Σύμφωνα με τη προσφυγή παραβιάζονται οι συνταγματικές αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ιδιώτη και της αναλογικότητας σε συνδυασμό με την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου. Παραβιάζεται επίσης θεμελιωμένο περιουσιακό δικαίωμα που κατοχυρώνεται από την ΕΣΔΑ.
Το υπόδειγμα προσφυγής συντάχθηκε από τον Δικηγόρο, Δ.Ν Αθηνών Ανδρέα Ματθαίου τον οποίο ο ΔΣΑ ευχαριστεί ιδιαίτερα.
ΠΡΟΣ
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΠΡΟΣΦΥΓΗ
ΚΑΤΑ
Του ΝΠΔΔ με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΩΝ», που εδρεύει στην Αθήνα, νόμιμα εκπροσωπούμενου.
Της υπ. αρ. πρωτ. Πράξης του ΝΠΔΔ «Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολουμένων –Τομέας Ασφάλισης» με την οποία απορρίφθηκε η υπ. αρ. πρωτ. αίτηση μου.
------------------------------------------------------------------------
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΖΗΤΗΜΑΤΩΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΟΥ
Με την παρούσα προσβάλλεται η απόρριψη της αίτησης μου προς το αντίδικο με υπ. την αρ. πρωτ. πράξη του ΝΠΔΔ «Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολουμένων» απόρριψη που στηρίζεται στην παράγραφο 3 του άρθρου 21 Ν. 4337/2015 καθώς η διάταξης της παρ. 3 του άρθρου 21 Ν. 4337/2015 παραβιάζει διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος. Ειδικότερα από συνταγματικής απόψεως παραβιάζει την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη καθώς και την συνταγματική αρχή της αναλογικότητας εφαρμοζόμενη σε συνδυασμό με την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου το 22 παρ. 5 Σ. και το 4 παρ. 5 Σ. Από απόψεως διεθνούς δικαίου παραβιάζει θεμελιωμένο περιουσιακό μου δικαίωμα που κατοχυρώνεται στην Ε.Σ.Δ.Α.
ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ
Με τη διάταξη του άρθρου 39 Ν. 4331/2015 ορίστηκαν τα ακόλουθα:
«Διάταξη μείωσης ασφαλιστικών εισφορών ΕΤΑΑ
1. Οι ασφαλισμένοι στον κλάδο κύριας ασφάλισης του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα
Απασχολούμενων (ΕΤΑΑ) - Τομέας Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων
(ΤΣΜΕΔΕ), Τομέας Σύνταξης και Ασφάλισης Υγειονομικών (ΤΣΑΥ), Τομέας Ασφάλισης Νομικών (ΤΑΝ) που έχουν υπαχθεί στην ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα κύριας ασφάλισης ή στο Δημόσιο από
1.1.1993 και εφεξής, και ασφαλίζονται στους ανωτέρω Τομείς ως ελεύθεροι επαγγελματίες,
μπορούν να επιλέξουν με αίτησή τους την κατάταξή τους σε μία εκ των δύο κατώτερων της
υποχρεωτικής ασφαλιστικών κατηγοριών που προβλέπονται από τα προεδρικά διατάγματα
124/1993, 126/1993 και 125/1993 και να παραμείνουν σε αυτή μέχρι 31.12.2016.
2. Κατά την υποβολή της αίτησης για υπαγωγή σε κατώτερη της υποχρεωτικής ασφαλιστική
κατηγορία οι ασφαλισμένοι πρέπει να μην έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το ΕΤΑΑ ή σε
περίπτωση ύπαρξης οφειλών να έχουν υπαχθεί σε καθεστώς ρύθμισης οφειλών και να είναι
ενήμεροι.
3. Η κατάταξη σε κατώτερη ασφαλιστική κατηγορία αρχίζει από την πρώτη του επόμενου έτους
εντός του οποίου υποβλήθηκε η αίτηση.
Ειδικά για αιτήσεις που θα υποβληθούν εντός του 2015, είναι δυνατή η αναδρομική υπαγωγή σε
κατώτερη ασφαλιστική κατηγορία από 1.1.2015. Σε περίπτωση που έχουν καταβληθεί
ασφαλιστικές εισφορές που αφορούν το έτος 2015, με βάση την υποχρεωτική ασφαλιστική
κατηγορία, οι υπηρεσίες των Τομέων του ΕΤΑΑ συμψηφίζουν το επιπλέον καταβληθέν ποσό με
μελλοντικές ασφαλιστικές εισφορές.
4. Οι ασφαλισμένοι παραμένουν στην κατώτερη επιλεγείσα ασφαλιστική κατηγορία, εφόσον
καταβάλλουν εμπρόθεσμα τις τρέχουσες ασφαλιστικές εισφορές και σε περίπτωση που έχουν
υπαχθεί σε καθεστώς ρύθμισης δεν έχουν εκπέσει αυτής. Σε αντίθετη περίπτωση επανέρχονται
αυτοδικαίως στην υποχρεωτική ασφαλιστική κατηγορία που θα υπάγονταν βάσει του χρόνου
ασφάλισής τους, εφόσον δεν είχαν ασκήσει το δικαίωμα κατάταξης σε κατώτερη ασφαλιστική
κατηγορία.
