροδικού και εύπλαστου χαρακτήρα της παραβατικότητάς τους, επιβάλλεται ιδιαίτερη σύνεση στη χάραξη και εφαρµογή της σχετικής αντεγκληµατικής πολιτικής. Οι σύγχρονες αντιλήψεις που προέκυψαν µετά από αξιολόγηση των παραπάνω προτύπων, αναγνώρισαν ότι η λύση βρίσκεται στη ρεαλιστική εξισορρόπηση τους, στο συγκερασµό δηλαδή µεταξύ πρόνοιας και δικαιοσύνης, προνοιακού και δικαιϊκού προτύπου. Σύµφωνα µε την αρχή αυτή το κύριο βάρος στην αντιµετώπιση των νεαρών παραβατών εξακολουθεί να εστιάζεται στην αποτελεσµατική διαπαιδαγώγησή τους, δεδοµένου ότι, ως προσωπικότητες υπό διαµόρφωση, η περαιτέρω εξέλιξή τους και η κατεύθυνση προς την παραβατικότητα ή την κοινωνικοποίηση, εξαρτάται από το είδος των επιδράσεων που θα τους ασκηθούν. Επιπρόσθετα όµως αναγνωρίζεται, ότι η διαπαιδαγώγηση αυτή θα πρέπει να επιχειρείται και µε τη δική τους προσωπική προσπάθεια και ενεργητική συµµετοχή, αλλά και µε σεβασµό από την Πολιτεία της προσωπικότητας, της ελευθερίας και της αξίας τους ως ανθρώπων παράλληλα δηλαδή µε τη διαφύλαξη των θεµελιωδών συνταγµατικά κατοχυρωµένων δικαιωµάτων τους (τεκµήριο αθωότητας, αρχή της χωρίς καθυστέρηση διεξαγωγής της δίκης, παρουσία συνηγόρου σε όλες τις φάσεις της διαδικασίας, πλήρης και ουσιαστική αιτιολόγηση των αποφάσεων που τον αφορούν κ.ά.). Κατά τη δεκαετία του 1980 η τάση αυτή θεωρήθηκε ως απαραίτητη προϋπόθεση για την ορθή απονοµή δικαιοσύνης στους νέους. ∆ιατυπώθηκε άλλωστε στα σηµαντικότερα διακρατικά κείµενα, µεταξύ των οποίων στους «Ελάχιστους ή Στοιχειώδεις Κανόνες για την Απονοµή της ∆ικαιοσύνης σε Ανηλίκους», στη «∆ιεθνή Σύµβαση για τα ∆ικαιώµατα του Παιδιού» που κυρώθηκε
17
από την Ελλάδα µε το Ν. 2101/1992 και αποτελεί νόµο του κράτους µε αυξηµένη τυπική ισχύ και στις συστάσεις της Επιτροπής Υπουργών του Συµβουλίου της Ευρώπης 20/87 και 20/2003 σχετικά µε τις κοινωνικές αντιδράσεις στη νεανική παραβατικότητα, τους νέους τρόπους µεταχείρισής της και το ρόλο της ∆ικαιοσύνης. Σηµαντική θέση, µεταξύ άλλων, κατέχει και η αναγνώριση από την επικρατούσα τάση του αναφαίρετου και ενισχυµένου δικαιώµατος του ανηλίκου στη νοµική υπεράσπιση από τα πρώτα κιόλας στάδια της ποινικής διαδικασίας. Όλα αυτά τα διεθνή κείµενα δεν φαίνεται να είχαν επιδράσει ουσιωδώς στην ελληνική έννοµη τάξη ως προς την αντιµετώπιση των ανηλίκων παραβατών, έως την ψήφιση του Ν. 3189/2003. Αντίθετα, σαφές προβάδισµα φαίνεται να είχε η προσήλωση στο προνοιακό πρότυπο που είχε καθιερωθεί και στην Ελλάδα από τη 2η δεκαετία του 20ου αι. Με τον παραπάνω νόµο ο Έλληνας νοµοθέτης, όχι µόνον εναρµόνισε το δίκαιο της χώρας µας µε τις σύγχρονες διεθνείς τάσεις για την εισαγωγή του δικαϊικού προτύπου, αλλά έθεσε στη διάθεση των εφαρµοστών του σειρά πρωτοποριακών ρυθµίσεων. Μ’ αυτές εµπλουτίζεται σηµαντικά η «γκάµα» των αναµορφωτικών και θεραπευτικών µέτρων, τα οποία µπορούν να εξατοµικεύσουν την εκάστοτε προσήκουσα ποινική µεταχείριση ενός ανηλίκου, και µάλιστα µε συγκεκριµένη διάρκεια, καθιερώνεται η δυνατότητα παράκαµψης της ποινικής διαδικασίας, διευρύνονται οι δυνατότητες άσκησης έφεσης από τον ανήλικο και γενικότερα ενισχύονται τα δικονοµικά του δικαιώµατα. Σε κάθε περίπτωση όµως διατηρείται η βασική αρχή της διαπαιδαγώγησης σύµφωνα µε την οποία, ο άξονας µεταχείρισης των παραβατικών ανηλίκων, είναι παιδευτικός και όχι τιµωρητικός και κατασταλτικός. Έτσι, η στέρηση της ελευθερίας του ανηλίκου θα πρέπει ν’ αποτελεί το έσχατο καταφύγιο της έννοµης τάξης, την τελευταία εναλλακτική λύση του εφαρµοστή του δικαίου καθόσον µάλιστα ουδόλως µπορεί να εγγυηθεί την βελτίωσή του. Αντίθετα, σύµφωνα µε τα πορίσµατα σχετικών επιστηµονικών
18
ερευνών τη µεγαλύτερη αποτελεσµατικότητα κυρίως ως προς τη µείωση της υποτροπής των παραβατικών ανηλίκων, φαίνεται να έχουν εξωιδρυµατικά µέτρα και προγράµµατα, που στοχεύουν να παράσχουν υποστήριξη στον ανήλικο και την οικογένειά του. Ο ρόλος, η λειτουργία και οι µέθοδοι των ΥΕΑ βρίσκονται από της δηµιουργίας τους στην καρδιά της διαπαιδαγωγικής αποστολής του συστήµατος ποινικής δικαιοσύνης για ανηλίκους. Ήδη από τη δεκαετία του 1930, κυρίως όµως µε τον Ν. 2793/54 µε τον οποίο προσδίδεται στην Υπηρεσία επιστηµονική αλλά και επαγγελµατική υπόσταση, η ΥΕΑ αποτελεί τον αποκλειστικό εξειδικευµένο και µόνιµο φορέα παροχής ψυχοκοινωνικών υπηρεσιών και συνδροµής στους ανηλίκους που διέρχονται από το σύστηµα ποινικής δικαιοσύνης. Ιδιαίτερα µε το Ν. 378/76 συστήνεται για πρώτη φορά κλάδος επιµελητών ανηλίκων και µάλιστα πολυσυλλεκτικός, δεδοµένου ότι στα απαιτούµενα για το διορισµό προσόντα προβλέπονται µιά σειρά από πτυχία κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστηµών αντανακλώντας µε τον τρόπο αυτό τη βούληση του νοµοθέτη για ολιστική µεταχείριση του ανήλικου παραβάτη. Η ΥΕΑ έχει διαµορφωθεί ως ειδική περιφερειακή υπηρεσία του Υπουργείου ∆ικαιοσύνης και υπάγεται στη «∆ιεύθυνση Πρόληψης Εγκληµατικότητας και Κοινωνικής Ένταξης Νέων» τα σχετικά δε µε την οργάνωση και λειτουργία της ρυθµίζονται στο Π.∆. 49/79, το οποίο ισχύει έως και σήµερα. Τα καθήκοντα των Επιµελητών όπως περιγράφονται στα παραπάνω νοµοθετήµατα διαρθρώνονται σε δύο άξονες: την κοινωνική έρευνα (έρευνα προσωπικότητας και έρευνα συνθηκών διαβίωσης/διαγνωστική φάση) και την κοινωνική διαπαιδαγώγηση (οιονεί θεραπευτική φάση). Κατά την διαγνωστική φάση οι Επιµελητές Ανηλίκων διενεργούν κοινωνική έρευνα, τόσο για τους ανηλίκους εναντίον των οποίων εκκρεµεί ποινική δίωξη (πεδίο καταστολής), όσο και για τους ανηλίκους που αντιµετωπίζουν δυσχέρειες κοινωνικής προσαρµογής (πεδίο πρόληψης). Με βάση τα στοιχεία που θα συλλεγούν κατά τη διενέργεια της, συντάσσουν εµπεριστατωµένη και τεκµηριωµένη έκθεση, στην οποία
19
οφείλουν να εκφράσουν την γνώµη τους σχετικά µε την κατάλληλη και µεστή νοήµατος µεταχείριση που θα πρέπει να επιβληθεί από το δικαστήριο. Οι εκθέσεις αυτές είναι απόρρητες και δεν µπορούν να επισυναφθούν στη δικογραφία, ούτε ν’ αναγνωσθούν στο ακροατήριο. Κατά τη δεύτερη φάση της δραστηριότητάς τους (οιονεί θεραπευτική), καθήκον τους αποτελεί η άσκηση του αναµορφωτικού µέτρου της επιµέλειας, εφόσον βέβαια έχει επιλεγεί ως το κατάλληλο από το ∆ικαστήριο· δηλαδή η καθοδήγηση, εποπτεία και η συµβουλευτική υποστήριξη του ανηλίκου και της οικογένειάς του, µε τελικό στόχο την οµαλή επανένταξή του στο κοινωνικό σύνολο. Παράλληλα στα καθήκοντά τους περιλαµβάνεται, πλην των άλλων, και η προστατευτική επίβλεψη-παρακολούθηση των λοιπών αναµορφωτικών µέτρων. ∆εδοµένου ότι, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, µε το Ν.3189/2003 τα αναµορφωτικά και θεραπευτικά µέτρα εµπλουτίζονται, ο ρόλος και το έργο των ΕΑ διευρύνεται. Λαµβανοµένων δε υπόψη και των ραγδαίων κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων των τελευταίων δεκαετιών, που µεταξύ των άλλων είχαν ως συνέπεια µεγάλο µέρος των ανηλίκων που προσάγονται στο ∆ικαστήριο να είναι αλλοδαποί, άτοµα µε διαφορετική γλώσσα, κουλτούρα και ανάγκες, είναι προφανές ότι ο ρόλος των επιµελητών προκύπτει απαιτητικότερος και πολυπλοκότερος. Προκειµένου λοιπόν οι Επιµελητές Ανηλίκων να µπορούν ν’ ανταποκριθούν στο νέο αυτό θεσµικό και κοινωνικό περιβάλλον, δεν αρκεί η τεχνογνωσία, η ευαισθησία, η υπευθυνότητα και η αφοσίωση στο έργο τους, χαρακτηριστικά άλλωστε που έχουν δοκιµασθεί και αναγνωρισθεί στην πράξη, αναγκαία είναι και η εκ µέρους της Πολιτείας δηµιουργία των απαραίτητων εκείνων υποδοµών και θεσµικών παρεµβάσεων, που θα επιτρέψουν τόσο την αξιοποίηση των καινοτόµων ρυθµίσεων του Ν. 3189/2003, όσο και την ανταπόκριση στα σύγχρονα κοινωνικά δεδοµένα. Ενδεικτικά αναφέρεται η ανάγκη για την εξασφάλιση των προϋποθέσεων εκείνων που θα επιτρέψουν την υλοποίηση των εναλλακτικών αναµορφωτικών µέτρων της αναδοχής, κοινωφελούς ερ20
γασίας, της εφαρµογής ψυχολογικών και κοινωνικών προγραµµάτων και η πρόβλεψη διαδικασιών επιµόρφωσης, όσων εµπλέκονται µε την ποινική δίκη του ανηλίκου. Με την εξασφάλιση των παραπάνω προϋποθέσεων είναι δυνατή η εφαρµογή των αρχών της ελάχιστης παρέµβασης και της επικουρικότητας των ιδρυµατικών κυρώσεων έναντι των εξωιδρυµατικών, όπως άλλωστε ορίζεται και στο άρθ. 40 της ∆ΣΠ, αλλά και σε όλα τα διεθνή διακρατικά κείµενα. Αξίζει να σηµειωθεί ότι για τα παραπάνω ζητήµατα η ΥΕΑ Αθήνας επανειληµµένως έχει αναφερθεί στην εκάστοτε πολιτική ηγεσία του Υπουργείου ∆ικαιοσύνης, χωρίς όµως έως και σήµερα να έχει λάβει συγκεκριµένες απαντήσεις. Στην κοινή αυτή προσπάθεια για την κατοχύρωση τόσο στο πεδίο των θεσµών, όσο και στο πεδίο των εφαρµογών του συγκερασµού του προνοιακού και δικαιϊκού προτύπου, η ΥΕΑ καλείται να παίξει έναν εξισορροπητικό ρόλο. Η κινητοποίηση του ανηλίκου και της οικογένειας προκειµένου να επιδιώκεται από τους ίδιους, οικεία βουλήσει, και κατά τρόπο ενεργητικό, µέσα από τη συνειδητοποίηση των ψυχοκοινωνικών τους αναγκών, η αυτοβελτίωσή τους προάγει τον σεβασµό της προσωπικότητας τού ανηλίκου, της ιδιωτικής ζωής και της οικογένειας. Από την άλλη, η αξιοποίηση όλων των φορέων της κοινότητας και η διασύνδεση του ανηλίκου και της οικογένειας, από τα πρώτα κιόλας στάδια, µε αυτούς εµπεριέχει την τάση για ελάχιστη παρέµβαση της ποινικής δικαιοσύνης και τον περιορισµό του στιγµατισµού τους. Τέλος η αγαστή συνεργασία των Υπηρεσιών µε όλους τους παράγοντες της ποινικής διαδικασίας για την διασφάλιση του σεβασµού των κατοχυρωµένων δικονοµικών δικαιωµάτων, της ανθρώπινης µεταχείρισης και της δίκαιης δίκης εµπεδώνει στους ανηλίκους και αυριανούς πολίτες το αίσθηµα δικαίου και την πεποίθηση για την πραγµάτωση της δηµοκρατίας που αποτελούν τις βάσεις για την κοινωνική τους επανένταξη. Έχουµε τη βεβαιότητα ότι η αρµονική και εντατική συνεργασία όλων µας είναι εφικτή, ώστε µε την επιβαλλόµενη ευαισθησία και συναίσθηση ευθύνης που προσήκει στα όργανα ενός κοινω21
νικού κράτους δικαίου απέναντι στη νέα γενιά, να µπορέσουµε να δράσουµε αποτελεσµατικά και ορθολογικά στην πρόληψη και τον περιορισµό της παραβατικότητας των νέων. Πρωτοβουλίες σαν τη σηµερινή κινούνται ασφαλώς σε αυτήν την κατεύθυνση. Σοφία ∆ροσοπούλου: Ευχαριστούµε πολύ την κ. Κογιαννάκη. Πραγµατικά µας ενηµέρωσε εκτενώς για το ρόλο των υπηρεσιών των Επιµελητών Ανηλίκων. Μας έδωσε να αντιληφθούµε ότι υπάρχει το νοµοθετικό πλαίσιο το οποίο είναι αρκετά καινοτόµο, αλλά χρειάζονται θεσµικές παρεµβάσεις και υποστήριξη των παιδιών, διαπαιδαγώγηση αυτών και λήψη εξωιδρυµατικών µέτρων. Στη συνέχεια το λόγο έχει ο κ. Γεώργιος Τζανακάκης. Γεώργιος Τζανακάκης, Αστυνοµικός ∆ιευθυντής-Προϊστάµενος Υποδιεύθυνσης Προστασίας Ανηλίκων
Εισήγηση: «Προστασία ανηλίκων θυµάτων και αντιµετώπιση -χειρισµός των ανηλίκων παραβατών από τις αστυνοµικές υπηρεσίες»
