ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΡΟΣΧΕΔΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΣΜΟ ΤΗΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΒΟΗΘΕΙΑΣ
Γενικές παρατηρήσεις επί του νομοσχεδίου
Οι προτεινόμενες αλλαγές αφορούν κατά κύριο λόγο το διαδικαστικό κομμάτι του θεσμού της νομικής βοήθειας. Υιοθετείται ένα σύστημα πολύπλοκο και χρονοβόρο, αμφίβολης αποτελεσματικότητας και λειτουργικότητας, το οποίο στην ουσία υπαλληλοποιεί τους δικηγόρους νομικής βοήθειας.
Επιπλέον, διατηρούνται διατάξεις, οι οποίες με βεβαιότητα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως αντισυνταγματικές και ευθέως αντίθετες στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, με αποτέλεσμα να μην αποκλείεται εκ νέου καταδίκη από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Σε αρκετά σημεία συγχέεται ο θεσμός της νομικής βοήθειας με εκείνον του αυτεπαγγέλτως διοριζόμενου συνηγόρου, χωρίς μάλιστα να προσδιορίζεται τι θα γίνει με το σύστημα επιλογής των αυτεπαγγέλτως διοριζόμενων συνηγόρων. Ερωτάται: Θα διατηρηθεί η ήδη υπάρχουσα διαδικασία παράλληλα με την προβλεπόμενη διαδικασία της παρούσας πρότασης;
Είναι προφανές ότι η ευκαιρία αυτή του προσχεδίου θα μπορούσε να αξιοποιηθεί, ώστε να γίνει μία σαφής και λειτουργική διάκριση των δύο θεσμών.
Αντ´αυτού προωθείται μία πρόχειρη, βιαστική και αποσπασματική ρύθμιση ενός πολύ σοβαρού και σύνθετου ζητήματος.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΤ' ΑΡΘΡΟ:
Άρθρο 1 – Ως προς το πεδίο εφαρμογής
1. Η πρόβλεψη νομικής βοήθειας σε διαδικασίες, όπως η συμβιβαστική επέμβαση του Ειρηνοδίκη (άρθρο 209 ΚΠολΔ), καθώς και η ποινική συνδιαλλαγή (άρθρο 308Β ΚΠΔ) κινείται μεν στην θετική κατεύθυνση. Ωστόσο, θα πρέπει να είναι σαφής η αναμενόμενη αμοιβή του συνηγόρου νομικής βοήθειας για την ενασχόλησή του με τις υποθέσεις αυτές, δεδομένου ότι, βάσει του Κώδικα Δικηγόρων, δεν προβλέπονται ελάχιστες αμοιβές στις εν λόγω υποθέσεις. Σημειώνεται ότι ιδίως ως προς τις υποθέσεις που εμπίπτουν στον Ν. 3869/2010 (Νόμος Κατσέλη) το αντικείμενο εργασίας για τον συνήγορο είναι –μετά και τις πρόσφατες τροποποιήσεις από 1/1/2016– ιδιαίτερα δυσχερές, απαιτητικό αλλά και χρονοβόρο, χωρίς να παρέχεται το αντίστοιχο οικονομικό κίνητρο.
2. Στο πεδίο εφαρμογής του νόμου θα πρέπει να περιληφθεί και ο θεσμός του Διαμεσολαβητή του ά. 214Γ ΚΠολΔ, ώστε να είναι δυνατή η κάλυψη της αμοιβής του στο πλαίσιο της νομικής βοήθειας, σύμφωνα και με τις διατάξεις του Ν. 3898/2010.
3. Το πεδίο εφαρμογής στις ποινικές υποθέσεις παραμένει υπερβολικά περιορισμένο:
a. Δεν προβλέπεται νομική βοήθεια στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, ούτε καν προκειμένου περί κακουργημάτων, καίτοι είναι γνωστή η σημασία της προκαταρκτικής εξέτασης και των εξηγήσεων που δίνει ο "ύποπτος" για την μετέπειτα πορεία της υπόθεσης.
b. Δεν προβλέπεται νομική βοήθεια για το σύνολο της προδικασίας προκειμένου περί πλημμελημάτων. Όμως και στο παρόν διαδικαστικό στάδιο, η απολογία του κατηγορουμένου έχει κομβική σημασία για την υπεράσπισής του μέχρι την τελική έκβαση της υπόθεσης.