5. Το δικαίωμα υπαγωγής σε κατώτερη της υποχρεωτικής ασφαλιστική κατηγορία ασκείται άπαξ.
Σε περίπτωση απώλειας για οποιονδήποτε λόγο του δικαιώματος επιλογής κατάταξης σε
κατώτερη ασφαλιστική κατηγορία, ο ασφαλισμένος δικαιούται να επανέλθει με νεότερη αίτησή του, για μία και μόνο φορά, κατατασσόμενος στην επιλεγείσα ασφαλιστική κατηγορία. Στην περίπτωση αυτή η υπαγωγή σε κατώτερη ασφαλιστική κατηγορία γίνεται από την πρώτη του επόμενου της υποβολής της νέας αίτησης μήνα.
6. Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και στους λοιπούς Τομείς των κλάδων επικουρικής ασφάλισης,
ασθένειας και πρόνοιας του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (ΕΤΑΑ), καθώς και στην
ειδική προσαύξηση του ΤΣΜΕΔΕ και τον Κλάδο Μονοσυνταξιούχων του ΤΣΑΥ.
7. Οι ασφαλισμένοι των Τομέων των κλάδων κύριας και επικουρικής ασφάλισης, ασθένειας και
πρόνοιας του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (ΕΤΑΑ), που έχουν υπαχθεί στην
ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα κύριας ασφάλισης ή στο Δημόσιο μέχρι 31.12.1992, και
ασφαλίζονται στους ανωτέρω Τομείς του ΕΤΑΑ ως ελεύθεροι επαγγελματίες, ή έμμισθοι υπόχρεοι
της ειδικής προσαύξησης (ΕΤΑΑ-ΤΣΜΕΔΕ) καταβάλλουν από 1.1.2015 έως 31.12.2016 προς τους
Τομείς τις προβλεπόμενες εισφορές, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί και ίσχυαν μέχρι 30.6.2011.
Τυχόν επιπλέον ποσά που έχουν καταβληθεί συμψηφίζονται με μελλοντικές εισφορές.
Από 1.1.2017 οι ανωτέρω ασφαλισμένοι καταβάλλουν προς τους Τομείς του ΕΤΑΑ, πέραν της
προβλεπόμενης από την ισχύουσα νομοθεσία ασφαλιστικής εισφοράς και την προβλεπόμενη από
την παρ. 14 του άρθρου 44 του ν. 3986/2011, όπως ισχύει, πρόσθετη εισφορά.
8. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, η
οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μετά από γνώμη του Δ.Σ. του ΕΤΑΑ,
καθορίζεται κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή της παρούσας διάταξης.
9. Οι αναδρομικές οφειλές εισφορών των μέχρι 31.12.1992, καθώς και των από 1.1.1993
ασφαλισμένων προς τους Τομείς του ΕΤΑΑ, που αφορούν το χρονικό διάστημα από 1.7.2011 μέχρι
31.12.2014 και έχουν προκύψει από την επιβολή της προβλεπόμενης πρόσθετης εισφοράς της παρ.
14 του άρθρου 44 του ν. 3986/2011, όπως ισχύει, καθώς και λόγω της υποχρεωτικής μετάταξης
σε ανώτερη ασφαλιστική κατηγορία, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από την παρ. 15 του άρθρου
44 του ν. 3986/2011, αντίστοιχα, καταβάλλονται σε ισόποσες δόσεις, χωρίς την επιβολή των
προβλεπόμενων ποινών λόγω καθυστέρησης εξόφλησής τους.
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, μετά
από γνώμη του Δ.Σ. του ΕΤΑΑ, καθορίζεται ο αριθμός των δόσεων, ο χρόνος και ο τρόπος
καταβολής τους, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή της ρύθμισης της παρούσας
παραγράφου.»
Σε εφαρμογή της διάταξης αυτής άσκησα την υπ.αρ. πρωτ.……………………. ……………………………….αίτηση μου με την οποία ζήτησα να υπαχθώ στην ασφαλιστική κλάση του Τομέα Νομικών του ΕΤΑΑ. Προσάρμοσα επομένως το οικονομικό μου προγραμματισμό στη βέβαιη πεποίθηση ότι με την πληρωμή των αντίστοιχων με την κλάση αυτή εισφορών εξαντλώ τις υποχρεώσεις μου έναντι του αντιδίκου. Στη συνέχεια όμως εντελώς ξαφνικά και απρόοπτα με την παράγραφο 3 του άρθρου 21 Ν. 4337/2015 ορίστηκε ότι (μεταξύ άλλων) καταργείται το άρθρο 39 Ν. Ν. 4331/2015 ΑΠΟ ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΙΣΧΥΣΕ, δηλαδή αναδρομικά.
Με την υπ.αρ. πρωτ. αίτηση μου ζήτησα να μην εφαρμοστεί στην περίπτωση μου η παρ. 3 του άρθρου 21 Ν. 4337/2015 ως αντισυνταγματική και να παραμείνω στην ασφαλιστική κλάση που είχε ήδη καταταχτεί με την προαναφερθείσα πράξη του Ταμείου. Η αίτηση μου απορρίφθηκε με την υπ.αρ. πρωτ. πράξη της Δ/ντριας Ασφάλισης του ΤΑΝ/ Ε.Τ.Α.Α. με την οποία απορρίπτεται η αίτηση μου και αναφέρεται ότι θα επανέλθω στην ασφαλιστική κατηγορία που υπαγόμουν πριν την έναρξη ισχύος του αρ. 39 Ν. 4337/2015.