Με την προστασία ανήλικων θυµάτων αλλά και µε τον χειρισµό ανήλικων παραβατών από αστυνοµικής πλευράς ασχολούνται όλες οι υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνοµίας, ενώ στην Αττική και Θεσσαλονίκη λειτουργούν επιπλέον συγκεκριµένες και πιο εξειδικευµένες υπηρεσίες (Υποδ/νση Προστασίας Ανηλίκων Αττικής και Θεσσαλονίκης), που ασχολούνται µε τα θέµατα αυτά, χωρίς να σηµαίνει βέβαια ότι στις περιοχές αυτές οι λοιπές υπηρεσίες δεν επιλαµβάνονται επί τέτοιων θεµάτων και ανάλογα µε την καθ’ ύλη αρµοδιότητα τους. Η Υποδ/νση Προστασίας Ανηλίκων ιδρύθηκε το 1993 ως
22
υπηρεσία της ∆/νσης Ασφάλειας Αττικής. Προϋπήρχε βέβαια από το έτος 1986 το Τµήµα Προστασίας Ανηλίκων µε παρεµφερείς αρµοδιότητες το οποίο και εν συνεχεία αναβαθµίστηκε στην σχετική Υποδ/νση. Την αποτελούν δύο Τµήµατα και συγκεκριµένα: Το 1ο Τµήµα Προστασίας Ανηλίκων µε αντικείµενο την προστασία ανήλικων θυµάτων και συγκεκριµένα µε τα αδικήµατα που διαπράττονται σε βάρος των ανηλίκων (κακοποίηση –σεξουαλική, σωµατική, ψυχολογική–, πορνογραφία ανηλίκων –πλην αυτής µέσω διαδικτύου– σεξουαλική και οικονοµική εκµετάλλευση), αλλά και µε την προστατευτική φύλαξη ανηλίκων, την αποµάκρυνση τους από το οικογενειακό τους περιβάλλον όταν τούτο επιβάλλεται και κατόπιν εντολής της αρµόδιας εισαγγελικής αρχής καθώς και µε τις εξαφανίσεις ανηλίκων συνεπικουρώντας την αρµόδια υπηρεσία της ∆/νσης Ασφάλειας Αττικής. Το 2ο Τµήµα Ειδικής Μεταχείρισης Ανηλίκων µε αντικείµενο την παραβατικότητα των ανηλίκων και συγκεκριµένα σχηµατίζει τις δικογραφίες, λαµβάνει κατά κανόνα τις απολογίες των ανήλικων παραβατών ακόµα και αν δεν έχει επιληφθεί εξ αρχής της προανακρίσεως, κρατάει σε ειδικά κρατητήρια τους ανήλικους παραβάτες µέχρι την µεταγωγή τους στον αρµόδιο εισαγγελέα ή δικαστήριο εφόσον κρατείται ήδη σε καταστήµατα κράτησης ενώ κατά ένα µεγάλο ποσοστό µετάγει αυτούς στις αρµόδιες αρχές. Η παραβατικότητα των ανηλίκων από τα στατιστικά τουλάχιστον στοιχεία που τηρούνται στην υπηρεσία µας για τον νοµό Αττικής φαίνεται να περιορίζεται στις κλοπές (πορτοφολιών, ειδών ένδυσης και υπόδησης από καταστήµατα, τροχοφόρων κλπ.), διακίνηση ναρκωτικών ιδιαίτερα στο κέντρο της Αθήνας, ενώ οι λοιπές παραβάσεις του Π.Κ. κατέχουν σχετικά µικρό ποσοστό στην παραβατικότητα. Αξίζει να σηµειωθεί ότι από τις 2.500 περίπου συλλήψεις ή παραβάσεις ανηλίκων ετησίως ίσως είναι ένας αριθµός που τροµάζει, όµως το µεγαλύτερο ποσοστό (άνω του 50% είναι παραβάσεις του Κ.Ο.Κ., χωρίς αυτό βέβαια να σηµαίνει ότι οι συγκεκρι23
µένες παραβάσεις είναι ήσσονος σηµασίας αφού αφορά την ζωή των ανήλικων) και από το υπόλοιπο λίγες είναι παραβάσεις που έχουν να κάνουν µε σοβαρές µορφές παραβατικότητας (ληστείες, βιασµούς, όπλα, εµπρησµούς κλπ.). Το φαινόµενο των, από τα Μ.Μ.Ε. αποκαλούµενων, “συµµοριών ανηλίκων”, κατά την άποψη µας είναι ένα υπαρκτό θέµα όχι όµως στις διαστάσεις που του αποδίδονται. Πράγµατι υπάρχουν ειδικά σε ορισµένες περιοχές της Αττικής, “οµαδούλες” ή “παρεούλες” θα µπορούσαµε να τις αποκαλέσουµε, που όµως η δράση τους δεν έχει µόνιµο χαρακτήρα και περιορίζεται κατά κανόνα εντός της σχολικής κοινότητας ή της περιοχής διαµονής τους που συνήθως είναι κοινή, ενώ ο σκοπός τους είναι η αλληλοϋποστήριξη των “µελών” σε δεδοµένες καταστάσεις ή υποστήριξη τοπικιστικών “αντιλήψεων” τις οποίες “επιβουλεύονται” άλλες οµάδες τέτοιου είδους αλλά και η επίδειξη ισχύος έναντι των υπολοίπων. ∆εν έχουµε λοιπόν µια παραβατικότητα που να παρουσιάζει κάποια συστηµατικότητα, συλλογικότητα και συνέχεια µε διαµορφωµένους και οροθετηµένους ρόλους των µελών στα πρότυπα οργανωµένων συµµοριών. Σαφώς και δεν πρέπει να υποτιµούµε τέτοια φαινόµενα και η προσπάθεια τόσο της αστυνοµίας όσο και των λοιπών φορέων θα πρέπει να κατατείνει στον περιορισµό ή την εξάλειψη τέτοιων συµπεριφορών αφού τέτοιες δράσεις ενίοτε έχουν πολύ άσχηµα αποτελέσµατα. Το µεγαλύτερο όµως πρόβληµα δηµιουργείται όταν η δράση αυτών των “οµάδων” ξεφεύγει από τα παραπάνω και “αναβαθµίζεται” µε την διάπραξη σοβαρών αδικηµάτων ή ακραίων συµπεριφορών, όπως ληστείες σε συνοµήλικους τους µε την χρήση αυτοσχέδιων ή µη όπλων (µαχαίρια, σιδερογροθιές, αλυσίδες, ρόπαλα κλπ.), ξυλοδαρµούς για λόγους αντεκδίκησης, βιασµούς συνοµήλικων τους κλπ. Παρά το γεγονός ότι τέτοιες ακραίες συµπεριφορές είναι σχετικά λίγες ετησίως, τουλάχιστον όπως φαίνεται από τα στατιστικά στοιχεία, µε δεδοµένο ότι στις ηλικίες αυτές η µίµηση είναι ένα γε24
γονός αδιαµφισβήτητο, θα πρέπει να ληφθούν µέτρα από όλους τους φορείς να αποτρέπονται τέτοιες συµπεριφορές. Τα µέτρα αυτά θέλουµε να πιστεύουµε ότι δεν µπορεί να είναι µόνο αστυνοµικά ή µόνο κατασταλτικά αλλά πάνω απ’ όλα προληπτικά και κοινωνικά. Τόσο η υπηρεσία µας όσο και οι λοιπές υπηρεσίες της Αστυνοµίας που επιλαµβάνονται υποθέσεων µε παραβάτες ανήλικους έχουν ως πρώτιστο καθήκον και υποχρέωση να διασφαλίζουν µε κάθε τρόπο τα δικαιώµατα αυτών. Καθ’ ον µέρος αφορά την Υποδ/νση Προστασίας Ανηλίκων τούτο τηρείται κατ’ απόλυτο τρόπο. Προς τούτο αφενός µεν δίδονται συνεχώς σχετικές οδηγίες στο προσωπικό, η υλοποίηση των οποίων παρακολουθείται ανελλιπώς και αφετέρου µε µέριµνα του Αρχηγείου έχουν εκδοθεί έντυπα που αναφέρουν άπαντα τα δικαιώµατά τους σε διάφορες γλώσσες τα οποία τους παραδίδονται µε σχετικό αποδεικτικό το οποίο επισυνάπτεται στη δικογραφία, ενώ παράλληλα ενηµερώνεται και η πρεσβεία τους σε περίπτωση αλλοδαπών παραβατών. Μια από τις πιο βασικές προτεραιότητες των υπηρεσιών που διαχειρίζονται ανήλικους παραβάτες είναι η κατά το δυνατόν πιο σύντοµη και ανώδυνη διεκπεραίωση των υποθέσεων ούτως ώστε ο χρόνος παραµονής τους στις εκάστοτε αστυνοµικές υπηρεσίες να είναι ο απολύτως αναγκαίος και υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες αλλά και η άµεση, κατά το δυνατόν βέβαια, ενηµέρωση των γονέων ή κηδεµόνων τους προκειµένου να γνωρίζουν τους λόγους κράτησης τους για την άσκηση δικαιωµάτων υπέρ των ανήλικων στο στάδιο της προανακριτικής τους απολογίας η οποία βέβαια λαµβάνεται σε γλώσσα που ο ανήλικος κατανοεί µε την χρησιµοποίηση, όπου αυτό απαιτείται, διερµηνέων και επί παρουσία νοµικού παραστάτη εφόσον βέβαια υποβληθεί τέτοιο αίτηµα. Σε αντίθετη περίπτωση ο ανήλικος δεν εξετάζεται προανακριτικά και γίνεται σχετική µνεία προς τούτο στην υποβλητική µας αναφορά. Παρά το γεγονός ότι η διασφάλιση των δικαιωµάτων των ανήλικων παραβατών είναι δεδοµένη, ως υπηρεσία θεωρούµε το
25
Πρόγραµµα Νοµικής Βοήθειας για Νέους ιδιαίτερα σοβαρό και την επέκταση του αναγκαία, όχι µόνο για τους ανήλικους παραβάτες αλλά και για τα ανήλικα θύµατα. Ίσως βέβαια από πρακτικής απόψεως να είναι δύσκολο να εφαρµοστεί στην προανακριτική διαδικασία λόγω και του περιορισµένου χρόνου περαίωσης της προανάκρισης αλλά εκτιµούµε ότι θα πρέπει να δοκιµάσουµε, ιδιαίτερα σε σοβαρές περιπτώσεις, τ’ αντανακλαστικά όλων των εµπλεκόµενων και να παρέµβουµε διορθωτικά όπου και όταν χρειάζεται. Σοφία ∆ροσοπούλου: Ευχαριστούµε πολύ τον κ. Τζανακάκη. Πραγµατικά µας έθεσε πολλούς προβληµατισµούς γύρω από το θέµα της προστασίας των ανηλίκων θυµάτων και ανηλίκων παραβατών. Αυτό είναι ένα θέµα που πρέπει να το δούµε καλά και πρέπει να το εξετάσει και ο Συνήγορος του Παιδιού και όχι µόνο. Στη συνέχεια το λόγο έχει η κ. Ευτυχία Κατσιγαράκη. Ευτυχία Κατσιγαράκη, Εγκληµατολόγος Msc, PhD, Προϊσταµένη Τµήµατος Πρόληψης Εγκληµατικότητας και Κοινωνικής Ένταξης Νέων Υπουργείου ∆ικαιοσύνης
Πρώτα από όλα επιτρέψτε µου να κάνω µια σύντοµη αναφορά, στο σκοπό και στις αρµοδιότητες του Τµήµατος Πρόληψης Εγκληµατικότητας και Κοινωνικής Ένταξης Νέων καθώς και των εποπτευοµένων από αυτό Φορέων Πρόληψης της Νεανικής Παραβατικότητας.
26
Εισήγηση: «Προγράµµατα νοµικής και κοινωνικής υποστήριξης ανηλίκων στο πλαίσιο της ποινικής δικαιοσύνης»
Σκοπός των ανωτέρω είναι η δηµιουργική ένταξη τόσο των ανηλίκων που διαβιούν σε δυσλειτουργικό οικογενειακό περιβάλλον και κινδυνεύουν να αναπτύξουν αντικοινωνικού ή παραβατικού τύπου συµπεριφορά, όσο και η πρόληψη της υποτροπής ανηλίκων που έχουν εκδηλώσει παραβατικού τύπου συµπεριφορές. Αρµοδιότητες - Η συγκέντρωση και επεξεργασία στοιχείων για τις µορφές της παραβατικής συµπεριφοράς των νέων και η εκπόνηση σχεδίων δράσης επαγγελµατικής κατάρτισης, εκπαίδευσης και ψυχολογικής υποστήριξης για ανήλικους που βρίσκονται σε ηθικό κίνδυνο, τα οποία δύναται να χρηµατοδοτηθούν από αντίστοιχα προγράµµατα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Εθνικών και ∆ιεθνών οργανισµών και φορέων. - Η εφαρµογή των αναγκαίων διοικητικών δράσεων για τη θέση, παρακολούθηση και άρση της επιµέλειας των ανηλίκων που βρίσκονται σε ηθικό κίνδυνο κατ' εφαρµογή των κειµένων διατάξεων. - Η επιµέλεια οργάνωσης, λειτουργίας και εποπτείας, των Υπηρεσιών Επιµελητών Ανηλίκων. (Σε κάθε ∆ικαστήριο Ανηλίκων, λειτουργεί Υπηρεσία Επιµελητών Ανηλίκων η οποία, εκτός από την άσκηση δράσεων πρόληψης της νεανικής παραβατικότητας, συνεπικουρεί και το έργο των ∆ικαστών Ανηλίκων). - Η άσκηση εποπτείας στις Εταιρείες Προστασίας Ανηλίκων, οι οποίες λειτουργούν στην έδρα κάθε Πρωτοδικείου. Στο σηµείο αυτό θα πρέπει να σηµειωθεί, ότι οι περισσότερες από τις Ε.Π. διαθέτουν Κοινωνική Υπηρεσία, η οποία επιλαµβάνεται των περιστατικών των ανηλίκων, πραγµατοποιεί κοινωνική έρευνα, παρακολουθεί και στηρίζει τους ανήλικους για όσο χρονικό διάστηµα κριθεί σκόπιµο, φροντίζοντας παράλληλα για την κοινωνική τους ένταξη. Οι Εταιρείες που έχουν εξασφαλίσει τους αναγκαίους πόρους και προϋποθέσεις, ιδρύουν Στέγες Φιλοξενίας Ανηλίκων όπου µέσα σε οικογενειακές συνθήκες παρέχουν πολύπλευρη υποστή27
ριξη όπως: • ∆ικαστική συνδροµή και νοµική βοήθεια • Υλική και κοινωνική στήριξη. • Μέριµνα: α) για την επαγγελµατική τους κατάρτιση, εκπαίδευση και επιµόρφωση. β) για τη πολιτιστική τους επιµόρφωση & ψυχαγωγία. Τα περιστατικά ανηλίκων µε τα οποία ασχολούνται αφορούν ανήλικα άτοµα: α) στα οποία έχουν επιβληθεί αναµορφωτικά µέτρα (άρθρο 122 παρ. 1 περιπτώσεις α΄, β΄, γ΄ και παρ. 2), β) έχουν απολυθεί από Ίδρυµα Αγωγής Ανηλίκων ή από σωφρονιστικό κατάστηµα ανηλίκων, γ) εκκρεµεί δίωξη για τέλεση αξιόποινης πράξης. δ) αντιµετωπίζουν σηµαντικές δυσχέρειες οικογενειακής & κοινωνικής προσαρµογής. Στέγες πλήρους φιλοξενίας διαθέτουν οι Ε.Π.Α. : 1. Αθηνών, µε φιλοξενία 20 ανηλίκων 2. Πειραιά, µε φιλοξενία 35 ανηλίκων 3. Βόλου, µε φιλοξενία 15 ανηλίκων 4. Κοζάνης, µε φιλοξενία 6 ανηλίκων 5. Ηρακλείου, µε φιλοξενία 10 ανηλίκων
Στέγες ηµερήσιας φιλοξενίας διαθέτουν οι Ε.Π.Α.: 1. Καρδίτσας, µε φιλοξενία 15 ανηλίκων 2. Αλεξανδρούπολης, µε φιλοξενία 30 ανηλίκων εναλλασσόµενων µε συνολικό αριθµό 200 ανηλίκων µηνιαία. (Στις Στέγες Ηµερήσιας Φιλοξενίας παρέχεται στους ανηλίκους σίτιση, ιατροφαρµακευτική περίθαλψη, ενισχυτική διδασκαλία, ψυχολογική και κάθε άλλης µορφή υποστήριξη). Θα πρέπει βέβαια να τονιστεί, ότι σηµαντικός αριθµός παιδιών που έχουν φιλοξενηθεί στις Στέγες των Ε.Π.Α φοιτούν ήδη στην Τριτοβάθµια εκπαίδευση. Επί πλέον, σε περιπτώσεις όπου ανήλικοι έχουν ανάγκη φι28
λοξενίας σε ειδικά Ιδρύµατα (θεραπευτικά κ.λ.π. ) οι Ε.Π.Α., συνεργάζονται µε άλλους αρµόδιους φορείς για την φιλοξενία τους.