c. Με το ελάχιστο όριο ποινής (1 έτος), τίθενται -και πάλι- εκτός της ρύθμισης σειρά αδικημάτων, όπως η ανθρωποκτονία από αμέλεια, η επικίνδυνη σωματική βλάβη, η κλοπή, η υπεξαίρεση, η εκβίαση κλπ. Σχετικώς πρέπει να σημειωθεί ότι, ως γνωστόν, σε περίπτωση καταδίκης υφίσταται κίνδυνος επιβολής εκτιτέας στερητικής της ελευθερίας ποινής, όταν δεν συντρέχουν οι όροι της αναστολής και περαν αυτού απειλούνται σοβαρότατες παρεπόμενες ποινές ή/και συνέπειες για τον καταδικασθέντα (λ.χ. επαγγελματικές).
d. Δεν προβλέπεται η παροχή νομικής βοήθειας στον κατηγορούμενο σε περίπτωση άσκησης ενδίκου μέσου από τον Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης.
Το στενό αυτό πεδίο εφαρμογής δεν συμβιβάζεται με την νομολογία του ΕΔΔΑ. Επίσης υπενθυμίζεται ότι και ο Άρειος Πάγος με απόφασή του είχε αναγνωρίσει το πρόβλημα αυτό, με αποτέλεσμα να κάνει δεκτό ότι δεν αποκλείεται η επέκταση του θεσμού της νομικής βοήθειας και σε περιπτώσεις μη προβλεπόμενες ρητώς στον νόμο (ΑΠ 944/2005).
4. Συγχέεται η παροχή νομικής βοήθειας με περιπτώσεις αυτεπαγγέλτως διοριζόμενου συνηγόρου, και συγκεκριμένα με το ά. 200 παρ. 1 ΚΠΔ. Το ά. 200 παρ. 1 ήδη προβλέπει τον αυτεπάγγελτο διορισμό συνηγόρου. Με την παρούσα πρόταση προβλέπεται επιπρόσθετα και η παροχή νομικής βοήθειας στις εν λόγω περιπτώσεις "ανεξάρτητα αν πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις". Το ποιά διαδικασία θα ακολουθείται εν τέλει, πρέπει να αποσαφηνιστεί με απολύτως συγκεκριμένο τρόπο.
5. Θετική είναι η συμπερίληψη στον θεσμό της νομικής βοήθειας της διαδικασίας ενώπιον των δικαστικών συμβουλίων.
Άρθρο 2 – Ως προς τους δικαιούχους νομικής βοήθειας
1. Στις προτεινόμενες ρυθμίσεις επαναλαμβάνεται η αντισυνταγματική πρόβλεψη περί παροχής νομικής βοήθειας μόνο σε Έλληνες πολίτες, ή πολίτες και κατοίκους κράτους-μέλους της Ε.Ε. Η διάκριση αυτή είναι αδικαιολόγητη, καθώς έρχεται σε αντίθεση με το ά. 6 ΕΣΔΑ. Δεν υπάρχει κανένας λόγος άρνησης παροχής νομικής βοήθειας σε αλλοδαπούς κατηγορουμένους. Υπενθυμίζεται ότι οι δύο καταδικαστικές αποφάσεις για την χώρα μας από το ΕΔΔΑ αφορούσαν ακριβώς άρνηση παροχής νομικής βοήθειας σε αλλοδαπούς κατηγορουμένους.
2. Η διατήρηση του ετήσιου καθαρού εισοδήματος ως κριτηρίου για την οικονομική δυνατότητα του δικαιούχου νομικής βοήθειας δεν αποδίδει πάντοτε την πραγματική οικονομική κατάσταση του ενδιαφερομένου.
3. Σε κάθε περίπτωση, το προβλεπόμενο ετήσιο καθαρό εισόδημα ως όριο για την παροχή νομικής βοήθειας κρίνεται ως ιδιαίτερα χαμηλό, ενώ θα πρέπει να είναι δεκτικό αναπροσαρμογής με Υ.Α., ανάλογα με τις μεταβολές των οικονομικών συνθηκών.