Η απόφαση αυτή δεν είναι νόμιμη για τους παρακάτω λόγους:
ΛΟΓΩ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗΣ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ ΤΟΥ ΙΔΙΩΤΗ
Το περιεχόμενο της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη συνοπτικά δεσμεύει τον κοινό νομοθέτη και την διοίκηση να μην ανατρέπει παγιωμένες νομικές καταστάσεις στη διατήρηση των οποίων οι διοικούμενοι απέβλεψαν καλόπιστα, ιδίως αν προσάρμοσαν την δράση τους σε αυτές, ή τουλάχιστον να παρέχει μέσω μεταβατικών διατάξεων επαρκή χρόνο για να προσαρμοστούν οι διοικούμενοι στην αλλαγή αυτή (βλ. 703/90 Πρακτικό Επεξεργασίας του Ε Τμήματος Σ.Τ.Ε. Δ.Δίκη 1991, σελ. 379)
Είναι αξιοσημείωτο ότι και πριν την πρόσφατη συνταγματική αναθεώρηση, την υπερνομοθετική ισχύ της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη, είτε ως συνιστώσα του κράτους δικαίου, είτε ως συνέπεια της προστασίας της ανθρώπινης αξίας δέχονται εδώ και πολλά χρόνια θεωρία και νομολογία (αρ.2 παρ.1 του Συντάγματος."Παραρά, Corpus, άρθρο 2, αρ.12 και. Παραρά, Corpus, άρθρο 2, αρ.13) καθώς και ΣτΕ 2261/1984 (Βλ. επ'αυτής και Π. Παυλόπουλου, Το τεκμήριο νομιμότητος των διοικητικών πράξεων και η αρχή της προστασίας της εμπιστοσύνης του διοικουμένου, ΕΔΔΔ 1987.196 και σημ. 11 Βλ επίσης ΣτΕ 247/1980 που θεμελιώνει την υπερνομοθετική ισχύ της αρχής στο 2§1Σ ενώ και η ΣτΕ 805/1987,δέχεται το "συνταγματικώς ανεπίτρεπτο" της παραβίασης της αρχής.(Βλ. Σ.Παππάς. Η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, Διοικητική Μεταρρύθμιση, 1987, σελ. 80-Ε. Σπηλιωτόπουλος. Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Σάκκουλας 2002, σελ. 532 επ. και την εκεί νομολογία. Βλ. συναφώς και Ελ Συν. (Ολ) 2702/2006 και 110/2001- Σ.Τ.Ε. 1702/2005, Ε.Δ.Κ.Α. 2006,σελ. 73- Σ.Τ.Ε. 3989/05 -Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου 2006, σελ. 196- Σ.Τ.Ε (Ολ.) 492/2005- Σ.Τ.Ε. Τμήμα ΣΤ 1840/07- 385/07- Τριμ. Διοικ. Πρωτ. Αθ. 9098/1985, Ε.Δ.Κ.Α. 1985, σελ. 744- Τριμ. Διοικ. Πρωτ. Θεσ/νίκης 6400/95- Διοικ. Πρωτ.Αθ. 15536/04). Αυξημένη τυπική ισχύ έχει η αρχή αυτή και λόγω της αναγνώρισης της ως αρχής του κοινοτικού δικαίου, η οποία υπερισχύει κάθε άλλου κανόνα της εθνικής έννομης τάξης Ήδη από το 1978 με την απόφαση Toepfer (Απόφαση της 3/5/1978 Rec.1978, σ.1019) το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έχει δεχθεί ότι η αρχή της εμπιστοσύνης "αποτελεί τμήμα της κοινοτικής έννομης τάξης, ούτως ώστε παράβαση της να συνιστά παραβίαση της Συνθήκης Ίδρυσης των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και κάθε κανόνα σχετικού με την εφαρμογή της, κατά την έννοια του άρθρου 173 της Συνθήκης"). Το αυτό δέχεται και η νομολογία (βλ. σχετικά Γ. Κατρούγκαλος. Η προστασία της εμπιστοσύνης του πολίτη προς το κράτος. Δι.Δίκη 1993, σελ. 941- Γ. Κατρούγκαλος, Η προστατευόμενη εμπιστοσύνη ως συνταγματική αρχή, ΔτΑ Ι/2003, σελ. 159επ., -Α. Μακαρούνη, Η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του πολίτη, όψεις του ευρωπαϊκού κοινοτικού και του ελληνικού δικαίου, Δι.Δίκη 1997. Γενικότερα για τα σχετικά ζητήματα βλ. Π. Παραράς. Η καθιέρωση της προστατευόμενης εμπιστοσύνης ως συνταγματικής αρχής, ΔτΑ Ι/2003, σελ. 11 επ.- Π. Λαζαράτος, Η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του ιδιώτη έναντι της διοικήσεως και του νομοθέτη, ΔτΑ Ι/2003, σελ. 129- Π. Δαγτόγλου, Ατομικά δικαιώματα, Αθήνα 2005, παρ. 1303).).
Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (βλ. την πολύ σημαντική απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α. Αποφ. 19-6-2008 Ιχτιγιάρογλου κατά Ελλάδος, Ε.Δ.Κ.Α. 2008,σελ. 631 επ.). όχι μόνο θεμελιωμένα δικαιώματα αλλά και δικαιώματα προσδοκίας προστατεύονται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου μέσω της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη σε συνδυασμό με το δικαίωμα στην περιουσία).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση εγώ ως καλόπιστος ιδιώτης είχα κάθε δικαίωμα να εμπιστεύομαι ότι η τόσο πρόσφατα ψηφισθείσα διάταξη η οποία μάλιστα στην περίπτωση μου είχε ήδη εφαρμοστεί θα ίσχυε και δεν θα επακολουθούσε κατάργηση της και μάλιστα αναδρομική. Η κατάργηση της και η υπαγωγή μου σε ανώτερη ασφαλιστική κλάση από αυτή που είχα ήδη πρόσφατα επιλέξει και υπαχθεί (αφού η πολιτεία είχε πεισθεί να ικανοποιήσει σχετικό αίτημα του ταμείου και των ασφαλισμένων που είχαν υποστηρίξει τεκμηριωμένα ότι έπρεπε να δοθεί η δυνατότητα τουλάχιστον για ένα διάστημα υπαγωγής σε κατώτερη ασφαλιστική κλάση προς όφελος και των ασφαλισμένων και του ίδιου του ταμείου) με αιφνιδιάζει ως καλόπιστο ιδιώτη και δεν έχω τη δυνατότητα να προσαρμοστώ και να ικανοποιήσω τις υποχρεώσεις μου προς το αντίδικο ταμείο παράλληλα με τις λοιπές συνεχώς αυξανόμενες υποχρεώσεις λαμβανόμενης υπόψιν τόσο της γνωστής από τα διδάγματα της κοινής πείρας κρίσης στον κλάδο όσο και των συνεχώς αυξανόμενων φορολογικών υποχρεώσεων, των ελευθέρων επαγγελματιών .
ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ ΜΕ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥ 22 ΠΑΡ. 5 Σ. ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 4 ΠΑΡ 5 Σ
H αρχή της αναλογικότητας, αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση του κοινωνικού κράτους δικαίου (για τη συνταγματική κατοχύρωση της αρχής βλ. ενδεικτικά Δ. Εφ. Αθ. 219/1996-Δ. Εφ. Αθ. 39/1994. Σε θεωρητικό επίπεδο βλ. Δ. Κοντόγιωργα Θεοχαροπούλου «Η αρχή της αναλογικότητας στο εσωτερικό δημόσιο δίκαιο» Σάκκουλας, 1989 - Β. Σκουρής «Η συνταγματική αρχή της αναλογικότητας και οι περιορισμοί της επαγγελματικής ελευθερίας» ΕλλΔνη, 1987, σελ. 773 - Π. Δαγτόγλου «Συνταγματικό δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα». Εκδόσεις Α. Σάκκουλα τόμος Β, σελ. 826 και τις εκεί νομολογιακές παραπομπές). Σύμφωνα με την αρχή αυτή σε συνδυασμό και με το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της εργασίας, αλλά και το δικαίωμα στην ανάπτυξη της προσωπικότητας, οι περιορισμοί που επιβάλλονται στα δικαιώματα του ιδιώτη πρέπει να είναι πρόσφοροι και απολύτως αναγκαίοι για την εξυπηρέτηση του επιδιωκόμενου σκοπού και όχι επαχθέστεροι από ότι είναι απολύτως απαραίτητο (ενδεικτικά Α.Π. Ολ. 6/2009- Α.Π. (Ολ.) 43/2005- ΣτΕ 2112/84 – ΣτΕ 4051/90). Η αρχή της αναλογικότητας, η οποία όπως προαναφέρθηκε αναγνωρίστηκε από θεωρία και νομολογία πριν την ρητή της καθιέρωση ως συνταγματική αρχή, έχει βρει ήδη τη ρητή κατοχύρωση της στο άρθρο 25 παρ.1 του Αναθεωρημένου Συντάγματος 2001.
Παγίως άλλωστε γίνεται δεκτή η αρχή αυτή και ως τμήμα του πεδίου προστασίας της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (βλ. ενδεικτικά απόφαση Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της 1-11-2007 Μαμιδάκης κατά Ελλάδος. Γενικότερη ανάλυση για το ζήτημα των περιορισμών που θέτει η αρχή της αναλογικότητας όπως αυτή κατοχυρώνεται στην Ε.Σ.Δ.Α. στην κρατική δράση βλ. μεταξύ άλλων σε Α. Στεργίου. Η προστασία των κοινωνικοασφαλιστικών δικαιωμάτων ως περιουσιακών. Διοικητική Δίκη, 2008, σελ. 825 επ.).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση εισάγεται ένας περιορισμός και μάλιστα ιδιαίτερα σκληρός ως αναδρομικός σε μια περίοδο κατά την οποία όπως προκύπτει κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και θα αποδειχτεί με στοιχεία με το υπόμνημα μας, όχι μόνο υπάρχει γενικότερη οικονομική κρίση αλλά ειδικά ο κλάδος των κατασκευών και αντίστοιχα οι εργασίες των ελεύθερων επαγγελματιών μηχανικών και εργοληπτών αντιμετωπίζει κατάρρευση τόσο του κύκλου εργασιών όσο και των εσόδων του.