Ας δούµε όµως πώς στην πράξη υποβοηθείται το έργο των Ε.Π.Α. διαµέσου των προγραµµάτων, παίρνοντας, ως παράδειγµα τη Στέγη Φιλοξενίας Περισσού.
Στο πλαίσιο υποβοήθησης του έργου της υλοποιούνται τα ακόλουθα προγράµµατα: ► Πρόγραµµα-Νοµικής-Κοινωνικής Υποστήριξης των φιλοξενούµενων παιδιών . ► Πρόγραµµα της Ιατρικής Σχολής του Παιδοψυχιατρικού Τµήµατος του Αττικού Νοσοκοµείου. Το οποίο διαιρείται σε τρία στάδια: Πρώτο στάδιο: (∆ιάγνωση-Αξιολόγηση αναγκών του παιδιού) ∆εύτερο στάδιο: Θεραπευτική προσέγγιση. Τρίτο στάδιο: Αποθεραπεία. ► Θεατρικό παιχνίδι: Το πρόγραµµα υλοποιείται σε συνεργασία µε το ∆ήµο Νέας Ιωνίας. ► Οµαδική λειτουργική απασχόληση δυο ηλικιακών οµάδων µε το κέντρο «Ίριδα» του ∆ήµου Νέας Ιωνίας. (Κέντρο Πρόληψης Τοξικοεξάρτησης Εφήβων). ► Πρόγραµµα συµβουλευτικής και ψυχοκοινωνικής στήριξης (το οποίο χρηµατοδοτείται από ιδιώτη χορηγό). ► Πρόγραµµα ενισχυτικής διδασκαλίας το οποίο υποστηρίζεται : α) από εθελοντές καθηγητές της Πρωτοβάθµιας και ∆ευτεροβάθµιας εκπαίδευσης που υπηρετούν σε σχολεία του ∆ήµου Νέας Ιωνίας καθώς & β) από ιδιώτες χορηγούς. Επίσης σηµαντική είναι και η συµµετοχή εθελοντών του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού σε δραστηριότητες που αφορούν τη συµµετοχή ή και συνοδεία των φιλοξενούµενων παιδιών σε διά29
Μελλοντικές ∆ράσεις 2010-2011: Υποβολή προτάσεων στο πλαίσιο υλοποίησης των ακολούθων Ευρωπαϊκών Προγραµµάτων:
30
φορες πολιτιστικές, ψυχαγωγικές δραστηριότητες. Σκόπιµο θα ήταν να σηµειωθεί, ότι στο ίδιο µοτίβο κινούνται και οι υπόλοιπες Στέγες Φιλοξενίας, οι οποίες όµως έχουν ένα σηµαντικό πλεονέκτηµα. Έχουν εναγκαλιστεί σε υπέρτατο βαθµό, τόσο από την τοπική κοινωνία, όσο και από τους τοπικούς κοινωνικούς φορείς. Τώρα σε επίπεδο κεντρικότερου σχεδιασµού: ● Έχει εγκριθεί το ποσόν των 640.000 Ευρώ για την επιµόρφωση µεταξύ άλλων, τόσο του προσωπικού των ΕΠΑ, όσο και των Υπηρεσιών Επιµελητών Ανηλίκων, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Προγράµµατος για την Κοινωνική Ενσωµάτωση των Υπηκόων Τρίτων Χωρών, το οποίο υλοποιείται από το Υπουργείο Εσωτερικών και χρηµατοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Ταµείο Ένταξης. ● Στο ίδιο πρόγραµµα για το έτος 2010 στη «∆ράση 5 ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ» έχουν ενταχθεί οι Ε.Π.Α. όλης της χώρας στην Ενέργεια 5.3 «Πρόγραµµα ∆ραστηριοτήτων Επιµορφωτικού, Πολιτιστικού & Ψυχαγωγικού χαρακτήρα ανηλίκων µεταναστών». ● Επίσης στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ 2007-2013 και ειδικότερα στο «Ε.Π. ∆ιοικητική Μεταρρύθµιση» έχει εγκριθεί η υλοποίηση δράσης που αφορά τη διασύνδεση-δικτύωση τόσο των Υ.Ε.Α., όσο και των Ε.Π.Α. Τέλος σε συνεργασία µε το Ι∆ΕΚΕ αναµένεται η ίδρυση Σχολών Γονέων σε κάθε Στέγη Φιλοξενίας των Ε.Π.Α., προκειµένου να παρέχουν συµβουλευτική και ψυχοκοινωνική στήριξη στις οικογένειες των φιλοξενούµενων παιδιών µε βάση τόσο τις εξατοµικευµένες ανάγκες όσο και τα ιδιαίτερα προβλήµατα που, αυτές, παρουσιάζουν.
1. Στο πρόγραµµα ΕΠ.Αν.Α∆ του Υπουργείου Απασχόλησης. Ειδικότερα, στο Θεµατικό Άξονα Προτεραιότητας 4 µε τίτλο «Πλήρης ενσωµάτωση σε µια κοινωνία ίσων ευκαιριών». 2. Συµµετοχή στο Ε.Π. ∆ιοικητικής Μεταρρύθµισης 2007-2013. Στον Άξονα Προτεραιότητας 7. «Ενδυνάµωση των πολιτικών ισότητας σ’ όλο το εύρος της δηµόσιας δράσης» (υπό το πρίσµα της βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης των οικογενειών από τις οποίες προέρχονται τα φιλοξενούµενα παιδιά, µε απώτερο στόχο την οµαλή και ασφαλή, µελλοντική επανένταξη των παιδιών στο οικογενειακό τους περιβάλλον). Κλείνοντας την παρούσα εισήγηση, οφείλω να παρατηρήσω ότι το εγχείρηµα για την πρόληψη της νεανικής παραβατικότητας είναι αρκετά δύσκολο. Όµως αξίζει, όλοι µας να το προσπαθήσουµε. Σας ευχαριστώ. Σοφία ∆ροσοπούλου: Ευχαριστούµε πολύ την κ. Κατσιγαράκη για την λεπτοµερή ενηµέρωσή µας γύρω από τα προγράµµατα νοµικής και κοινωνικής υποστήριξης ανηλίκων στα πλαίσια της Ποινικής ∆ικαιοσύνης. Παρακαλούµε τον κ. Γεώργιο Μόσχο να λάβει τον λόγο. Γεώργιος Μόσχος, Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη για τα δικαιώµατα του παιδιού
Εισήγηση: «Ο Συνήγορος του παιδιού και το δικαίωµα των ανηλίκων στη νοµική υπεράσπιση»
31
Ο Συνήγορος του Πολίτη, στο πλαίσιο της αποστολής του ως
Συνήγορος του Παιδιού, σύµφωνα µε τις προβλέψεις του Ν.3094/03, έχει αρµοδιότητα να ενεργεί ως υπερασπιστής των ανηλίκων, τόσο στον δηµόσιο όσο και στον ιδιωτικό χώρο. ∆εν έχει όµως αρµοδιότητα παρέµβασης σε υποθέσεις που εκκρεµούν ενώπιον της ∆ικαιοσύνης και ως εκ τούτου δεν έχει άµεση εµπλοκή στο ζήτηµα της νοµικής υπεράσπισης ανηλίκων, από την στιγµή που ασκείται η ποινική δίωξη σε υποθέσεις, που αφορούν ανηλίκους ως θύτες ή θύµατα ή που επιλαµβάνεται δικαστική αρχή µε οποιοδήποτε τρόπο υποθέσεών τους. Ωστόσο στην αρµοδιότητα του Συνηγόρου του Παιδιού περιλαµβάνεται η ανάληψη πρωτοβουλιών για την παρακολούθηση της εφαρµογής της ισχύουσας νοµοθεσίας για ανηλίκους, ιδίως µάλιστα της ∆ιεθνούς Σύµβασης για τα ∆ικαιώµατα του Παιδιού (ν.2101/92), και για την διατύπωση νοµοθετικών και άλλων θεσµικών προτάσεων προς την Βουλή και τα αρµόδια Υπουργεία, σχετικά µε την εφαρµογή των δικαιωµάτων αυτών. Στο πλαίσιο της αποστολής του, ο Συνήγορος του Παιδιού, µέσα από την τακτική επικοινωνία που διατηρεί µε ανηλίκους, σε σχολεία, ιδρύµατα, χώρους κράτησης και φιλοξενίας, αλλά και µέσα από την συνεργασία του µε φορείς και επαγγελµατίες, που εργάζονται µε τα παιδιά, έχει διαµορφώσει µια εικόνα σχετικά µε τις ανάγκες και τις ελλείψεις στην νοµική υπεράσπιση των ανηλίκων, οι υποθέσεις των οποίων άγονται ενώπιον της ∆ικαιοσύνης. Στην σηµερινή µου εισήγηση θα παρουσιάσω γενικής φύσης παρατηρήσεις και προτάσεις της Ανεξάρτητης Αρχής, όσον αφορά την νοµική υπεράσπιση των ανηλίκων, στο πλαίσιο της υποχρέωσης της Πολιτείας να παρέχει εγγυήσεις για την εφαρµογή των δικαιωµάτων τους. Προσδοκία µου επίσης είναι σήµερα να ακούσω µε προσοχή τις απόψεις, που θα παρουσιαστούν στην εκδήλωση αυτή, προκειµένου να ληφθούν υπόψη, εν όψει εκπόνησης προτάσεων του Συνηγόρου προς τους αρµόδιους φορείς της Πολιτείας.
32
Α) Ανήλικος θύτης Η ∆ιεθνής Σύµβαση του ΟΗΕ για τα ∆ικαιώµατα του Παιδιού καθιερώνει µεταξύ άλλων το δικαίωµα των ανηλίκων υπόπτων, κατηγορουµένων ή καταδικασµένων στην νοµική υπεράσπιση. Ωστόσο η διατύπωση των διατάξεων της Σύµβασης (άρθρο 37 παρ. δ και άρθρο 40 παρ. 2.β.ΙΙ) δεν περιλαµβάνει την υποχρέωση στο Κράτος να παρέχει δωρεάν υπηρεσίες νοµικής βοήθειας, ενώ αντιθέτως ορίζεται ρητά η υποχρέωση για δωρεάν παροχή διερµηνέα. Συγκεκριµένα, στην Σύµβαση αναφέρονται τα παρακάτω:
«Άρθρο 40 …. 2. Για το σκοπό αυτόν, και λαµβάνοντας υπόψη τις σχετικές διατάξεις των διεθνών οργάνων, τα Συµβαλλόµενα Κράτη επαγρυπνούν ιδιαίτερα ώστε:….. β. Κάθε παιδί ύποπτο ή κατηγορούµενο για παράβαση του ποινικού νόµου να έχει τουλάχιστον δικαίωµα στις ακόλουθες εγγυήσεις: ι. Να θεωρείται αθώο µέχρι να αποδειχθεί νόµιµα η ενοχή του. ιι. Να ενηµερώνεται χωρίς καθυστέρηση και απευθείας για τις εναντίον του κατηγορίες ή, κατά περίπτωση, µέσω των γονέων του ή των νόµιµων εκπροσώπων του και να έχει νοµική ή οποιαδήποτε άλλη κατάλληλη συµπαράσταση για την προετοιµασία και την παρουσίαση της υπεράσπισής του.»
33
«Άρθρο 37 … δ. Τα παιδιά που στερούνται την ελευθερία τους να έχουν το δικαίωµα για ταχεία πρόσβαση σε νοµική ή σε άλλη κατάλληλη συµπαράσταση, καθώς και το δικαίωµα να αµφισβητούν τη νοµιµότητα της στέρησης της ελευθερίας τους ενώπιον ενός δικαστηρίου ή µιας άλλης αρµόδιας, ανεξάρτητης και αµερόληπτης αρχής, και για τη λήψη µιας ταχείας απόφασης πάνω σ' αυτό το ζήτηµα.»