Άρθρο 3 – Ως προς την διαδικασία γενικώς
1. Προβλέπεται "αποκλειστική προθεσμία 15 ημερών" για την υποβολή αίτησης παροχής νομικής βοήθειας, χωρίς όμως να διασφαλίζεται αντίστοιχα η προηγούμενη ενημέρωση του ενδιαφερομένου, και ιδίως του κατηγορουμένου. Ειδικότερα: η υποχρέωση ενημέρωσης του υπόπτου και του κατηγορουμένου σχετικά με το δικαίωμά του περί παροχής νομικής βοήθειας προβλέπεται ρητώς στην Οδηγία 2012/13/ΕΕ (άρθρο 3) και ακολούθως στο ά. 99Α ΚΠΔ, κατόπιν της ενσωμάτωσης της εν λόγω Οδηγίας στην έννομη τάξη μας. Όμως, δεν υπάρχει αντίστοιχη πρόβλεψη και στην εδώ προτεινόμενη ρύθμιση. Για λόγους σαφήνειας θα πρέπει ρητώς να οριστεί ότι η υποχρέωση υποβολής αίτησης 15 ημέρες πριν από την εκάστοτε διαδικαστική πράξη εκκινεί από την κατά βέβαιο τρόπο προηγούμενη ενημέρωση του ενδιαφερομένου για το δικαίωμά του σε παροχή νομικής βοήθειας.
2. Προβλέπεται μια μορφή "ιδιότυπης συναρμοδιότητας" σε περιπτώσεις αυτεπαγγέλτως διοριζόμενου συνηγόρου. Όταν, δηλαδή, υφίσταται περίπτωση υποχρεωτικού διορισμού συνηγόρου, εκτός της νέας "Επιτροπής Νομικής Βοήθειας", αρμόδιο για την εξέταση της αίτησης είναι και το εκάστοτε δικαστικό όργανο. Δεν διευκρινίζεται, όμως, πώς ακριβώς αναμένεται να λειτουργήσει η παράλληλη αυτή αρμοδιότητα. Λ.χ., ποιος θα αποφασίζει τελικά, τι θα συμβαίνει σε περίπτωση διαφωνίας, θα υπάρχει συντονισμός μεταξύ των δύο οργάνων;
Άρθρο 4 – Ως προς το περιεχόμενο και την έκταση του θεσμού της νομικής βοήθειας
1. Θετική είναι η πρόβλεψη δυνατότητας αντικατάστασης του διορισθέντος συνηγόρου σε περίπτωση που συντρέχει σπουδαίος λόγος.
2. Η συμπερίληψη των νομικών συμβουλών στο πλαίσιο της νομικής βοήθειας είναι μεν ορθή, δεν προσδιορίζεται όμως ο τρόπος υπολογισμού της αμοιβής του συνηγόρου για τις παρεχόμενες υπηρεσίες.
3. Δεν προβλέπεται κάλυψη των εξόδων των συνηγόρων, για ενέργειες πέραν εκείνων που αφορούν αποκλειστικά την παράσταση ενώπιον δικαστηρίων και άλλων αρχών (π.χ. έρευνα σε υποθηκοφυλακεία, φωτοτυπίες, μεταφορικά κτλ.).
Άρθρο 5 – Παύση και ανάκληση της νομικής βοήθειας
1. Ανατίθεται στην Επιτροπή Νομικής Βοήθειας και στους αρμόδιους συντονιστές το βάρος διαπίστωσης της συνδρομής των σχετικών προϋποθέσεων για την παροχή νομικής βοήθειας, με αποτέλεσμα να καθίστανται τα εν λόγω όργανα ουσιαστικά ελεγκτικές αρχές, γεγονός που δεν συνάδει προς τον επαγγελματικό τους ρόλο και την φύση του λειτουργήματός τους.
Άρθρο 6 – Ως προς τις διασυνοριακές διαφορές
Aγνοείται παντελώς η διασυνοριακή ή διεθνική διάσταση των ποινικών υποθέσεων και ειδικότερα η παροχή νομικής βοήθειας στο πλαίσιο των θεσμών του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και της Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας. Σημειώνεται ότι προς το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης, η παροχή νομικής βοήθειας τόσο στο κράτος έκδοσης του εντάλματος όσο και στο κράτος εκτέλεσης αυτού (η καλούμενη και "διττή εκπροσώπηση" του εκζητουμένου) προβλέπεται ήδη σε αρκετά νομικά κείμενα, ενώ αποτελεί αντικείμενο ρύθμισης της πρότασης Οδηγίας σχετικά με την προσωρινή παροχή νομικής βοήθειας.
Άρθρο 8
1. Στην παρ. 3 στοιχ. γ΄ του άρθρου 8 προφανώς εσφαλμένως γίνεται παραπομπή στο άρθρο 12 παρ. 9 και 10, καθώς το άρθρο 12 δεν έχει παραγράφους 9 και 10.