Στην αιτιολογική έκθεση του άρθρου 39 Ν. 4331/2015 αναγράφεται ρητά ότι η διάταξη κρίθηκε αναγκαία για τους εξής λόγους: Εξαιτίας της ιδιαίτερα αυξημένης ανεργίας στον κλάδο των μηχανικών και της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας παρατηρήθηκε δυσχέρεια των ασφαλισμένων του ΕΤΑΑ να προσαρμοστούν στο άρθρο 44 παρ. 15 Ν. 3986/2011 που επιβάλλει την άνοδο ασφαλιστικής κλάσης ανά τριετία αρχής γενομένης από το 2011 με αποτέλεσμα αφενός να αυξάνονται τα φαινόμενα διαγραφής από το επάγγελμα και την ασφάλιση και αφετέρου να αυξάνονται οι οφειλές με αποτέλεσμα τη διατάραξη της σχέσης ασφαλισμένων και συνταξιούχων επιπλέον δε την απειλή εις βάρος της βιωσιμότητας του Ε.Τ.Α.Α.
Επομένως, το άρθρο 39 Ν. 4331/2015 θεσπίστηκε όχι μόνο για ανακούφιση των νομικών, αλλά και για την οικονομική ενίσχυση του ΕΤΑΑ . Το μέτρο σκόπευε στη διασφάλιση τόσο της συνέχισης της άσκησης επαγγέλματος και της πληρωμής εισφορών από τους νομικούς όσο και στην διασφάλιση της βιωσιμότητας του ΕΤΑΑ (σημειώνεται ότι προυπόθεση της υπαγωγής στο άρθρο 39 είναι να μην υπάρχουν και να μη δημιουργηθούν ληξιπρόθεσμα χρέη προς το ταμείο). Τούτο αποδείχθηκε στο μικρό διάστημα εφαρμογής του άρθρου 39 Ν. 4331/2015 στους μηχανικούς ασφαλισμένους του ΕΤΑΑ όπου λόγω της ανά εξάμηνο καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών , είχαμε μετρήσιμα αποτελέσματα των ανωτέρω ισχυρισμών ,καθώς σύμφωνα με απολογιστικά στοιχεία του ΕΤΑΑ/ΤΣΜΕΔΕ σύμφωνα με τα οποία, λόγω της αρχικής ρύθμισης που καθιερώθηκε με το νόμο 4331/2015 ήτις μεταγενέστερα καταργήθηκε , το ΕΤΑΑ εισέπραξε μόνο από τους ελεύθερους επαγγελματίες Μηχανικούς πάνω από 76 εκατ. φέτος (76.347.723€) έναντι λιγότερων από 67εκατ. πέρυσι, (66.829.440€, δηλαδή 9.518.383 περισσότερα) δηλαδή υπήρξε αύξηση εσόδων κατά 14,20%. Επιπλέον για το 2015 πλήρωσαν τις εισφορές τους 41.068 ελεύθεροι επαγγελματίες έναντι 33.607 που είχαν πληρώσει το αντίστοιχο Β΄εξάμηνο του 2014, δηλ. 7.401 περισσότεροι μηχανικοί, πλήρωσαν και τις τρέχουσες εισφορές τους, που σημαίνει μια αύξηση στον αριθμό των μηχανικών που πλήρωσαν τις τρέχουσες εισφορές τους της τάξεως του 22%.Κάτι αντιστοιχο επρόκειτο να λάβει χώρα και για τα ΤΑΝ /ΕΤΑΑ , μόλις θα καταβάλλονταν οι ετήσιες εισφορές του 2015 και εντός του 2016.
Επομένως ο σκληρός αναδρομικός περιορισμός των δικαιωμάτων που είχαν απονεμηθεί δυνάμει του άρθρου 39 Ν. 4331/2015 είναι όχι απλά δυσανάλογος αλλά απόλυτα απρόσφορος για την εξυπηρέτηση του δημοσίου σκοπού της διασφάλισης της βιωσιμότητας του Ε.Τ.Α.Α. Ο νομοθέτης ναι μεν είναι κατ’ αρχήν ελεύθερος να κάνει πολιτικές σταθμίσεις (μη ελεγχόμενες δικαστικά) για τα αναγκαία για την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος όμως το Σύνταγμα θέτει ακραία όρια στην ευχέρεια αυτή. Στην περίπτωση μας με δεδομένο ότι η ρύθμιση της παρ. 3 του άρθρου 21 Ν. 4337/2015 εισάγει μέτρο είναι σκληρό για τους νομικώς και πρόδηλα απρόσφορο για την επίτευξη του σκοπού της εξασφάλισης της βιωσιμότητας του ΕΤΑΑ κινείται έξω από τα ακραία όρια της ευχέρειας του νομοθέτη όπως αυτά τίθενται από την αρχή της αναλογικότητας σε συνδυασμό με το 22 παρ. 5 Σ.