Η Επιτροπή για τα ∆ικαιώµατα του Παιδιού του ΟΗΕ, εκδίδει ερµηνευτικά κείµενα σχετικά µε το περιεχόµενο της Σύµβασης, αποκαλούµενα «Γενικά Σχόλια (General Comments)». Στο Γενικό Σχόλιο υπ’ αριθµόν 10 (2007) για τα δικαιώµατα του Παιδιού στην ∆ικαιοσύνη, αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Στο παιδί θα πρέπει να παρέχεται εγγύηση νοµικής ή άλλης κατάλληλης βοήθειας (assistance) για την προετοιµασία και παρουσίαση της υπεράσπισής του. Η Σύµβαση δεν ορίζει ότι θα πρέπει να του παρέχεται βοήθεια που σε κάθε περίπτωση είναι νοµικής φύσης, αλλά πρέπει να είναι κατάλληλη. Επαφίεται στην διακριτική ευχέρεια των κρατών-µελών να ορίσουν το πώς θα παρέχεται αυτή η βοήθεια, αλλά θα πρέπει να είναι δωρεάν. Η Επιτροπή συνιστά στα Κράτη-µέλη να παρέχουν στο µέτρο του δυνατού επαρκή νοµική βοήθεια από ειδικούς νοµικούς ή συναφείς ειδικότητες επαγγελµατιών». Επίσης, στο Γενικό Σχόλιο υπ’ αριθµόν 6 (2006) που αφορά τους ασυνόδευτους ανηλίκους αναφέρεται µεταξύ άλλων: «Προκειµένου να εξασφαλισθούν αποτελεσµατικά τα δικαιώµατα που παρέχονται από το άρθρο 37 παρ.δ. της Σύµβασης, στους ασυνόδευτους ανηλίκους, που στερούνται την ελευθερία τους, θα πρέπει να παρέχεται κατάλληλη και ελεύθερη πρόσβαση σε νοµική ή άλλη κατάλληλη βοήθεια, περιλαµβανοµένου του διορισµού νοµικού εκπροσώπου». Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι σύµφωνα µε την Σύµβαση στους ανήλικους παραβάτες του νόµου θα πρέπει να παρέχεται δωρεάν υποστήριξη για την προετοιµασία της νοµικής τους υπεράσπισης, χωρίς όµως να δεσµεύονται απόλυτα τα κράτη - µέλη να παρέχουν δωρεάν δικηγόρους στους ανηλίκους υπόπτους, κατηγορούµενους ή καταδικασµένους, το οποίο απλώς αποτελεί σύσταση της Επιτροπής. Τι γίνεται στην χώρα µας: – Υφίσταται το δικαίωµα του αυτεπάγγελτου διορισµού συνηγόρου, όπως προβλέπεται στην Ποινική ∆ικονοµία, για τα
34
βαρύτερα αδικήµατα (κακουργήµατα). Ένα σοβαρό ζήτηµα βέβαια είναι το ότι όλα τα αδικήµατα των ανηλίκων, κατά πλάσµα δικαίου, εκδικάζονται ως πληµµελήµατα. Εποµένως, οι ανήλικοι κατ’ ουσίαν αποκλείονται από την άσκηση του δικαιώµατος αυτού στα δικαστήρια ανηλίκων. Επίσης, ο αυτεπάγγελτος διορισµός έχει την σοβαρή αδυναµία της έλλειψης χρόνου για την προετοιµασία της υπόθεσης και συχνά αναφέρεται ως άκρως προβληµατικός, καθώς οι δικηγόροι που καλούνται από τα δικαστήρια να υπερασπιστούν τους κατηγορούµενους, συχνά έχουν ελάχιστο χρόνο να µελετήσουν την δικογραφία τους και να προετοιµάσουν την υπεράσπισή τους. – Βάσει του ν.3226/04 υφίσταται το δικαίωµα της αίτησης για παροχή δωρεάν νοµικής βοήθειας για ποινικές, αστικές και εµπορικές υποθέσεις. Στην αίτηση, που για τις περιπτώσεις ανηλίκου κατατίθεται από τον ασκούντα την επιµέλειά του, «επισυνάπτονται τα αναγκαία δικαιολογητικά αποδεικτικά της οικονοµικής καταστάσεως (ιδίως αντίγραφο φορολογικής δήλωσης ή βεβαίωση του Εφόρου ότι δεν υποχρεούται σε υποβολή δήλωσης, αντίγραφο δήλωσης περιουσιακής καταστάσεως, εκκαθαριστικού σηµειώµατος, Α.Φ.Μ., βεβαιώσεις υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας, ένορκες βεβαιώσεις) και αποδεικτικά της κατά την πρώτη παράγραφο του άρθρου 1 κατοικίας ή διαµονής, εάν πρόκειται για πολίτη τρίτου κράτους.» Ας σηµειωθεί επίσης ότι δικαιούχοι νοµικής βοήθειας είναι «επίσης, οι χαµηλού εισοδήµατος πολίτες τρίτου κράτους και ανιθαγενείς, εφόσον έχουν, νοµίµως, κατοικία ή συνήθη διαµονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση». Εποµένως αποκλείονται αυτής οι παρανόµως εισερχόµενοι στην χώρα µετανάστες, εκτός από τις περιπτώσεις αίτησης αναίρεσης ή επανάληψης της διαδικασίας, που αφορά κακούργηµα, οπότε κατά ρητή πρόβλεψη του νόµου δεν απαιτείται να συντρέχουν οι όροι για νόµιµη κατοικία ή διαµονή. Μπορεί εύκολα να αντιληφθεί κανείς ότι η διαδικασία είναι αρκετά περίπλοκη, και ιδίως όταν πρόκειται για ανηλίκους µε σοβαρές προβληµατικές οικογενειακές καταστάσεις ή αλλοδαπούς γονείς, η τελική υλοποίηση του παραπάνω δι35
καιώµατος καθίσταται εξαιρετικά δύσκολη. – ∆υστυχώς στο νόµο για την δωρεάν νοµική βοήθεια, δεν περιλαµβάνεται πρόβλεψη για παροχής νοµικής βοήθειας σε διοικητικά δικαστήρια (στην αρµοδιότητα των οποίων περιλαµβάνονται και οι διαδικασίες που αφορούν την διοικητική κράτηση και απέλαση ανηλίκων). Προβλέπεται απλώς ότι οι αιτούντες άσυλο έχουν δικαίωµα δωρεάν νοµικής βοήθειας σε περίπτωση άσκησης αίτησης ακύρωσης ενώπιον του Συµβουλίου Επικρατείας (εφόσον κατά την κρίση του δικαστή η αίτηση ακύρωσης δεν είναι προδήλως απαράδεκτη (άρθρο 11 Π∆ 90/08). Ωστόσο, η ενεργοποίηση των σχετικών διατάξεων προϋποθέτει για τους ασυνόδευτους ανηλίκους ότι τους έχει διοριστεί µόνιµος επίτροπος, το οποίο στην πράξη τις περισσότερες φορές δεν συµβαίνει. – Τέλος, ιδιαίτερα διευκολυντικό αλλά και προβληµατικό ως προς την επάρκειά του είναι το πρόγραµµα νοµικής βοήθειας που αναπτύσσουν οι ∆ικηγορικοί Σύλλογοι, µε την χρηµατοδότηση της Γ. Γ. Νέας Γενιάς. Στα θετικά του προγράµµατος αυτού είναι ότι οι δικηγόροι των καταλόγων των ∆ικηγορικών Συλλόγων, που συµµετέχουν στο πρόγραµµα έρχονται εξ αρχής απ’ ευθείας σε επικοινωνία και συνεργασία µε τους ανηλίκους και νέους κατηγορούµενους ή καταδικασµένους και έτσι αποφεύγεται η γραφειοκρατία. Επίσης, πρόκειται ως επί το πλείστον για νέους δικηγόρους, που έχουν επιλέξει να συµµετέχουν στο πρόγραµµα αυτό, µε προσωπικό ενδιαφέρον για την υπεράσπιση των νεαρών παραβατών του νόµου. Στα αρνητικά του προγράµµατος περιλαµβάνονται αφενός ότι έχει περιορισµένο εύρος εφαρµογής –έτσι συχνά αναφέρεται ότι έχουν τελειώσει τα σχετικά κονδύλια και δεν είναι εφικτός ο διορισµός συνηγόρου– ενώ επίσης υπάρχουν και άλλα κενά στην εφαρµογή του, όπως για παράδειγµα ότι ο δικηγόρος κατά πάγια πρακτική ορίζεται µετά τον προσδιορισµό της δικασίµου, που σηµαίνει ότι ένας προσωρινά κρατούµενος ανήλικος δεν µπορεί να προσδοκά στην δωρεάν νοµική βοήθεια για να υποβάλλει αίτηµα άρσης της προσωρινής κράτησής του. Χαρακτηριστικά µπορώ να αναφερθώ στο παράδειγµα 15χρονου αλλο36
Β) Ανήλικο θύµα ∆ικαιούχοι νοµικής βοήθειας είναι και τα ανήλικα θύµατα των πράξεων που προβλέπονται από τα άρθρα 323Α παρ. 4, 324, 336, 338, 339, 342, 343, 345, 346, 347, 348, 348Α, 349, 351, 351Α του Ποινικού Κώδικα, ως προς τις τυχόν ποινικές και αστικές αξιώσεις τους (εµπορία ανθρώπων, και εγκλήµατα κατά της γενετήσιας ελευθερίας). Ο Εισαγγελέας, ο Ανακριτής µε διάταξη, το συµβούλιο και το δικαστήριο µε απόφαση, κατά περίπτωση, µπορούν, αν κριθεί αναγκαίο, να του διορίσουν συνήγορο αυτεπαγγέλτως από τον ειδικό πίνακα, που συντάσσεται στα πλαίσια αυτού του θεσµού. Ωστόσο, αυτό που γνωρίζουµε από την άµεση επικοινωνία µας µε ανηλίκους, που έχουν υποπέσει θύµατα των παραπάνω εγκληµάτων ή εγκληµάτων ενδοοικογενειακής βίας, ότι υπάρχει τεράστια ανασφάλεια και άγνοια των τρόπων µε τους οποίους θα µπορέσουν να διεκδικήσουν τόσο την νοµική τους αρωγή, όσο – κυρίως– την προστασία τους στο πλαίσιο της µαρτυρικής τους κατάθεσης στο δικαστήριο, που έχει πολλαπλές αρνητικές συνέπειες στον ψυχισµό τους. Σύµφωνα µε τις ρυθµίσεις των προσφάτων νόµων που αφορούν τα θέµατα αυτά, η κατάθεση του ανηλίκου στο δικαστήριο αποφεύγεται κατ’ αρχήν, εκτός αν είναι απαραίτητη για την τεκµηρίωση της δικαστικής κρίσης. Ωστόσο, γνωρίζουµε ότι στην πράξη συνηθέστατα οι ανήλικοι καλούνται να καταθέσουν και υποβάλλονται στην εξαιρετικά επώδυνη αυτή διαδικασία.
37
δαπού νεαρού κρατούµενου, που συνάντησα πρόσφατα στο Κατάστηµα Κράτησης Νέων Αυλώνα, ο οποίος κατηγορείτο –µαζί µε άλλους ενήλικες– για διακίνηση παράνοµων µεταναστών! Επειδή η δίκη του νεαρού αυτού δεν είχε προσδιοριστεί, δεν είχε γίνει καµία ενέργεια σχετικά µε την εξεύρεση νοµικού συµπαραστάτη (µέσω του προγράµµατος νοµικής βοήθειας) που θα µπορούσε να ενεργήσει για την άρση της προσωρινής του κράτησης και ο ανήλικος αυτός παρέµενε προσωρινά κρατούµενος.
Γ) Αστικές υποθέσεις Αν και ο ν. 3226/04 καθιερώνει δικαίωµα νοµικής βοήθειας και σε αστικές υποθέσεις, στην πράξη υφίσταται εξαιρετική δυσκολία στην αξιοποίηση του θεσµού για παιδιά, που έχουν εγκαταλειφθεί ή παραµεληθεί από τους γονείς τους. Τέτοιες είναι και οι περιπτώσεις παιδιών που διαµένουν σε ιδρύµατα παιδικής προστασίας, στα οποία δεν έχει ανατεθεί δικαστικά η επιµέλειά τους, ή παιδιών που έχουν τοποθετηθεί σε ανάδοχες οικογένειες, οπότε η αξιοποίηση του θεσµού της νοµικής αρωγής φαίνεται ότι είναι εξαιρετικά δύσκολη. Χαρακτηριστικό παράδειγµα µε το οποίο ασχολήθηκε ο Συνήγορος ήταν αυτό του ανάδοχου γονέα που επιθυµούσε να υποστηρίξει αγωγή του ανάδοχου τέκνου του κατά του φυσικού του γονέα, και καλείτο να προσκοµίσει στο δικαστήριο αποδεικτικά για την δική του οικονοµική κατάσταση. ∆) Ασυνόδευτοι ανήλικοι Σοβαρό ζήτηµα υπάρχει σχετικά µε την νοµική πληροφόρηση και συµπαράσταση των ασυνόδευτων ανηλίκων, τόσο όταν συλλαµβάνονται για πρώτη φορά στην παραµεθόριο όσο και γενικότερα όταν λαµβάνει χώρα η διοικητική κράτησή τους και λαµβάνεται απόφαση για την απέλασή τους. Οι ανήλικοι αυτοί συχνά αγνοούν πλήρως το νοµικό πλαίσιο βάσει του οποίου θα µπορούσαν να ασκήσουν τα δικαιώµατά τους, πολλώ δε µάλλον δεν διαθέτουν νοµικό εκπρόσωπο και συµπαραστάτη προκειµένου να ασκήσουν τα ένδικα µέσα τους. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον και ελπιδοφόρο ότι και για αυτό τον πληθυσµό έχουν υπάρξει εθελοντικές πρωτοβουλίες δικηγόρων προκειµένου να τους παρασχεθεί η στοιχειώδης ενηµέρωση και υποστήριξη για την άσκηση των δικαιωµάτων τους. Συνολικά θα µπορούσαµε να πούµε, µε βάση όσα γνωρίζουµε από την επαφή µας µε δικηγορικούς συλλόγους και πρωτοδικεία της χώρας, ότι ο µεν θεσµός της δωρεάν νοµικής βοήθειας βάσει του Ν. 3226/04 εφαρµόζεται σε περιορισµένο βαθµό, το δε πρόγραµµα νοµικής βοήθειας των δικηγορικών συλ38
λόγων παρουσιάζει µεν ιδιαίτερη ζήτηση, χωρίς όµως να µπορέσει να καλύψει όλο το εύρος των περιπτώσεων των ανηλίκων που έχουν ανάγκη νοµικής συµπαράστασης. Προτάσεις Ο Συνήγορος του Παιδιού θεωρεί ότι είναι απαραίτητο: Α. Να υπάρχει αναλυτική και συστηµατική ενηµέρωση όλων των ανηλίκων και µετεφήβων που έρχονται σε επαφή µε τα δικαστήρια ανηλίκων και που κρατούνται σε καταστήµατα κράτησης νέων και ιδρύµατα αγωγής ανηλίκων, αλλά και αυτών που έρχονται σε επαφή µε τις υπηρεσίες ως θύµατα εγκληµατικών πράξεων (εκµετάλλευσης, παιδικής πορνείας, ενδοοικογενειακής βίας κλπ.). Η έκδοση και διάθεση ενηµερωτικού φυλλαδίου σε 3 τουλάχιστον γλώσσες θα µπορούσε να συµβάλλει στην κάλυψη αυτού του κενού ενηµέρωσης. Β. Το πρόγραµµα Νοµικής Βοήθειας (Νέα Γενιά - ∆ικηγορικοί Σύλλογοι) θα πρέπει να παγιωθεί και ύστερα από µελέτη των στοιχείων της λειτουργίας του µέχρι σήµερα, να θεσµοθετηθεί ως υποχρέωση της ∆ιοίκησης, ώστε να µην εξαρτάται η διάθεση κονδυλίων από την παραπάνω Γραµµατεία και να καλύπτεται επαρκώς ο αριθµός των ανηλίκων που ενδέχεται να προσφεύγουν σε αυτό. Γ. Θα πρέπει να προβλεφθεί ο υποχρεωτικός διορισµός συνηγόρου στα ∆ικαστήρια Ανηλίκων, τουλάχιστον για αδικήµατα κακουργηµατικού χαρακτήρα. ∆. Θα πρέπει να επεκταθεί η νοµική βοήθεια και σε υποθέσεις αρµοδιότητας ∆ιοικητικών ∆ικαστηρίων. Οι ασυνόδευτοι ανήλικοι θα πρέπει επίσης να έχουν πρόσβαση σε δωρεάν νοµική βοήθεια και εκπροσώπηση από τα πρώτα στάδια στα οποία τους επιβάλλεται στέρηση της ελευθερίας, έστω και σε πλαίσιο διοικητικής κράτησης. Κλείνοντας θα ήθελα να σας αναφέρω ότι στην Τουρκία, την
39