2. Η παραπομπή στην παρ. 5 του άρθρου 8 στον Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας είναι ιδιαίτερα ασαφής και προβληματική, καθώς γεννώνται ζητήματα ασυμβατότητας των διαδικασιών. Επί παραδείγματι, ποιο θα είναι το αρμόδιο όργανο για την προσβολή των αποφάσεων της Επιτροπής Νομικής Βοήθειας κατά τα προβλεπόμενα στον Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας;
Άρθρο 9 επ. – Ως προς την ειδικότερη διαδικασία και την σύνθεση των προβλεπόμενων οργάνων
Γενικά:
Ως προς την Επιτροπή Νομικής Βοήθειας:
Ανατίθεται σε όργανα των Δικηγορικών Συλλόγων αφενός υπερβολικός φόρτος εργασίας, αφετέρου χωρίς πρόβλεψη σχετικής αποζημίωσης. Οι τιθέμενες υποχρεώσεις απαιτούν καθημερινή και πολύωρη ενασχόληση, με αποτέλεσμα να είναι σχεδόν βέβαιη η αδυναμία ανταπόκρισης των εν λόγω προσώπων στις υποχρεώσεις αυτές. Η πρόβλεψη δε περί συμμετοχής των ίδιων των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων στις εν λόγω επιτροπές είναι βέβαιο ότι θα δημιουργήσει μεγάλο πρόβλημα στις βασικές υπηρεσιακές τους υποχρεώσεις.
Ειδικώς πρέπει να παρατηρηθεί ότι, ως προς τα δύο μέλη της επιτροπής, τα οποία θα προέρχονται από το Δ.Σ. του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, δεν απαντά ειδική πρόβλεψη για τις εφετειακές περιφέρειες, στις οποίες υπάρχει μόνο ένας Δικηγορικός Σύλλογος.
Ως προς τους "Συντονιστές":
Πρόκειται για όργανα, τα οποία καλούνται να απασχολούνται στον θεσμό της νομικής βοήθειας για έναν χρόνο. Η απασχόλησή τους εκ των πραγμάτων, βάσει των αρμοδιοτήτων και των υποχρεώσεων που προβλέπονται, θα πρέπει να είναι αποκλειστική. Ερωτάται: ποιος δικηγόρος θα επιλέξει να ασχοληθεί για έναν χρόνο ως "Συντονιστής", εγκαταλείποντας τις τρέχουσες εργασίες του και να επιστρέψει και πάλι μετά από έναν χρόνο στο γραφείο του; Το γεγονός ότι δεν καθίσταται σαφές το ύψος της αποζημίωσής του προστίθεται στο πρόβλημα.
Άρθρο 10 – Ως προς τις Συνεδριάσεις της Επιτροπής
Η πρόβλεψη περί καθημερινής συνεδρίασης της Επιτροπής βρίσκεται προφανώς εκτός πάσης πραγματικότητας. Κάτι τέτοιο ούτε είναι πρακτικά δυνατόν, αλλά ούτε και συμβαδίζει με τον άμισθο χαρακτήρα των υπηρεσιών που καλούνται να προσφέρουν τα μέλη της.
Άρθρο 11 – Ως προς τους Συντονιστές
1. Θα πρέπει να υπάρξει πρόβλεψη, ώστε στην περίπτωση που μετά τον ένα συν ένα χρόνο θητείας του Συντονιστή δεν υπάρχουν άλλοι κατάλληλοι υποψήφιοι, ώστε να καθίσταται αναγκαία η παράταση της θητείας του για χρονικό διάστημα επιπλέον του προβλεπομένου.
2. Στην παρ. 4 πρέπει να αναριθμηθεί το ά. 14 παρ. 2 σε 15 παρ. 2.
3. Δεν προσδιορίζεται στο προσχέδιο ποιο είναι το αρμόδιο όργανο για την έκτακτη καταγγελία της σύμβασης του Συντονιστή, π.χ. λόγω βαριάς αμέλειας κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του.
Άρθρο 12
Στην παρ. 1 στοιχ. δ΄ γίνεται παραπομπή στο ά. 12 παρ. 9 και 10, ενώ προφανώς νοούνται οι αντίστοιχοι παράγραφοι του ά. 13.
Άρθρο 13 – Ως προς τους Συνηγόρους
1. Κατ' αρχάς θεωρείται θετική η εξειδίκευση κριτηρίων επιλογής συνηγόρων, λ.χ. με βάση την εμπειρία και το εισόδημά τους, καθώς και η δήλωση περί του ειδικού τομέα ενδιαφέροντός τους. Πάντως πρέπει να παρατηρηθεί ότι μόνα τα κριτήρια αυτά δεν διασφαλίζουν την απαιτούμενη ποιότητα των υπηρεσιών.