Πρέπει επιπλέον να συνεκτιμηθεί κατά τον έλεγχο της συνταγματικότητας της ρύθμισης και το εξής:
Ο υποχρεωτικός και εκ του νόμου χαρακτήρας της κοινωνικής ασφάλισης συνεπάγεται ότι -σε αντίθεση προς την ιδιωτική ασφάλιση, όπου τα ασφάλιστρα καταβάλλονται ως αντιπαροχή στο πλαίσιο αμφοτεροβαρούς σύμβασης - η καταβολή ασφαλιστικών εισφορών συνιστά μια αμιγώς δημοσίου δικαίου επιβάρυνση. Οι ασφαλιστικές εισφορές δεν αποτελούν μεν «φόρους» κατά την έννοια του άρθρου 78 παρ. 1 Συντ., αποτελούν ωστόσο «δημόσια βάρη» κατά την έννοια του άρθρου 4 παρ. 5 Συντ., τα οποία επιβάλλονται καταρχήν σε όλους τους ασφαλισμένους ανάλογα με τις δυνάμεις τους, δηλαδή τις αποδοχές τους (βλ. Π. Παπαρρηγοπούλου-Πεχλιβανίδη, Δίκαιο Κοινωνικής Ασφάλισης, 2013, σ. 187). Η υποχρέωση καταβολής εισφορών επιβάλλεται ως «εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής αλληλεγγύης» κατά το άρθρο 25 παρ. 4 Συντ., και τούτο με δύο έννοιες. Καταρχάς, με την έννοια της αναδιανομής εισοδήματος, δεδομένου ότι, ενώ οι παροχές είναι καταρχήν ίδιες για όλα τα μέλη της οικείας ασφαλιστικής κοινότητας, το ασφαλιστικό κεφάλαιο από το οποίο οι παροχές χρηματοδοτούνται σχηματίζεται από διαφορετικού ύψους εισφορές, ανάλογα με τις αποδοχές του κάθε ασφαλισμένου. Οι ασφαλιστικές εισφορές των μισθωτών επιμερίζονται μεταξύ των ίδιων και των εργοδοτών τους. Αντιθέτως, οι αυτοαπασχολούμενοι βαρύνονται με το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών τους. Και στη μία περίπτωση και στην άλλη, οι εισφορές καθορίζονται με νόμο ή βάσει νόμου ως ποσοστό επί των αποδοχών των ασφαλισμένων. Ενώ όμως οι εισφορές που καταβάλλουν οι μισθωτοί υπολογίζονται επί των πραγματικών αποδοχών τους, για τους ελεύθερους επαγγελματίες χρησιμοποιείται μια πλασματική βάση υπολογισμού: οι ασφαλιστικές κατηγορίες (βλ. Αγγ. Στεργίου, Αυτοαπασχολούμενος και μισθωτός στην κοινωνική ασφάλιση, 2005, σ. 64 επ.). Η διαφοροποίηση στη βάση υπολογισμού (πραγματική ή τεκμαρτή) των ασφαλιστικών εισφορών οφείλεται σε πραγματικές διαφορές μεταξύ της μισθωτής εργασίας και της ανεξάρτητης απασχόλησης. Σε αντίθεση με τους αυτοαπασχολούμενους, που οι αποδοχές τους είναι αβέβαιες και κυμαινόμενες, το ύψος των αποδοχών των μισθωτών είναι σχετικά σταθερό και κατά κανόνα ευχερώς διαγνώσιμο. Οι πραγματικές αυτές διαφορές δεν δικαιολογούν, ωστόσο, ποιοτική διαφοροποίηση της κοινωνικής ασφάλισης αυτοαπασχολούμενων και μισθωτών, δεδομένου ότι, τουλάχιστον μετά τη συνταγματική κατοχύρωσή του με το Σύνταγμα του 1975, ο θεσμός οφείλει να επιτελεί την ίδια βασική λειτουργία για όλες τις κατηγορίες ασφαλισμένων, ως ισότιμων φορέων του κοινωνικού δικαιώματος του άρθρου 22 παρ. 5 Συντάγματος (βλ. Στεργίου, Αυτοαπασχολούμενος και μισθωτός, ό.π., σ. 11 επ., 18 επ., πρβλ. χαρακτηριστικά Ν. Ρώτη, Τυπική ασφάλιση και τυπική ανασφάλιση, σε: Νομικά Κείμενα, 1989, σ. 691 επ.).