οποία πρόσφατα επισκέφτηκα στο πλαίσιο της προσπάθειας θεσµοθέτησης Συνηγόρου του Παιδιού, ενηµερώθηκα ότι εφαρµόζεται το δικαίωµα των ανηλίκων σε όλη την χώρα να µπορούν να προσφύγουν σε ∆ικηγορικούς Συλλόγους για τον διορισµό δωρεάν νοµικού συµπαραστάτη. Άσχετα από το πώς εφαρµόζεται αυτό το δικαίωµα και την όποια ποιότητα των παρεχόµενων νοµικών υπηρεσιών, το θέµα είναι ότι σε αυτή την χώρα, που δεν φηµίζεται για τον σεβασµό των ανθρωπίνων δικαιωµάτων των πολιτών, έχει γίνει ένα σηµαντικό βήµα στο πεδίο της υλοποίησης του δικαιώµατος των ανηλίκων για δωρεάν νοµική συµπαράσταση. Ελπίζουµε, ότι σε συνέχεια της αποκτηθείσας µέχρι σήµερα εµπειρίας, τα βήµατα που θα ακολουθήσουν στην χώρα µας να είναι στην κατεύθυνση της ευρύτερης και πληρέστερης κάλυψης της δωρεάν νοµικής βοήθειας σε όλους τους ανηλίκους, που την έχουν ανάγκη. Σοφία ∆ροσοπούλου: Ευχαριστούµε πολύ τον κ. Μόσχο, Βοηθό του Συνηγόρου του Πολίτη, για τις επισηµάνσεις που µας έκανε, και πιστεύουµε ότι µπορεί πολλά να προσφέρει η Αρχή στην εν γένει πορεία του παιδιού και στην νοµική υπεράσπισή του. Όσον αφορά στο ζήτηµα της ενηµέρωσης, θα µπορούσε η Αρχή να προβεί στην έκδοση ενός φυλλαδίου, το οποίο µπορεί να διανέµεται και στα σχολεία και σε όλους τους µαζικούς χώρους όπου υπάρχουν παιδιά για να µαθαίνουν τα δικαιώµατά τους - διότι µέσα σε αυτά τα παιδιά υπάρχουν και αλλοδαπά παιδιά που δεν γνωρίζουν τίποτα. Ως προς το θέµα της αποτίµησης του έργου του ∆ικηγορικού Συλλόγου Αθηνών θα σας µιλήσει η κ. Μαντούβαλου, στο τέλος, η οποία είναι υπεύθυνη όλης αυτής της προσπάθειας. Ασφαλώς πιστεύουµε ότι οι ∆ικηγορικοί Σύλλογοι θα πρέπει να προΐστανται αυτών των προσπαθειών και άλλωστε προΐστανται, όπως ο ∆.Σ.Α, ο οποίος δίνει όλες του τις δυνάµεις
40
σε αυτή την κατεύθυνση, αλλά δεν αρκούν µόνο οι ∆ικηγορικοί Σύλλογοι. Τον λόγο έχει τώρα η κ. ∆ήµητρα Σουλελέ. ∆ήµητρα Σουλελέ, ∆ικηγόρος, εκπρόσωπος του ∆ικτύου Συνεργασίας για την Υποστήριξη των Νέων Εισήγηση: «Νοµική συµβουλευτική και συνδροµή σε ευπαθείς κοινωνικά οµάδες. Η εµπειρία του ∆ΙΣΥΝ»
Το ∆ίκτυο Συνεργασίας για την Υποστήριξη των Νέων (∆ΙΣΥΝ) είναι µια πρωτοβουλία δικτύωσης κρατικών φορέων και Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, βασισµένη σε συµφωνία συνεργασίας, µε κύριο σκοπό την στήριξη παιδιών και νέων που βρίσκονται σε κίνδυνο. Πρόκειται για ιδιαιτέρως ευάλωτες οµάδες, γι’ αυτό πρέπει εξ’ αρχής να ληφθεί υπόψη, ότι οι δυνατότητες παροχής υπηρεσιών νοµικής συµβουλευτικής και συνδροµής, οι αντίστοιχες δυνατότητες πρόσβασης των παιδιών και των νέων σε αυτές, αλλά πολύ περισσότερο η αποτελεσµατικότητά των νοµικών υπηρεσιών, είναι άρρηκτα συνδεδεµένες µε την ταυτόχρονη δυνατότητα για κάλυψη και άλλων βασικών αναγκών, όπως στέγαση, φιλοξενία, ιατρική και ψυχολογική στήριξη κλπ. Η νοµική συµβουλευτική παρέχεται καταρχήν σε ατοµικό επίπεδο, καθώς και σε οικογενειακό πλαίσιο, αναλόγως της περιπτώσεως. Τα αιτήµατα και οι ανάγκες για παροχή νοµικής συµβουλευτικής µπορεί να αφορούν απλή ενηµέρωση, συνδροµή σε διάφορες διαδικαστικές ενέργειες, συναλλαγή µε δηµόσιες υπηρεσίες, έκδοση εγγράφων, τακτοποίηση καθεστώτος διαµονής, πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, εκπαίδευσης, και γενικά κάθε εξωδικαστική ενέργεια. Περαιτέρω σηµαντικές ανάγκες, που
41
είναι εξαιρετικά δύσκολο να καλυφθούν λόγω περιορισµένων πόρων, προκύπτουν για δικαστικές ενέργειες στα πλαίσια εκουσίας δικαιοδοσίας, αλλά και για εκπροσώπηση ενώπιον ποινικών δικαστηρίων. Σε ότι αφορά δε υποθέσεις διοικητικής φύσης, η κατάσταση είναι δυσχερής, καθότι δεν υφίσταται σχετική νοµική πρόβλεψη κάλυψης τους στα πλαίσια του θεσµού νοµικής βοήθειας. Σηµειώνεται, όπως από τα παραπάνω προκύπτει, ότι η ανάγκη για παροχή νοµικής βοήθειας σε παιδιά και νέους, δεν αφορά µόνο σε ποινικές υποθέσεις και στα προβλήµατα που αντιµετωπίζουν οι παραβατικοί ανήλικοι, αλλά προκύπτουν σηµαντικά και σοβαρά αιτήµατα διαφορετικής φύσης, που κρίνεται απαραίτητο να καλυφθούν. Η ικανοποίηση των αιτηµάτων αυτών, εν πρώτοις, συνδέεται µε µια ευρύτερη προσπάθεια ώστε οι ευάλωτες αυτές οµάδες να είναι σε θέση να ενηµερώνονται επί των δικαιωµάτων τους, να περιοριστεί η θυµατοποίησή τους, αλλά και να αντιµετωπιστούν προβλήµατα που ενδεχόµενα θα µπορούσαν να τους οδηγήσουν σε παραβατική συµπεριφορά. Παρακάτω παρουσιάζονται τα βασικότερα αιτήµατα που δεχόµαστε προς παροχή νοµικής συµβουλευτικής και συνδροµής, σε συνδυασµό µε τα προβλήµατα που προκύπτουν κατά την αντιµετώπισή τους. Μια από τις βασικότερες ανάγκες είναι η τακτοποίηση της αστικής κατάστασης, κυρίως η έκδοση ληξιαρχικής πράξης και πιστοποιητικού γεννήσεως. Στην τακτοποίηση της αστικής κατάστασης, στηρίζεται η έκδοση όλων των επόµενων πράξεων της διοίκησης (έκδοση ταυτότητας και διαβατηρίου), ενώ αποκτά ιδιαίτερη σηµασία για την πρόσβαση στην εκπαίδευση. Γενικότερα διαπιστώνεται ότι το όλο ζήτηµα συνδέεται µε την δυνατότητα πραγµάτωσης κάθε θεσµοθετηµένου δικαιώµατος. Παράλληλα, η επίσηµη βεβαίωση της γέννησης του παιδιού, λειτουργεί προληπτικά, και ως ένα βαθµό αποτρεπτικά, για εγκληµατικά φαινόµενα εκµετάλλευσης των παιδιών, όπως η εµπορία, οι παράνοµες υιοθεσίες κλπ.
42
Τα σοβαρότερα προβλήµατα εντοπίζονται κυρίως στις κοινότητες των Ροµά, σε µετανάστες ή πρόσφυγες. Σε πολλές περιπτώσεις οι γονείς, δηλώνουν ψευδή στοιχεία ταυτότητας κατά την γέννηση του παιδιού, οπότε απαιτείται διόρθωση της πράξης µε δικαστική απόφαση. Εν προκειµένω, συναντώνται σοβαρές δυσκολίες ως προς την ταυτοποίηση της συγκεκριµένης ληξιαρχικής πράξης µε τη γέννηση του δικού τους τέκνου. Σε άλλες, λιγότερες περιπτώσεις, που το παιδί δεν έχει γεννηθεί σε νοσοκοµείο, κλινική ή άλλο ίδρυµα, και επιπλέον οι γονείς δεν διαθέτουν νοµιµοποιητικά έγγραφα παραµονής, η γέννησή του δεν µπορεί καν να δηλωθεί. Ένα πολύ σοβαρό και έως σήµερα ανεπίλυτο ζήτηµα, αφορά µεγάλο αριθµό παιδιών κυρίως αλβανικής καταγωγής, για τα οποία δεν δύναται να εκδοθεί πιστοποιητικό γεννήσεως λόγω ελλείψεως ονοµατοδοσίας. Το θέµα συνδέεται µε την άρνηση των αρµοδίων αρχών, ελληνικών και αλβανικών, να προβούν σε επικύρωση ληξιαρχικής πράξης γέννησης που δεν φέρει το όνοµα του παιδιού. Αρκετοί γονείς, προκειµένου να απεγκλωβιστούν από αυτήν την κατάσταση, παρόλο που δεν είναι ορθόδοξοι χριστιανοί, αναγκάζονται να βαπτίσουν τα παιδιά τους για να καταστεί δυνατή η δήλωση του ονόµατος του παιδιού από τον ανάδοχο, ο οποίος επιλέγεται µε βασικό κριτήριο να είναι Έλληνας ή νόµιµος αλλοδαπός, ή άλλως νόµιµα διαµένων συγγενής. Σε αρκετές επίσης περιπτώσεις, για τα παιδιά γεννηµένα εκτός γάµου, καθίσταται δυσχερής η αναγνώριση της πατρότητας. Είτε εξαιτίας πλήρους οικονοµικής αδυναµίας προς κάλυψη των σχετικών δικαστικών ή συµβολαιογραφικών εξόδων, αναλόγως, είτε για παράδειγµα, στην συχνή περίπτωση, κατά την οποία ο ένας εκ των γονέων δεν διαθέτει νόµιµη διαµονή, οπότε αν και το επιθυµεί, δεν δύναται να παραστεί ενώπιον συµβολαιογράφου για την πράξη της αναγνώρισης. Τα παραπάνω ζητήµατα, αποκτούν ιδιαίτερη σηµασία για την πρόσβαση στην εκπαίδευση, καθότι για την εγγραφή στο σχολείο απαιτείται τουλάχιστον η προσκόµιση ληξιαρχικής πράξης
43
γεννήσεως. Ειδικότερα, σε ότι αφορά το δικαίωµα στην εκπαίδευση, πρέπει εδώ να αναφερθεί ότι προκύπτει σοβαρό ζήτηµα σχετικά µε τους ασυνόδευτους ανηλίκους αιτούντες άσυλο και αναγνωρισµένους πρόσφυγες, ιδιαίτερα εκείνους που βρίσκονται εκτός κάποιας δοµής φιλοξενίας. Τα παιδιά αυτά αναγκάζονται να διακόψουν το σχολείο, αφού λόγω υπολειτουργίας του θεσµού περί επιτροπείας, δεν υφίσταται νόµιµος κηδεµόνας και πρόσωπο υπεύθυνο για αυτά. Επιπλέον, πρέπει να σηµειωθεί ότι το προστατευτικό πλαίσιο για τους ασυνόδευτους ανηλίκους εφαρµόζεται µόνο εφόσον υπαχθούν στην διαδικασία του ασύλου. Σε αντίθετη δε περίπτωση, δεν προβλέπεται πλαίσιο προστασίας. Στις περιπτώσεις αυτές, η συνδροµή των παιδιών καθίσταται δυσχερής και όχι ιδιαίτερα αποτελεσµατική, αφού πέραν των ίδιων, δεν υφίσταται κανένα επίσηµο πλαίσιο αναφοράς µε το οποίο θα µπορούσαµε να συνεργαστούµε για την προστασία τους. Ο µεγαλύτερος αριθµός από αυτά, φτάνει στην χώρα µέσω οργανωµένων κυκλωµάτων µεταφορέων, και συχνά είναι υποχρεωµένα να εργαστούν προς “αποπληρωµή του ταξιδιού”. Πολλά παιδιά καταλήγουν στα κρατητήρια ανηλίκων αλλοδαπών, αφού συλλαµβάνονται λόγω ελλείψεως νοµιµοποιητικών εγγράφων παραµονής. Κατά την συνήθη τακτική που ακολουθείται, τα παιδιά κρατούνται για ορισµένο διάστηµα και κατόπιν απόφασης απελάσεως, αφήνονται µετά υπηρεσιακού σηµειώµατος, όπου διατάσσεται η υποχρεωτική αποχώρησή τους από τη χώρα εντός 30 ηµερών, χωρίς να λαµβάνεται µέριµνα για την περαιτέρω πορεία τους. Σε ότι αφορά ειδικότερα τους ασυνόδευτους ανηλίκους αλβανικής καταγωγής, παρά την κυρωµένη διακρατική συµφωνία Ελλάδας - Αλβανίας, στις πλείονες περιπτώσεις, απελαύνονται εντός διαστήµατος 10 έως 15 ηµερών συνήθως, χωρίς να εφαρµόζονται ουσιαστικά στην πράξη οι προβλεπόµενες προστατευτικές διατάξεις. Σηµειώνουµε, όπως έχει διαπιστωθεί εκ της έως τώρα εµπει44
ρίας µας, ότι η παραπάνω τακτική είναι άµεση απόρροια της ελλείψεως προστατευτικού πλαισίου και της ανυπαρξίας επαρκών και κατάλληλων δοµών, στις οποίες θα µπορούσαν να παραπεµφθούν οι συγκεκριµένοι ανήλικοι µετά την κράτησή τους. Πρέπει επίσης να σηµειωθεί η περιορισµένη έως ανύπαρκτη δυνατότητα πρόσβασης των παραπάνω παιδιών σε νοµική ενηµέρωση, καθώς και η απουσία κατάλληλων υπηρεσιών διερµηνείας. Συνήθως ως διερµηνέας χρησιµοποιείται κάποιος συγκρατούµενος, επίσης ανήλικος. Αλλά ακόµα και για εκείνα τα λίγα παιδιά που θα λάβουν νοµική ενηµέρωση, οι δυνατότητες είναι περιορισµένες, καθότι για να προσφύγουν ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων (αντιρρήσεις κατά της κράτησης, προσφυγή κατά της απέλασης) είναι αναγκαία η εξασφάλιση ενός υψηλού χρηµατικού ποσού, που είναι αδύνατον να καλυφθεί. Για όσους δε, υπάγονται στην Σύµβαση της Γενεύης για τους Πρόσφυγες, και επιθυµούν να υποβάλουν αίτηµα ασύλου, αυτό µπορεί να σηµαίνει παράταση της κράτησής τους µέχρι την ολοκλήρωση της τυπικής διαδικασίας, ενώ παρά τις νοµικές προβλέψεις, πρακτικά δεν υφίσταται η δυνατότητα άµεσης παραποµπής σε ξενώνα φιλοξενίας. Πανελλαδικά η συνολική δυναµικότητα των εξειδικευµένων Ξενώνων Φιλοξενίας είναι µικρότερη των εκατό θέσεων, ενώ οι ανάγκες είναι εκατονταπλάσιες. Για τα κορίτσια δε, δεν υφίσταται καµιά εξειδικευµένη δοµή. Περαιτέρω ανακύπτουν σοβαρά ζητήµατα σχετικά µε την πραγµάτωση του δικαιώµατος των ασυνόδευτων ανηλίκων αιτούντων άσυλο προς νοµική συµπαράσταση και εκπροσώπηση, καθώς και σχετικά µε τον τρόπο εφαρµογής των προβλεπόµενων περί επιτροπείας διατάξεων. Κρίνεται απαραίτητο να αναφερθεί εδώ το θέµα της παροχής δωρεάν νοµικής βοήθειας ενώπιον του Συµβουλίου Επικρατείας, η οποία αναγνωρίζεται σε όλους τους αιτούντες. Επειδή λόγω της διατύπωσης της οικείας διάταξης (άρθρο 11 Π∆ 90/08) δηµιουργήθηκαν πολλές δυσχέρειες στην πράξη, σηµειώνεται ότι το ΣτΕ (∆΄ Τµήµα), έχει κάνει δεκτό αίτηµα προς παροχή δωρεάν
45
νοµικής βοήθειας, όχι µόνο κατόπιν, αλλά και ενόψει ασκήσεως αίτησης ακυρώσεως. Όπως και να έχει ωστόσο, ειδικά σε ότι αφορά τα ασυνόδευτα παιδιά, έχουν ανάγκη από κατάλληλη στήριξη και καθοδήγηση προκειµένου να υποβάλουν το αίτηµα προς νοµική βοήθεια, και αυτό συνήθως συµβαίνει µόνο εάν έχουν την τύχη να βρίσκονται σε δοµή φιλοξενίας ή εάν διαθέτουν δυνατότητα πρόσβασης σε κάποιο φορέα, ο οποίος όχι µόνο θα τα ενηµερώσει αλλά και θα τα συνδράµει. Τα περισσότερα ασυνόδευτα παιδιά, βρίσκονται συνήθως σε συνθήκες δρόµου και προκειµένου να καλύψουν τις απολύτως βασικές ανάγκες τους για τροφή και στέγη, καθώς και στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν τρόπο διαφυγής σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα, το πιθανότερο είναι να καταλήξουν θύµατα εκµετάλλευσης, κυρίως εργασιακής και σεξουαλικής, ή ακόµη και να χρησιµοποιηθούν εκ των ενηλίκων που τα εκµεταλλεύονται για την διευκόλυνση τέλεσης αξιόποινων πράξεων. Στην τελευταία δε περίπτωση, αντιµετωπίζονται ως ανήλικοι παραβάτες και παραβλέπεται η προηγούµενη θυµατοποίησή τους. Συχνά βρίσκονται κατηγορούµενα, και περαιτέρω κρατούµενα, για παράνοµη εκπόρνευση, παραβάσεις του νόµου κατά των ναρκωτικών, αλλά και πολύ συχνά, και για σοβαρές παραβάσεις του µεταναστευτικού νόµου (Ν.3386/05). Στην πράξη διαπιστώνεται ότι δεν υφίσταται πραγµατικά η δυνατότητα άµα της συλλήψεώς τους να εξασφαλίζεται η κατάλληλη νοµική τους ενηµέρωση και συµπαράσταση καθ’ όλη την διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, να καταδεικνύεται η θυµατοποίησή τους και να αναδεικνύεται η ανάγκη προστασίας τους. Η αδυναµία άµεσης πρόσβασης σε υπηρεσίες νοµικής βοήθειας, η έλλειψη µέριµνας για άµεσο διορισµό συνηγόρου των παιδιών, καθώς επίσης και η απουσία κατάλληλων υπηρεσιών διερµηνείας, όχι µόνο οδηγεί στην κατάφωρη παραβίαση δικονοµικών δικαιωµάτων, αλλά στην πράξη καθιστά ανενεργές όλες τις διατάξεις που έχουν θεσπιστεί για την προστασία των παιδιών θυµάτων.