2. Ανατίθενται στους συνηγόρους νομικής βοήθειας ορισμένες υποχρεώσεις, ξένες προς το λειτούργημά τους, όπως επί παραδείγματι να παρακολουθούν την οικονομική κατάσταση του εντολέα τους (άραγε με ποιό τρόπο και με ποιά αρμοδιότητα).
3. Επιπλέον, ανακύπτει ζήτημα επαρκούς αποζημίωσής τους αλλά και διασφάλισης της απασχόλησής τους για ένα ικανοποιητικό χρονικό διάστημα, ώστε να αξίζει η υπαγωγή τους στον θεσμό της νομικής βοήθειας. Στην πρόταση προσχεδίου ουδεμία διευκρίνιση γίνεται ως προς τον ακριβή τρόπο και το ύψος της αμοιβής των εν λόγω συνηγόρων. Υπενθυμίζεται ότι και με το σημερινό καθεστώς οι συνάδελφοι της νομικής βοήθειας ουσιαστικά δεν αποζημιώνονται σε περιπτώσεις επανειλημμένων αναβολών ή ματαίωσης της συζήτησης μίας υπόθεσης, ενώ στις δίκες που διαρκούν μεγάλο χρονικό διάστημα τυχόν επιπλέον αποζημίωση απαιτεί χρονοβόρες ενέργειες από πλευράς συνηγόρου, χωρίς η καταβολή της να είναι βέβαιη ή ανάλογη των υπηρεσιών.
4. Θα πρέπει να προβλεφθεί ως υποχρεωτική –και όχι δυνητική– η επιλογή των συνηγόρων νομικής βοήθειας από τον εκάστοτε δικηγορικό σύλλογο της πόλης όπου διαμένει ο δικαιούχος, ή του δικαστηρίου που θα επιληφθεί ή όπου θα πρέπει να διενεργηθεί η εκάστοτε διαδικαστική πράξη.
5. Θα πρέπει να προβλεφθούν κυρώσεις για τους συνηγόρους νομικής βοήθειας, οι οποίοι αρνούνται χωρίς σπουδαίο λόγο να αναλάβουν ορισμένη υπόθεση, όπως επί παραδείγματι η διαγραφή τους από τους σχετικούς καταλόγους ή ο αποκλεισμός τους για ορισμένο χρονικό διάστημα.
6. Το όριο των 15.000 ευρώ κρίνεται ως ιδιαίτερα χαμηλό, καθώς αποκλείεται μεγάλος αριθμός έμπειρων και ικανών συνηγόρων.
7. Αρνητική είναι η προτεινόμενη υπαλληλοποίηση των συνηγόρων, με την σύναψη ψευδεπίγραφων "συμβάσεων έργου", οι οποίες δεν συνάδουν με το δικηγορικό λειτούργημα.
Άρθρο 15
Η πρόβλεψη στην παρ. 3 περί δυνατότητας των συνηγόρων νομικής βοήθειας για εκ νέου συμμετοχή τους στην διαδικασία μετά από δύο έτη ενδέχεται να δημιουργήσει προβλήματα στους δικηγορικούς συλλόγους με μικρό αριθμό συνηγόρων.
Άρθρο 14
Θα πρέπει να υπάρξει ρητή πρόβλεψη για την περίπτωση μη διαθέσιμων ασκούμενων δικηγόρων προς κάλυψη των θέσεων Γραμματείας, ώστε να είναι δυνατός ο ορισμός του ίδιου ασκουμένου και για δεύτερη φορά.
Άρθρο 19
Η πρόβλεψη περί μη έκδοσης γραμματίου προείσπραξης συνεπάγεται την μη καταβολή των σχετικών κρατήσεων υπέρ των δικηγορικών συλλόγων, γεγονός που οδηγεί σε σημαντική απώλεια εσόδων για τους ίδιους, ενώ ουσιαστικά τους καθιστά με τον τρόπο αυτόν εκ των πραγμάτων συγχρηματοδότες του θεσμού της νομικής βοήθειας. Με τον τρόπο αυτόν παραγνωρίζεται ότι η παροχή νομικής βοήθειας είναι πρωτίστως κρατική υποχρέωση, η δε σχετική δαπάνη πρέπει να βαρύνει καθ’ ολοκληρίαν τον κρατικό προϋπολογισμό.