Ο διαφορετικός τρόπος υπολογισμού των εισφορών έχει την εξής συνέπεια: Οι ασφαλιστικές εισφορές των μισθωτών προσαρμόζονται αυτομάτως στις πραγματικές μεταβολές των αποδοχών τους. Για κάθε αύξηση ή μείωση των αποδοχών του μισθωτού (π.χ. λόγω αυξομείωσης του μισθού, του χρόνου εργασίας κλπ.), αυξάνουν ή μειώνονται αντιστοίχως οι εισφορές που οφείλονται για την απασχόλησή του. Αντιθέτως, στην περίπτωση των αυτοαπασχολούμενων οι ασφαλιστικές εισφορές παραμένουν καταρχήν αμετάβλητες και ανεξάρτητες προς οποιεσδήποτε μεταβολές στις αποδοχές τους. Έτσι όμως δεν διασφαλίζεται η αναλογικότητα μεταξύ αποδοχών και εισφορών, με αποτέλεσμα να αυξάνει η πιθανότητα, οι επιβαλλόμενες εισφορές να μην ανταποκρίνονται στην πραγματική εισφοροδοτική ικανότητα του ασφαλισμένου, δηλαδή να μην τηρείται η απαίτηση του άρθρου 4 παρ. 5 Συντ. για συνεισφορά του καθενός στα κοινωνικοασφαλιστικά βάρη ανάλογα με τις δυνάμεις του. Ακριβώς προκειμένου να διασφαλιστεί η απαίτηση αυτή, σε συνδυασμό με την εγγύηση της ισότιμης και καθολικής πρόσβασης στην κοινωνική ασφάλιση που απορρέει από το κοινωνικό δικαίωμα του άρθρου 22 παρ. 5 Συντ., έχει προβλεφθεί ένα σύστημα κανονιστικής «αναπροσαρμογής» των ποσών των ασφαλιστικών κατηγοριών, δηλαδή των τεκμαρτών μέσων αποδοχών των αυτοαπασχολούμενων επί των οποίων υπολογίζονται οι εισφορές. Ενώ, επομένως, στους μισθωτούς οι ασφαλιστικές εισφορές προσαρμόζονται αυτομάτως στις μεταβολές των πραγματικών αποδοχών του καθενός, στους αυτοαπασχολούμενους η προσαρμογή επέρχεται κανονιστικά, κατά κανόνα με μια σχετικά απλή και ευέλικτη διαδικασία, και αφορά τις μέσες αποδοχές τους.
Αν συνδυαστεί όμως αφενός η αύξηση των εισφορών στα επίπεδα που παραπάνω περιγράφονται , αφετέρου η οικονομική κρίση και επιπλέον η επιβολή υπέρογκων προσαυξήσεων κατά τις καταστατικές διατάξεις του αντιδίκου επί των οφειλομένων εισφορών τότε από το συνδυασμό αυτό προκύπτει προσβολή του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της συμμετοχής στην οικονομική και κοινωνική ζωή. Επιπλέον πρέπει να συνυπολογιστεί ότι παρά τις υπέρογκες προσαυξήσεις των χρεών προς ασφαλιστικά ταμεία (προσαυξήσεων που μετά τη βεβαίωση τους ως δημοσίων χρεών μπορούν να φτάσουν στο 120% με τον διπλό περιορισμό της υποχρέωσης του δημοσίου και των ΝΠΔΔ να καταβάλλουν τις δικές τους οφειλές σε ιδιώτες όπως εμείς νομιμότοκα μόνο όταν τα χρέη είναι επίδικα και μάλιστα με ποσοστό μόνο 6% έχουμε όχι μόνο προσβολή του δικαιώματος της επιχειρηματικής ελευθερίας και της συμμετοχής στην οικονομική και κοινωνική ζωή αλλά και δήμευση περιουσίας . Στο αποτέλεσμα αυτό συμβάλλει και η έλλειψη δυνατότητας του ιδιώτη να συμψηφίσει οφειλές και απαιτήσεις κατά του δημοσίου και των ΝΠΔΔ σε αντίθεση με ότι ισχύει για το δημόσιο και τα ΝΠΔΔ έναντι του ιδιώτη. Για παράδειγμα όσοι από εμάς έχουν να λαμβάνουν επιστροφή φόρου από τη Δ.Ο.Υ. βρίσκονται εκτεθειμένοι σε συμψηφισμό της οφειλής με χρέη προς το αντίδικο ενώ αντίστοιχα εμείς δεν δυνάμεθα να συμψηφίσουμε οφειλές και δικαιώματα προς το δημόσιο και τα ΝΠΔΔ.
Επιπλέον οι οφειλές του δημοσίου καταβάλλονται άτοκα, ενώ οι δικές μας με βαρύτατες προσαυξήσεις δεν επέρχεται ποτέ και ισόποση μείωση των υποχρεώσεων μας.
Ο νομοθέτης είναι ελεύθερος να επιλέγει κατά τις πολιτικές του εκτιμήσεις τα ποσοστά υποχρεωτικών επιβαρύνσεων που επιβάλλει σε ορισμένες οικονομικές δραστηριότητες η ελευθερία αυτή όμως έχει ως όριο την συνταγματική υποχρέωση να μην καθίσταται οικονομικά απαγορευτική η άσκηση ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων.
ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΕΠΙΜΑΧΗΣ ΔΙΑΤΑΞΗΣ
Το δικαίωμα του άρθρου 39 Ν. 4331/2015 όχι μόνο είχε θεμελιωθεί αλλά και είχε ασκηθεί από εμένα (όπως και από άλλους συναδέλφους) και ιδιαίτερα για το έτος 2015 που είναι κοντά στη λήξη του. Ειδικότερα πρόκειται για το ενοχικό περιουσιακό δικαίωμα να καταταγώ σε κατώτερη κλάση και να υποχρεούμαι στις αντίστοιχα μειωμένες εισφορές. Επομένως η ρύθμιση της παρ. 3 του άρθρου 21 Ν. 4337/2015 εισάγει μερική κατάργηση ήδη θεμελιωμένου περιουσιακού δικαιώματος κατά παραβίαση του δικαιώματος στην περιουσία που κατοχυρώνεται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου..