46
Το παραπάνω, ίσως κατά ένα µέρος εξηγεί γιατί παρά τον σοβαρό αριθµό των “διακινούµενων” ανηλίκων στην χώρα µας, ο αριθµός των επίσηµα αναγνωρισµένων θυµάτων εµπορίας και εκµετάλλευσης είναι σχεδόν µηδαµινός. Λαµβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, ίσως θα µπορούσε να υποτεθεί, ότι σε πολλές περιπτώσεις τα παιδιά θύµατα εντοπίζονται, αλλά υφίσταται προβληµατισµός ως προς το πώς αντιµετωπίζονται. Προς πληρέστερη εξέταση του φαινοµένου, απαιτείται οργανωµένη και συστηµατική έρευνα σε εθνικό (όχι µόνο κεντρικό) επίπεδο, ώστε τελικά να διαπιστωθεί και να αξιολογηθεί ο αριθµός των συλλήψεων, των καταγγελιών, των σχετικών εισαγγελικών διατάξεων που εκδίδονται, αυτών που έπειτα ανακαλούνται, των υποθέσεων που τίθενται στο αρχείο κλπ. Συνήθως, το φαινόµενο της παράνοµης διακίνησης των παιδιών, εκλαµβάνεται σε άµεση σύνδεση µε την σεξουαλική εκµετάλλευση, και παραβλέπεται η εκµετάλλευση της παιδικής εργασίας. Ειδικότερα, σε ότι αφορά τα παιδιά που εργάζονται στο δρόµο, και είναι µικρότερης ηλικίας, υπάρχει τέτοια εξοικείωση µε το φαινόµενο, που συχνά να θεωρείται ως απλή επαιτεία. Το θέµα αυτό έχει πολλές όψεις και δεν είναι δυνατή η µονόπλευρη προσέγγισή του. Αξίζει εδώ να γίνει αναφορά σε µια συγκεκριµένη κατηγορία παιδιών, που εργάζονται στο δρόµο, και έχει διαπιστωθεί ότι εν προκειµένω το ρόλο του εκµεταλλευτή έχει η ίδια η οικογένεια. Πρόκειται για παιδιά που ανήκουν κυρίως σε φυλές Ροµά και προέρχονται συνήθως από την Αλβανία. Εν προκειµένω είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποδειχθούν τα στοιχεία της αντικειµενικής υπόστασης του εγκλήµατος της παράνοµης διακίνησης, δηλαδή ότι µια οικογένεια µεταναστεύει µε σκοπό την εκµετάλλευση των παιδιών. Οι περιπτώσεις αυτές όταν αντιµετωπίζονται ποινικά συνήθως κρίνονται βάσει των διατάξεων περί παραµέλησης αποτροπής από επαιτεία και παραµέλησης εποπτείας ανηλίκων. Λόγω δε χαµηλών ορίων επαπειλούµενης ποινής αποκλείεται η εφαρµογή των διατάξεων περί υποτροπής. Σε περίπτωση δε µετατροπής της ποινής, το ποσό που πρέπει να κα47
ταβληθεί συνήθως αντιστοιχεί σε µερικές µέρες εντατικής δουλειάς του παιδιού. Αυτό, όπως έχουµε διαπιστώσει δηµιουργεί αίσθηση ατιµωρησίας στους γονείς και συνέχιση εκµετάλλευσης των παιδιών. Εύκολα θα µπορούσε να υποδειχθεί η λύση περί κίνησης διαδικασιών αφαίρεσης επιµέλειας και εισαγωγής σε ίδρυµα παιδικής προστασίας, ωστόσο σηµειώνεται ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη η πληρότητα των σχετικών δοµών για παραποµπή των παιδιών· περαιτέρω δε, να ληφθεί υπόψη το ενδεχόµενο χωρισµού και οριστικής αποµάκρυνσης αδερφών. Το θέµα είναι ακανθώδες και δεν είναι δυνατόν να καλυφθεί πλήρως εδώ. Γενικά ωστόσο, µια και αναφέρθηκε, η ρύθµιση της επιµέλειας, το δικαίωµα του γονιού να επικοινωνεί µε το παιδί του, αλλά και το αντίστοιχο δικαίωµα του παιδιού να επικοινωνεί µε τον γονιό του, η διατήρηση ενότητας της οικογένειας, είναι µερικά από τα ζητήµατα, για τα οποία συχνά ζητείται νοµική συνδροµή. Τα σχετικά θέµατα αντιµετωπίζονται στα πλαίσια του οικογενειακού δικαίου (εκουσία δικαιοδοσία). Συνήθως, όταν γίνεται λόγος για παροχή νοµικής βοήθειας προς ανηλίκους, αυτόµατα εκλαµβάνουµε την στήριξη αυτή ως εκπροσώπηση σε ποινικές υποθέσεις, και ιδιαίτερα ενώπιον δικαστηρίου ανηλίκων. Εκ του νόµου 3226/04 προβλέπεται η δυνατότητα κάλυψης υποθέσεων οικογενειακού δικαίου καθώς και άλλων που έχουν άµεση σχέση µε την ρύθµιση της προσωπικής κατάστασης του παιδιού. Εδώ πλέον τίθεται το ζήτηµα πώς ο ίδιος ο ανήλικος –ιδιαίτερα αυτός που έχει συµπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας του– θα µπορούσε να έχει πρόσβαση σε νοµική συµβουλευτική και δωρεάν νοµική βοήθεια. Το θέµα συνδέεται µε την νοµική αντιµετώπιση και άλλων ζητηµάτων (δικαιοπρακτική ικανότητα, ικανότητα παράστασης κλπ) και δεν δύναται να αναλυθεί εδώ. Ωστόσο τίθεται προς περαιτέρω προβληµατισµό. Ιδιαιτέρως θα έπρεπε να αναφερθεί, –κυρίως λόγω των πολλών αιτηµάτων για νοµική στήριξη που προκύπτουν–, η περίπτωση των εξαρτηµένων µητέρων, οι οποίες έχουν ολοκληρώσει επιτυχώς τις φάσεις θεραπείας απεξάρτησης, και επιθυµούν να
48
διεκδικήσουν το δικαίωµα επικοινωνίας και περαιτέρω την επιµέλεια των παιδιών τους. Ωστόσο, η δυνατότητα παροχής υπηρεσιών νοµικής συµβουλευτικής είναι εξαιρετικά περιορισµένη, ενώ η πρόσβαση σε δικαστικές ενέργειες ακόµη δυσκολότερη λόγω αδυναµίας κάλυψης των σχετικών εξόδων. Ένα άλλο επίσης σοβαρό ζήτηµα που αντιµετωπίζεται, αφορά στους ανηλίκους, και κυρίως στους νεαρούς ενηλίκους, οι οποίοι επίσης έχουν ολοκληρώσει επιτυχώς τη θεραπεία απεξάρτησης. Οι περισσότεροι έχουν νοµικές εκκρεµότητες, εξαιτίας παραβάσεως της νοµοθεσίας περί ναρκωτικών και πιθανώς και άλλων αξιόποινων πράξεων που τελέστηκαν κατά την περίοδο της εξάρτησής τους, και αντιµετωπίζουν, ευρισκόµενοι πλέον σε φάση επανένταξης, το ενδεχόµενο επιβολής και έκτισης ποινής. Από όλα τα παραπάνω εκτεθέντα, προκύπτει ότι εντοπίζονται σοβαρά προβλήµατα και σε ότι αφορά την ενίσχυση των φορέων του ∆ικτύου προς παροχή επαρκών υπηρεσιών νοµικής συµβουλευτικής, αλλά και σε ότι αφορά τις πολλές ανάγκες για την κάλυψη δικαστικών ενεργειών. Μέσω του νοµικά κατοχυρωµένου θεσµού της νοµικής βοήθειας (Ν. 3226/04), επιδιώκεται η κάλυψη ορισµένων εξ’ αυτών. Ωστόσο είναι σαφές ότι οι προϋποθέσεις είναι αυστηρές (π.χ. απαιτούµενα δικαιολογητικά προς απόδειξη απορίας), οι καλυπτόµενες υποθέσεις περιορισµένες, και τα προβλεπόµενα κονδύλια δυσανάλογα µικρά σε σχέση µε τα αιτήµατα. Παράλληλα, δεν προβλέπεται ρητώς η συνεχής, αλλά αποσπασµατική παροχή νοµικής βοήθειας σε κάθε στάδιο. Συχνά δε παρατηρείται εκπροσώπηση κάθε φορά από διαφορετικό συνήγορο στα πλαίσια της ίδιας διαδικασίας. Συνήθως ο αιτών είτε δεν γνωρίζει το δικαίωµά του να αιτηθεί τον διορισµό του ίδιου συνηγόρου είτε άλλοτε, δεν υφίσταται η δυνατότητα διορισµού του (άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 3226). Η εκπροσώπηση από τον ίδιο συνήγορο σε όλα τα στάδια της διαδικασίας έχει ιδιαίτερη σηµασία στα πλαίσια υποθέσεων οικογενειακού δικαίου, και πολύ περισσότερο σε ποινικές υποθέσεις, λόγω κυρίως της ιδιαίτερης σχέσης εµπιστοσύνης του ανηλίκου και νεαρού ενηλίκου, µε τον συνήγορό του.
49
Σηµαντικό είναι, µε αφορµή τα προγράµµατα και τις πρωτοβουλίες συνεργασίας που έχουν αναληφθεί στον τοµέα αυτό (ειδικότερα Πρόγραµµα Γενικής Γραµµατείας Νέας Γενιάς), να προωθηθεί και ανάλογη νοµική θεσµοθέτηση ώστε να υπάρξει κάλυψη σε εθνικό επίπεδο. Συγχρόνως να βελτιωθεί το νοµικό πλαίσιο προκειµένου να καλύπτονται όλες οι υποθέσεις, και οι διοικητικές, µε παράλληλο εξορθολογισµό της συνολικής διαδικασίας, αλλά και ανάλογη σταθερή πρόβλεψη θεσµοθετηµένων πόρων. Να επισηµανθεί ότι οι παρούσες οικονοµικές δυσπραγίες ως προς την κάλυψη υποθέσεων ανηλίκων και νεαρών κρατουµένων µέσω του θεσµού νοµικής βοήθειας, αναγκαστικά οδηγούν σε αυτεπαγγέλτως διορισµό συνηγόρου (στα κακουργήµατα). Είναι γνωστόν ότι στις περιπτώσεις αυτές φαλκιδεύεται το δικαίωµα υπεράσπισης, ιδίως λόγω της αδυναµίας προετοιµασίας του συνηγόρου. Ο χρόνος που δίδεται συνήθως δεν ξεπερνά την µια ώρα, σε άλλες περιπτώσεις τα λίγα λεπτά. Για την αντιµετώπιση του θέµατος αυτού, πρώτον θα πρέπει, οι κρατούµενοι να ενηµερώνονται και να επικουρούνται ώστε, να ενεργοποιηθεί η διάταξη που προβλέπει την δυνατότητα διορισµού συνηγόρου τουλάχιστον τρεις ηµέρες πριν τη δικάσιµο (άρθρο 340 παρ. 1 ΚΠ∆), –και αν ακόµα και αυτό σε κάποιες περιπτώσεις δεν καταστεί εφικτό, να αναγνωριστεί ρητά το δικαίωµα υποβολής αιτήµατος– εκ του διορισθέντος επί της έδρας συνηγόρου - προς διακοπή της δίκης, τουλάχιστον επί τριηµέρου (αναλογικά πάλι), µε επίκληση διατάξεων υπερνοµοθετικής ισχύος (άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγµατος, άρθρο 6 παρ. 3 της ΕΣ∆Α, το άρθρο 14 παρ. 3 του ∆ιεθνούς Συµφώνου για τα Ατοµικά και Πολιτικά ∆ικαιώµατα, όπου προβλέπεται το δικαίωµα κάθε κατηγορούµενου, να διαθέτει επαρκή χρόνο και ευκολίες για την προετοιµασία της υπεράσπισής του και για την επικοινωνία µε τον δικηγόρο της επιλογής του). Λαµβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, καθώς και την υπερέχουσα σηµασία του δικαιώµατος υπεράσπισης έναντι ενός διαδικαστικού κωλύµατος, ουσιαστική θα ήταν η παρέµβαση του
50
∆ικηγορικού Συλλόγου, ειδικά ως προς το εάν θεωρείται δυνατός, (όπως προβλέπεται και στον Ν. 3226/04), κατ’ εξαίρεση και ενόψει της σοβαρότητας συγκεκριµένης υπόθεσης (ad hoc), ο διορισµός συνηγόρου που την έχει χειριστεί σε προηγούµενο στάδιο στα πλαίσια του θεσµού νοµικής βοήθειας, αν και τυχαίνει να µην είναι εγγεγραµµένος στην οικεία κατάσταση του δικαστηρίου (ή και στον πίνακα). Αντιλαµβανόµαστε την λεπτότητα του ζητήµατος και την ανάγκη για εξασφάλιση διαφάνειας κατά τον διορισµό, θεωρούµε όµως ότι υπερισχύει το δικαίωµα υπεράσπισης και το συµφέρον του κατηγορούµενου. Ίσως µε την τήρηση αυστηρών εγγυήσεων και ασφαλιστικών δικλείδων, κρίνοντας ad hoc το επείγον και την σοβαρότητα της κάθε περίπτωσης, πιθανόν θα µπορούσε το παραπάνω ζήτηµα να επιλυθεί. Σοφία ∆ροσοπούλου: Ευχαριστώ την κ. Σουλελέ. Σφαιρικά µας ανέδειξε όλα τα ζητήµατα που έχουν σχέση µε τις ευαίσθητες κοινωνικά οµάδες και την νοµική συµβουλευτική. Ο λόγος τώρα στην κ. Έλενα Γκλεγκλέ. Έλενα Γκλεγκλέ, ∆ικηγόρος
Θεωρώ, ότι είναι αυτονόητος ο ρόλος, που διαδραµατίζει ο συνήγορος στην ποινική διαδικασία, όπου ο ανήλικος φέρεται, ως δράστης. Το ισχύον πλέγµα διατάξεων και δικονοµικών κανόνων, όπως αυτοί εφαρµόζονται στη χώρα µας, ενισχύουν αυτή την αναγκαιότητα.
51
Εισήγηση: «Ο συνήγορος και η ενίσχυση της νοµικής θέσης του ανήλικου κατηγορουµένου»
Τα άρθρα 96 επ ΚΠ∆ θεµελιώνουν το γενικό πλέγµα των δικαιωµάτων του κατηγορούµενου, είτε πρόκειται για ανήλικο, είτε για ενήλικο παραβάτη. Σύµφωνα µε τις διατάξεις του γενικού δικονοµικού ποινικού δικαίου, ο συνήγορος εκπροσωπεί τον ανήλικο κατηγορούµενο και του συµπαρίσταται στην ποινική διαδικασία (α 96 ε ΚΠ∆). ∆ιατάξεις που προβλέπουν τη συµπαράσταση του συνηγόρου σε κάθε εξέταση του κατηγορουµένου και η επικοινωνία µαζί του κατά την προδικασία προβλέπονται ρητά και δεν µπορούν να απαγορευθούν (α. 100 §§1 και 4 105 ΚΠ∆). Ο ανακριτής ιδίως έχει την υποχρέωση να διορίσει αυτεπαγγέλτως συνήγορο, εφόσον το ζητήσει ρητά ο κατηγορούµενος (α 100 §3 ΚΠ∆ και α 200 §1 ΚΠ∆ και άρθρο 6§3 περ γ ΕΣ∆Α). Συνεπώς, όταν ενεργείται κύρια ανάκριση, ο ανήλικος κατηγορούµενος έχει δικαίωµα να ζητήσει από τον Ανακριτή το διορισµό συνηγόρου. Ο συνήγορος µπορεί να διοριστεί σε κάθε στάδιο της προδικασίας όπου ένα πρόσωπο –εν προκειµένω ο ανήλικος αποκτά την ιδιότητα του κατηγορουµένου σύµφωνα µε το άρθρο 72 ΚΠ∆. Στην κύρια διαδικασία στο ακροατήριο, ο κατηγορούµενος έχει δικαίωµα να διορίζει συνήγορο για την υπεράσπισή του. Γνωρίζουµε δε, ότι ειδικά στα κακουργήµατα, ο πρόεδρος του δικαστηρίου διορίζει υποχρεωτικά συνήγορο στον κατηγορούµενο, σε περίπτωση, που δεν έχει (340 1 εδ 2 ΚΠ∆). Ο διορισµός συνηγόρου από τον πρόεδρο είναι υποχρεωτικός, ακόµη και όταν ο κατηγορούµενος έχει αντίθετη γνώµη, καθώς η πολιτεία έχει υποχρέωση να εξασφαλίζει την ορθή και δίκαιη διεξαγωγή της δίκης, που κατά τεκµήριο εξυπηρετείται µε τη συµµετοχή δικηγόρου. Η αναφερόµενη ωστόσο στο άρθρο 340 περίπτωση του αυτεπάγγελτου και υποχρεωτικού διορισµού συνηγόρου υπεράσπισης καταλύεται στις περιπτώσεις των ανηλίκων παραβατών, καθώς οι πράξεις τους συλλήβδην εξοµοιώνονται µε πληµµελήµατα ανεξαρτήτως του χαρακτηρισµού αυτών από τον ποινικό νοµοθέτη (άρθ 18 ΠΚ). Για το λόγο αυτό, ο διορισµός δικηγόρου χάνει τον υποχρεωτικό του χαρακτήρα.
52
Ωστόσο, όπως έχει γίνει αντιληπτό, ο πληµµεληµατικός χαρακτήρας των πράξεων, που τελεί ο ανήλικος, έχει συχνά δυσµενέστερες συνέπειες και από κακουργήµατα, που τελούνται από ενήλικους (π.χ. στις περιπτώσεις, που αναγνωρίζονται ελαφρυντικά και επιβάλλεται ποινή ελαττωµένη έως και µετατρέψιµη σε χρηµατική, όπου η έφεση έχει αναστέλλουσα δύναµη). Στο ∆ικαστήριο Ανηλίκων εκδικάζονται πράξεις βιασµού, ναρκωτικών, ανθρωποκτονία, όπου ένας ενήλικας στην αντίστοιχη περίπτωση απολαµβάνει των υπηρεσιών ενός συνηγόρου υπεράσπισης, που υποχρεωτικά διορίζεται από το δικαστήρια. Και εδώ θέλω να θέσω υπόψιν σας το εξής. Ναι µεν η εµπλοκή του ανήλικου παραβάτη έχει πρωταρχικά παιδαγωγικό χαρακτήρα και το ∆ικαστήριο έχει έναν ειδικό προληπτικό κυρίως ρόλο µε στόχο την βελτίωση της προσωπικότητας του δράστη, ωστόσο παρατηρεί κανείς ήδη έναν υπερπληθυσµό στα δύο καταστήµατα κράτησης νέων, αρκετές πανελλαδικά αποφάσεις µε ιδρυµατικά αναµορφωτικά µέτρα. Αυτό θα µπορούσε να αποτελεί µια αφορµή για έρευνα σχετικά µε το σε πόσες αποφάσεις, που επιβλήθηκαν τα συγκεκριµένα µέτρα και ποινές παρέστη συνήγορος υπεράσπισης, ώστε να εξαχθεί ένα ασφαλές συµπέρασµα σχετικά µε το αν ο µη διορισµός συνηγόρου υπεράσπισης µπορεί να οδηγήσει σε µια αυστηρότερη µεταχείριση του κατηγορούµενου έφηβου - πράγµα, το οποίο σήµερα πιστεύω και υποστηρίζω, ότι ως γεγονός, αποτελεί προσβολή της δικαιοσύνης και σαφή παρέκκλιση από την θεµελιώδη αρχή της δίκαιης δίκης. Θέλω εδώ να επισηµάνω, ότι οι ανήλικοι, λόγω της ανεπαρκούς εµπειρίας τους στη ζωή, της απειρίας τους, όσον αφορά τον τρόπο επικοινωνίας µε τις κρατικές αρχές, της ελλιπούς ικανότητας προβολής και προάσπισης των συµφερόντων τους και γενικά της περιορισµένης εκφραστικής τους ικανότητας κωλύονται ιδιαιτέρως έντονα στην ικανότητα τους για υπεράσπιση σε σχέση µε τους ενήλικες που βρίσκονται σε παρόµοια θέση. Περαιτέρω και µετά δυσκολίας είναι σε θέση να επιχειρηµατολογήσουν ενώπιον του δικαστηρίου πάνω σε όλες εκείνες τις
53
δυνατότητες, που ο νοµοθέτης κατ’ αρχήν τους παρέχει, ώστε να αποφεύγεται η στέρηση ελευθερίας τους. (π.χ. το κατ’ αρχήν ακαταλόγιστο που καθιστά υποχρεωτική την επιβολή µόνο αναµορφωτικών µέτρων και όχι ποινών, ή η εύρεση του κατάλληλου αναµορφωτικού µέτρου µε σωστή ιεράρχηση από το πρώτο εξωιδρυµατικό µέτρο έως το 11ο, για να µη θέσω το θέµα της ορθής εκτίµησης σχετικά µε τις προϋποθέσεις επιβολής ιδρυµατικού µέτρου). Μπορώ να φανταστώ τις ενστάσεις επ’ αυτών. Ωστόσο η συµβολή της υπεράσπισης δεν µπορεί να αποκλειστεί µε την επίκληση της απλουστευµένης διαδικασίας για τους ανήλικους, στην οποία θεωρητικά υπερτερεί ο παιδαγωγικός χαρακτήρας. Κατεξοχήν ο ανήλικος χρειάζεται την συµπαράσταση δικηγόρου. ∆εν είναι θεµιτή σε ένα κράτος δικαίου η µειονεκτικότερη θέση του ανηλίκου σε θέµατα υπεράσπισης στο όνοµα του προστατευτισµού, κυρίως όταν δικάζεται για αξιόποινες πράξεις, οι οποίες υπάγονται στην καθ’ ύλη αρµοδιότητα των τριµελών δικαστηρίων ανηλίκων, όπου η ποινή περιορισµού σε σωφρονιστικό κατάστηµα, που µπορεί να επιβληθεί, είναι από πέντε έως είκοσι έτη. Είναι σεβαστός και αξιοθαύµαστος ο ρόλος των επιµελητών, που συχνά λόγω του, ότι έχει πλήρη την κοινωνική εικόνα του ανήλικου λειτουργεί ως υπερασπιστής, όχι όµως ως νοµικός παραστάτης και δεν µπορεί θεσµικά να επιτελεί τέτοιο ρόλο, καθώς η αποστολή του είναι διαφορετική. Ούτε βέβαια ο ∆ικαστής ή ο Εισαγγελέας, που συµµετέχουν, όσο κι αν συνειδητοποιούν την διαφορετικότητα του ρόλου τους σε σχέση µε την κρίση τους επί ενηλίκων παραβατών, πράγµα που δεν είναι πάντοτε εφικτό. Στο γενικό κλίµα ενίσχυσης η παιδαγωγική φύση των µέτρων του ∆ικαίου Ανηλίκων δεν αρκεί για να εγγυηθεί την προστασία των δικαιωµάτων και συνακόλουθα την υπεράσπιση του ανηλίκου. Το αίσθηµα του φόβου, η συναίσθηση της διάπραξης παράνοµης πράξης, η συνειδητοποίηση της θέσης του κατηγορούµενου, είναι καταστάσεις, που ακριβώς λόγω της ανηλικότητας, καθιστούν ιδιαιτέρως ευάλωτο τον ανήλικο, σε τέτοιο βαθµό, που
54
η µεγαλύτερη δυνατή προστασία εκ µέρους της πολιτείας, είναι επιβεβληµένη. Ο ανήλικος, στις περισσότερες περιπτώσεις, θεωρεί κάθε µορφή εξουσίας, απέναντί του και όχι δίπλα του. Την προνοιακή µορφή των κανόνων, που διέπουν το δίκαιο ανηλίκων, δεν είναι σε θέση ο ανήλικος κατηγορούµενος να αντιληφθεί τις περισσότερες φορές. Ενώ έχουν γίνει προσπάθειες, πριν την κύρια διαδικασία, µέσω κυρίως του Επιµελητή Ανηλίκων και του σπουδαίου έργου που επιτελεί, σχετικά µε τον ανήλικο, ο ανήλικος στο πρόσωπο του συνηγόρου υπεράσπισης, είναι πού θα βρει την διέξοδο, σε ψυχολογικό και εν τέλει και ουσιαστικό επίπεδο, ώστε και ο ίδιος να συναισθανθεί, ότι δεν αδικείται και ότι δεν υπάρχουν εχθροί, αλλά αντίθετα η κύρια διαδικασία είναι ένα µέσο, δικής του εν τέλει αρωγής. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, η ειδική εκπαίδευση σε όλα τα επίπεδα (νοµική-κοινωνική-ψυχολογική) του συνηγόρου υπεράσπισης, είναι ένα µεγάλο ζήτηµα και πρέπει να αποτελεί στόχο και προϋπόθεση όσων καλούνται να εκπροσωπήσουν τον ανήλικο παραβάτη. Ο τρόπος προσέγγισης, η αποτύπωση της αλήθειας µε επιχειρήµατα, η έλλειψη χρήσης µεθόδων εκφοβισµού ή και υπερβολικής επιείκειας προς τον ανήλικο, η επίγνωση της ιδιαίτερης ψυχολογικής κατάστασης του ανήλικου παραβάτη λόγω ακριβώς της ανηλικότητάς του, καθιστούν τον συνήγορο υπεράσπισης δίαυλο επικοινωνίας του παραβάτη µε τους λοιπούς παράγοντες της δίκης. Ο συνήγορος υπεράσπισης καλείται να συµµετάσχει στη γρήγορη και βίαιη διαδικασία ωρίµανσης του ανηλίκου, µέσα από την κύρια διαδικασία και τούτο είναι ένας άλλος λόγος, που απαιτείται ειδική εκπαίδευση και µε τη µορφή των ειδικών σεµιναρίων. Γι’ αυτό, όσο και αν η παιδαγωγική φύση των µέτρων του δικαίου ανηλίκων εγγυάται την προστασία των δικαιωµάτων τους, δεν αρκεί, ώστε κανείς να επιχειρηµατολογήσει για τον µη υποχρεωτικό διορισµό του συνηγόρου.