Ως δικαιώματα «αστικής φύσεως» του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. θεωρούνται εκτός των άλλων και οι χρηματικές απαιτήσεις κατά του Δημοσίου ή άλλων Ν.Π.Δ.Δ., ανεξαρτήτως των διατάξεων (ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου) που εφαρμόζονται για την επίλυση της διαφοράς, ενώ ως «περιουσία» του άρθρου 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου νοούνται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και ενοχικά δικαιώματα «περιουσιακής φύσεως» και κεκτημένα «οικονομικά συμφέροντα», με συνέπεια να καλύπτονται από αυτή τη διάταξη και ενοχικά δικαιώματα αλλά και απαιτήσεις είτε αναγνωρισμένες με εκτελεστή δικαστική ή διαιτητική απόφαση είτε και γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει «νόμιμη προσδοκία» ότι θα ικανοποιηθούν δικαστικώς. (βλ. Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, υπόθεση Hornsby κατά Ελλάδος 107/1995/613/701, Ε.Δ.Κ.Α., 1997, σελ. 556, Βλ επίσης ad.hoc. Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Απόφαση 28-3-2000 Γεωργιάδης κατά Ελλάδας Επιθεώρηση Δικαίου Κοινωνικής Ασφάλισης, 2000, σελ. 415- Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Απόφαση 27-5-04 Μεταξάς κατά Ελλάδας, Ε.Δ.Κ.Α. 2004, σελ. 489, Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Απόφαση 11-12-2003 Καραχάλιος κατά Ελλάδος, Ε.Δ.Κ.Α. 2004, σελ.. 100- Πρακτικό της 7ης Γενικής Συνεδρίασης Ολομέλειας Ελεγκτικού Συνεδρίου της 19-3-03- Διοικ. Εφ. Αθηνών 954/99 Δι. Δικη 1999, σελ. 923- Ε.Σ. 43/2001 ΕΔΚΑ 2001,σελ. 219 – Α.Π. 33/2002- Βλ. και Π.Μ. Ευστρατίου η εφαρμογή του άρθρου 6παρ.1 1. Ε.Σ.Δ.Α. στις δίκες κοινωνικής ασφάλειας. Ε.Δ.Κ.Α. 1992, σελ. 217 καθώς και Α.Τσαμπάση. Η κατοχύρωση των χρηματικών παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως κατά το Σύνταγμα και το Δίκαιο της Ευρωπαικής Σύμβασης Δικαωμάτων του Ανθρώπου. Ε.Δ.Κ.Α. 2001, σελ. 481 επ.).
Σημειώνεται ότι κατά πάγια νομολογία του Eυρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Aνθρώπου οι διαφορές κοινωνικής ασφάλισης εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης και οι σχετικές αξιώσεις απολαμβάνουν της προστασίας της ιδιοκτησίας κατά το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου Nο 1 της Σύμβασης (βλ. μεταξύ άλλων, Π. M. Eυστρατίου. Tο δικαίωμα δικαστικής προστασίας σε διοικητικές διαδικασίες και το άρθρο 6 παρ. 1 της Eυρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Aνθρώπου. A. Σάκκουλας, 1996, σελ. 163 επ. καθώς και A. Στεργίου. Kοινωνική Aσφάλιση χωρίς εγγυήσεις. Δημοσιεύματα Eργατικού Δικαίου και Kοινωνικής Aσφάλισης. Σάκκουλας, 1992, σελ. 78 επ.. Α. Στεργίου. Το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση (Απαραίτητες αποσαφηνίσεις πριν οι εννοιολογικές συγχύσεις γίνουν επικίνδυνες: Ανταποδοτικότητα versus κοινωνική αλληλεγγύη, Ε.Δ.Κ.Α. 2005,σελ. 161-179 καθώς και Γ. Κατρούγκαλου. Η επίδραση της Ε.Σ.Δ.Α στην εσωτερική έννομη τάξη. Ε.Δ.Κ.Α. 1999,σελ. 833 επ. και τις εκεί παραπομπές στη νομολογία).
Σημειώνεται επίσης ότι η Ε.Σ.Δ.Α έχει όχι απλώς υπερνομοθετική, αλλά και υπερσυνταγματική ισχύ, καθώς μετά τη ρητή παραπομπή σε αυτήν του άρθρου ΣΤ παρ. 2 της Συνθήκης του Μαάστριχτ έχει καταστεί τμήμα του κοινοτικού δικαίου (βλ. σχετ. Σ.Τ.Ε. 249/97, Ε.Δ.Κ.Α. 1997, σελ. 78 ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΛΟΓΟΥΣ ΖΗΤΩ
Να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη και να καταδικαστεί το αντίδικο στα δικαστικά μου έξοδα και τέλη.
ΑΘΗΝΑ, 2015
Ο/ Η ΠΡΟΣΦΕΥΓΩΝ/ΟΥΣΑ