55
Και κατά την προδικασία, είναι επιβεβληµένος ο διορισµός συνηγόρου. Όπως είναι γνωστό, πολύ µεγάλος όγκος των δικογραφιών, που αφορούν στους ανήλικους, καταλήγουν στα ανακριτικά γραφεία, σχηµατισµένες από προανακριτικό υπάλληλο, και δη αστυνοµικό, µε διενέργεια αστυνοµικής προανάκρισης ή προκαταρκτικής εξέτασης. Στη διαδικασία αυτή, δεν προβλέπεται αυτεπάγγελτος διορισµός συνηγόρου. Το φαινόµενο αυτό είναι πολύ συχνό, οι συνθήκες κράτησης και ανάκρισης των ανηλίκων είναι θολές, κυρίως, όταν πραγµατοποιούνται από αστυνοµικούς, οι οποίοι δεν έχουν κατάλληλη εκπαίδευση. Υπάρχουν καταγγελίες, ότι σε αυτό το στάδιο ο ανήλικος αντιµετωπίζεται µε σκληρότητα και ιδιαίτερη αυστηρότητα, γίνεται χρήση µεθόδων απρόσφορων, ακόµη και για ενήλικες. Μέθοδοι ικανές να προκαλέσουν ψυχικά τραύµατα ακόµη και σε ενήλικες. Ας µην λησµονούµε, ότι οι συνθήκες κράτησης ενός ανηλίκου, αµέσως µετά την σύλληψή του σε κάποιο περιφερειακό αστυνοµικό τµήµα, πολλές φορές παραµένουν εντελώς άγνωστες. Περαιτέρω, ας µην ξεχνάµε, ότι η απολογία του ανήλικου σε προανακριτικό επίπεδο, αποτελεί πολλές φορές καταλύτη. Όταν, σύµφωνα µε τον Α.Κ, ένας ανήλικος, δεν µπορεί να διαθέσει ελεύθερα την περιουσία του και τίθενται όρια για διενέργεια των σχετικών πράξεων, πόσο µάλλον όταν δεν τίθενται όρια, όταν γίνεται λόγος για την προσωπική του ελευθερία, υπό την έννοια ότι παραµένει ανοχύρωτος, καθώς έρχεται αντιµέτωπος στο προανακριτικό στάδιο χωρίς νοµική προστασία. Έτσι λοιπόν, έπρεπε να καλύπτεται ο ανήλικος σε όλα τα στάδια, µε υποχρεωτική παράσταση ∆ικηγόρου. ∆εν µπορεί η πολιτεία να απαγορεύει στον ανήλικο να διαθέσει τα χρήµατά του, για να αγοράσει ποδήλατο, αλλά κάποιος να είναι σε θέση να τον ρωτά και να τον ανακρίνει επανειληµµένως αν σκότωσε τον συµµαθητή του ή αν έκλεψε ένα ποδήλατο. Θα µπορούσε να πει κανείς, ότι, εφόσον σε κάθε περίπτωση υπάρχει το δικαίωµα, τι εµποδίζει τον ανήλικο στο διορισµό συνηγόρου; Μια επίσκεψη στους διαδρόµους του ∆ικαστηρίου Ανηλί56
κων θα σας πείσει ότι η παραβατικότητα συνδέεται κατά κανόνα µε ακραία κοινωνικά φαινόµενα, φτώχιας, περιθωριοποίησης, κακής οικογενειακής συγκρότησης, που καθιστούν δυσχερή την άσκηση όλων αυτών των δικαιωµάτων και την ανάπτυξη πρωτοβουλιών σε ένα τέτοιο πεδίο. Εδώ χρειάζεται η πολιτεία να υποκαταστήσει τα κοινωνικά ελλείµµατα, για τα οποία τις περισσότερες φορές ευθύνεται άλλωστε. Γι’ αυτό στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης θεωρείται πλέον αναγκαία η συµµετοχή συνηγόρου στις ποινικές δίκες ανηλίκων – κατ’ ανάγκη και µε έξοδα της πολιτείας. Η ανάγκη για ενίσχυση της υπεράσπισης των ανηλίκων, η οποία µέχρι σήµερα αποτελεί ένα παραµεληµένο πεδίο νοµοθετικής δραστηριότητας είναι πλέον επιτακτική και µάλιστα σε ένα ευρύ φάσµα αδικηµάτων. Πρέπει πλέον να αποτελέσει έναν από τους βασικούς στόχους µιας ενδεχοµένης µεταρρύθµισης του ποινικού δικαίου των ανηλίκων. Η παροχή δωρεάν νοµικής βοήθειας σε ανήλικους παραβάτες µε οικονοµική αδυναµία να είναι υποχρεωτική. Ο δυνητικός της δε χαρακτήρας να προσδιορίζεται µε την υποχρεωτική ρητή και έγγραφη δήλωση του ανηλίκου για τον µη υποχρεωτικό διορισµό του συνηγόρου του. Πόσα διεθνή κείµενα πρέπει να επικαλεστεί κανείς για να πείσει τον Έλληνα νοµοθέτη, ότι η καθυστέρηση σε αυτή τη νοµοθετική µεταρρύθµιση είναι µεγάλη; Το 37 περ. δ του ∆Σ∆Π, όπου απαιτείται τα συµβαλλόµενα κράτη να επαγρυπνούν προκειµένου τα παιδιά, που στερούνται την ελευθερία τους να έχουν το δικαίωµα για ταχεία πρόσβαση σε νοµική ή άλλη κατάλληλη συµπαράσταση ή µήπως του άρθρ. 40 §2 όπου η υπόθεση του παιδιού θα πρέπει να κρίνεται από µια αρµόδια, ανεξάρτητη και αµερόληπτη αρχή ή δικαστικό σώµα, σύµφωνα µε µια δίκαιη κατά το νόµο διαδικασία, µε την παρουσία ενός νοµικού ή άλλου συµβούλου. Μπορεί δε οι Κανόνες του Πεκίνου ή οι κανόνες των Ηνωµένων Εθνών για την προστασία ανηλίκων στερηµένων της ελευθερίας τους, να µην έχουν υπερνοµοθετική ισχύ, οι κατευθύνσεις όµως που θέτουν καθιερώνουν έναν εξελιγµένο και προσαρµοσµένο στις σύγ57
χρονες κοινωνικές ανάγκες νοµικό πολιτισµό που έχει γίνει σεβαστός από την πλειονότητα των δικαιϊκών συστηµάτων και δηµοκρατικών πολιτευµάτων. Κατά την άποψή µου, δεν αρκεί µόνο η µεταρρύθµιση αλλά ο νέος θεσµικός ρόλος του συνηγόρου να γίνεται σεβαστός και από τους άλλους παράγοντες της δίκης. Η µακροχρόνια αποδυναµωµένη θέση του ανήλικου παραβάτη, µε την υποβολή του σε δίκη χωρίς νοµικό συµπαραστάτη και µε την εσωστρέφεια µιας δίκης κεκλεισµένων των θυρών ενδεχοµένως να έχει επηρεάσει τον τρόπο προστασίας των ανήλικων παραβατών. Κατά την άποψή µου, θα έπρεπε ο συνήγορος υπεράσπισης των παραβατών να έχει λάβει την κατάλληλη εκπαίδευση και κατάρτιση, έστω και µέσω σεµιναρίων, όπως εξάλλου και ο ∆ικαστής Ανηλίκων, ώστε ακόµη και χωρίς να επιδιώκονται, εν τέλει να αποφεύγεται η ενδεχοµένως άνιση µεταχείριση των ανηλίκων, µέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου αλλά και έξω από αυτό. Κανείς δεν µπορεί να αρνηθεί µετά ταύτα, ότι ο ανήλικος παραβάτης είναι από τις πιο παραµεληµένες οµάδες στο δικονοµικό σύστηµα της χώρας µας. ∆εν είναι τυχαίο που είµαστε σήµερα εδώ και συζητάµε όλα αυτά. Σηµαντικό θα ήταν να γίνουν, τουλάχιστον µέρος αυτών, πραγµατικότητα. Είναι καθήκον όλων µας, ο ανήλικος να εξέρχεται της αίθουσας του δικαστηρίου ενισχυµένος µε το αίσθηµα της δικαιοσύνης και µε την βεβαιότητα, ότι το νοµικό σύστηµα όχι µόνο τον έχει βοηθήσει, αλλά του έχει δώσει κάθε δυνατή βοήθεια, όπως εξ’ άλλου τη δικαιούται. Σοφία ∆ροσοπούλου: Ευχαριστούµε την κ. Γκλεγκλέ. Ήταν πραγµατικά χείµαρρος και στις επισηµάνσεις της και στον τρόπο που µας µετέφερε την δική της πραγµατικότητα και φυσικά το κράτος θα πρέπει να παρέµβει και να προασπίσει τα δικαιώµατα των παιδιών ιδιαίτερα ως προς το θέµα της υπεράσπισης των ανηλίκων και φυσικά η νοµική βοήθεια θα πρέπει να επεκταθεί και στα
58
διοικητικά δικαστήρια και όχι µόνο. Στο σηµείο αυτό θα ήθελα να λάβει το λόγο η κ. Μαντούβαλου και να αναφερθεί στην αποτίµηση του έργου που έχουµε κάνει ως ∆ικηγορικός Σύλλογος Αθηνών. Μαίρη Μαντούβαλου, ∆ικηγόρος, Υπεύθυνη για θέµατα Νοµικής Βοήθειας του ∆.Σ.Α.
Επί της ουσίας οι οµιλητές τα είπαν όλα και έθιξαν πάρα πολλά προβλήµατα, ο καθένας από τη σκοπιά του. Ο κ. Μόσχος έθεσε πάρα πολύ ωραία και ανάγλυφα το θέµα της νοµικής βοήθειας και τις ελλείψεις που έχει ο νόµος 3226/2004 ο οποίος έχει αφαιρέσει τη δυνατότητα από τους ∆ικηγορικούς Συλλόγους, διορισµού συνηγόρου υπεράσπισης και την έχει µεταφέρει στα δικαστήρια, ο δε τρόπος µε τον οποίο εφαρµόζεται είναι γνωστός δυστυχώς σε όλους µας. Συνωστισµός στα ακροατήρια του Εφετείου και αµοιβή µετά από δυο χρόνια. Ο νόµος, όντως εξαιρεί τις διοικητικές διαφορές, και χρειάζονται να ενεργοποιηθούν Προεδρικά ∆ιατάγµατα προκειµένου να περιληφθούν και οι διοικητικές διαφορές. Ίσως εκείνοι που συνέταξαν το νόµο έµπλεξαν το «φτωχό» µε το «πτωχό» και έτσι υπάγονται στο νόµο εµπορικές διαφορές και δεν υπάγονται οι διοικητικές διαφορές οι οποίες είναι πολλές και αφορούν ευάλωτες οµάδες πληθυσµού (ανήλικοι, τσιγγάνοι κ.α.). Στο θέµα που έθεσε η κ. Σουλελέ, ο νόµος είναι περιοριστικός. ∆εν µπορεί να διοριστεί δικηγόρος σε κάποιον εάν δεν είναι εγγεγραµµένος στις καταστάσεις (και ευτυχώς που υπάρχει και αυτό γιατί είναι µια ασφαλιστική δικλείδα για τον τρόπο µε τον οποίο διορίζονται οι δικηγόροι). Αυτό που κάνουµε εµείς δεν είναι νοµική βοήθεια, αλλά κάτι σαν το «100», σαν άµεση νοµική βοήθεια. Καλούµε τους δικηγόρους, οι οποίοι επισκέπτονται τους κρατούµενους στις φυλακές, συζητούν µε τους αρµόδιους από τις κοινωνικές υπηρεσίες και
59
τους υπερασπίζονται ενώπιον των δικαστηρίων. Έχουµε µια εξαιρετική συνεργασία µε τις κοινωνικές υπηρεσίες των φυλακών ανηλίκων. Τη σηµερινή µας εκδήλωση τιµούν µε την παρουσία τους και τις ευχαριστώ πολύ η κ. Απειρανθίτου, από το Ειδικό Κατάστηµα Κράτησης Αυλώνα, και η κ. Ψαράκη, από το Κατάστηµα Κράτησης Γυναικών Ελαιώνα Θηβών. Έχουµε µια πάρα πολύ καλή συνεργασία µε το αρµόδιο τµήµα της Γενικής Γραµµατέας Νέας Γενιάς. Επίσης είναι εδώ η κ. Τσιαρπισνού που µας βοηθάει πάρα πολύ όλα αυτά τα χρόνια. Ό,τι κάνουµε το κάνουµε µε περίσκεψη και φειδώ και έτσι προχωράει αυτό το πρόγραµµα εδώ και 13 χρόνια. Θέλω να ελπίζω ότι δεν θα συµπεριληφθούµε στις περικοπές - µακάρι η σηµερινή εκδήλωση να µην γίνει το «κύκνειο άσµα». Από τον Σεπτέµβριο του 2009 µέχρι σήµερα έχει δοθεί νοµική συνδροµή σε 56 ποινικές υποθέσεις ανηλίκων και νέων, 12 αστικές, 4 διοικητικές και 9 περιπτώσεις παροχής νοµικών συµβουλών. Από το σύνολο των ποινικών υποθέσεων η πλειοψηφία αφορούσε ανήλικους. Σε κανέναν από τους κατηγορούµενους δεν χορηγήθηκε ανασταλτικό αποτέλεσµα. Οι αστικές υποθέσεις ήταν οικογενειακού δικαίου και αφορούσαν διατροφές. Ας προσπαθήσουµε επίσης να βγάλουµε και τα πορίσµατα όσων ειπώθηκαν και να τα προωθήσουµε στο Υπουργείο ∆ικαιοσύνης. Ο ∆.Σ.Α έχει όλη την καλή διάθεση να συνεργαστεί µε όλους τους φορείς (∆ικαστές, Συνήγορο του Παιδιού, οργανώσεις, Επιµελητές Ανηλίκων, την Αστυνοµία). Σας ευχαριστώ πολύ, και ιδιαίτερα τους συναδέλφους, που µας βοηθάνε όλα αυτά τα χρόνια. Ο Πρόεδρος κ. ∆ηµήτρης Παξινός, είπε ότι θα εκδοθεί ένα µικρό βιβλίο ώστε να προχωρήσει ο προβληµατισµός µας στην κοινωνία και στους ενδιαφερόµενους φορείς. Θα προσπαθήσουµε να υλοποιήσουµε αυτό που είπε και ο κ. Μόσχος: σε συνεργασία µαζί τους να φθάσουµε να διανέµονται, όπου υπάρχουν ανήλικοι και υπηρεσίες, φυλλάδια µεταφρασµένα αγγλικά, αραβικά για να µάθουν οι ανήλικοι που δεν µιλούν άλλη γλώσσα, τα δικαιώµατά
60
τους. Τους το οφείλουµε. Σας ευχαριστώ πολύ για όλα. Σοφία ∆ροσοπούλου: Ευχαριστούµε πολύ όλους για την παρουσία σας στη σηµερινή εκδήλωση και ιδιαίτερα τους εισηγητές, οι οποίοι µας ενηµέρωσαν τόσο για το υπάρχον θεσµικό πλαίσιο, όσο και για τις αδυναµίες και τα κενά αυτού κατά την εφαρµογή του στην κοινωνικά ευάλωτη κατηγορία των ανηλίκων, δίνοντας παράλληλα να αντιληφθούµε το διακριτό και σηµαντικό ρόλο που διαδραµατίζουν ο Συνήγορος του Παιδιού, οι Υποδιευθύνσεις Προστασίας Ανηλίκων της Αστυνοµίας, το ∆ικαστήριο Ανηλίκων, οι Επιµελητές Ανηλίκων, ο Εισαγγελέας Ανηλίκων αλλά και ο υπερασπιστής των δικαιωµάτων αυτού, ο Συνήγορος Υπεράσπισης.
61